Αψίμαρος (Τιβέριος Γ΄)

1. Καταγωγή

Οι ιστορικοί υποθέτουν ότι ο αυτοκράτορας Τιβέριος Γ΄ (698-705), βάσει του βαπτιστικού ονόματός του Αψίμαρος, ήταν γοτθικής, περσικής ή αρμενικής καταγωγής. Οι πηγές σιωπούν σχετικά με το χρόνο και τον τόπο της γέννησής του, την κοινωνική του προέλευση, την εξέλιξή του ως στρατιωτικού αξιωματούχου μέχρι την ανάληψη του αξιώματος του δρουγγαρίου, αλλά και την οικογένειά του.

Ο Θεοφάνης αναφέρει ότι «ο στρατός ανέτρεψε τον αυτοκράτορα Λεόντιο με την εκλογή του Αψίμαρου, δρουγγαρίου των Κιβυρραιωτών στους Κουρικιώτες, τον οποίο μετονόμασαν Τιβέριον». Η αινιγματική αυτή φράση ερμηνεύεται γενικά ως εξής: φαίνεται ότι ο Αψίμαρος το 698, οπότε ανακυρήχθηκε αυτοκράτορας, υπηρετούσε ήδη ως δρουγγάριος στο ναυτικό θέμα των Κιβυρραιωτών, ίσως μάλιστα από το 697· εικάζεται επίσης ότι η δύναμη που διοικούσε αποτελούνταν αποκλειστικά από ναύτες της πόλης της Κωρύκου.1

2. Δράση

2.1. Δρουγγάριος των Κιβυρραιωτών

Ο Αψίμαρος συμμετείχε ως δρουγγάριος Κιβυρραιωτών στη ναυτική εκστρατεία που στόχευε στην ανάκτηση της βόρειας Αφρικής από τους Άραβες. Επικεφαλής της εκστρατείας αυτής που διατάχθηκε από τον αυτοκράτορα Λεόντιο (695-698) τέθηκε ο πατρίκιος Ιωάννης, πεπειραμένος ναύαρχος. Ο Ιωάννης επιτέθηκε αρχικά στο λιμάνι της Καρχηδόνας, γνωστό στους Βυζαντινούς με το όνομα Μανδράκιον, και, αφού έθραυσε την αλυσίδα που έκλεινε την είσοδό του, ανέκτησε την πόλη και μερικά από τα γειτονικά κάστρα.2 Η ηγεσία του στόλου αποφάσισε να διαχειμάσει στην Καρχηδόνα, όπου θα ανέμενε οδηγίες από τον αυτοκράτορα. Ωστόσο, η στρατιωτική αδράνεια των Βυζαντινών επέτρεψε στους Άραβες να αντεπιτεθούν. Εμφανίστηκαν στα ύδατα της Καρχηδόνας έχοντας κινητοποιήσει πολυάριθμες δυνάμεις. Ο βυζαντινός στρατός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις θέσεις του και να αναχωρήσει για την Κρήτη, όπου πολύ πιθανόν θα είχε την ευκαιρία να αναθεωρήσει τη στρατηγική του.

2.2. Η διεκδίκηση του θρόνου

Εικάζεται από τη σύγχρονη έρευνα ότι ο Ιωάννης είχε σκοπό να ενισχύσει το στόλο του με ναυτικές μονάδες που στάθμευαν στην Κρήτη και να επιστρέψει, για να διεκδικήσει εκ νέου την πόλη της Καρχηδόνας από τους Άραβες.3 Ο στρατός όμως στασίασε, εξόντωσε τον πατρίκιο Ιωάννη και ανακήρυξε αυτοκράτορα τον δρουγγάριο των Κιβυρραιωτών Αψίμαρο, υπό το όνομα Τιβέριος Γ΄.

Ο επαναστατημένος στόλος έπλευσε κατά της πρωτεύουσας και προσορμίσθηκε απέναντι από αυτή, στις Συκές. Ο στασιαστής, με την υποστήριξη του δήμου των Πρασίνων,4 πολιόρκησε και κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Καλλίνικο (694-706). Ο Λεόντιος ρινοτομήθηκε και τέθηκε υπό κράτηση στη μονή Δελμάτου, ενώ οι πολιτικοί σύμμαχοί του εξορίστηκαν.

2.3. Αυτοκράτωρ Ρωμαίων

Ο Τιβέριος Γ΄ διατήρησε το αυτοκρατορικό αξίωμα μέχρι το 705. Προσπάθησε να αναδιοργανώσει τις ναυτικές και χερσαίες δυνάμεις της αυτοκρατορίας, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα την αραβική απειλή, και επισκεύασε τα θαλάσσια τείχη της Κωνσταντινούπολης.5 Το 698 επανεγκατέστησε στη γενέτειρά τους τους Κυπρίους που είχαν απομακρυνθεί από τους Άραβες και είχαν εγκατασταθεί στη Συρία, καθώς και σε περιοχές στη Μικρά Ασία που βρίσκονταν υπό αραβική κυριαρχία.6 Ο αδελφός του Ηράκλειος προήχθη σε μονοστράτηγο των ανατολικών θεμάτων με κύριο καθήκον την προστασία των συνόρων και των κλεισουρών. Το έτος 700 ο βυζαντινός στρατός εισέβαλε στη Συρία. Η αραβική αντεπίθεση οδήγησε στην απώλεια της Αρμενίας (703-704).

3. Η ανατροπή και το τέλος του Τιβερίου Γ΄

Όταν ο Ιουστινιανός Β΄ (685-695/705-711) ανέκτησε το θρόνο του, ο Τιβέριος Γ΄ (698-705) εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και τράπηκε σε φυγή με κατεύθυνση την πόλη Απολλωνιάδα (στις βόρειες όχθες της ομώνυμης βιθυνικής λίμνης, μεταξύ Προύσας και Λοπαδίου).7 Πιάστηκε όμως και, αφού διαπομπεύθηκε και ταπεινώθηκε από τον Ιουστινιανό Β΄ στον Ιππόδρομο υπό τις επευφημίες των δήμων, αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Λεόντιο (695-698) στο λεγόμενο Κυνήγιον, στις 15 Φεβρουαρίου του 706. Ο αδελφός του Ηράκλειος είχε κρεμαστεί προηγουμένως στα τείχη μαζί με τους υπασπιστές και τους διοικητές του.8 Ο γιος του Τιβερίου Γ΄ Θεοδόσιος διέφυγε την εκτέλεση και αργότερα απέκτησε μεγάλη φήμη ως επίσκοπος Εφέσου και οπαδός της εικονοκλαστικής παράταξης.9




1. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor,  C. (ed.), Theophanis Chronographia 1 (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1963), σελ. 370. Πρβλ. Mango, C. – Scott, R. (eds), The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near Eastern History, AD 284-813.Translated with Introduction and Commentary (Oxford 1997), σελ. 517.

2. Christides, V., Byzantine Libya and the March of the Arabs towards the West of North Africa (Oxford 2000), σελ. 48.

3. Θεοφάνης, Χρονογραφία, στο Mango, C. –  Scott, R. (eds), The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near Eastern History, AD 284-813.Translated with Introduction and Commentary (Oxford 1997), σελ. 517.

4. Head, C., Justinian II of Byzantium (Madison – Milwaucee – London 1972), σελ. 101-102, σημ. 8.

5. Preger, T. (ed.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum (Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana, Lipsiae 1907), σελ. 20,  στ. 11-14.

6. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G. – Jenkins, R.J.H. (eds), Constantinus Porphyrogenitus. De Administrando Imperio (Washington D.C. 1967, London 1967), DAI I, σελ. 226, DAI II, σελ. 181.

7. Πρβλ. Mango, C., "The Monastery of  St. Constantine on Lake Apolyont", Dumbarton Oaks Papers 33 (1979), σελ. 329-333.

8. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia 1 (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1963), σελ. 375.

9. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia 1 (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1963), σελ. 427. Πρβλ. Head, C., Justinian II of Byzantium (Madison – Milwaucee – London 1972), σελ. 118.