Οικονόμος Κωνσταντίνος

1. Γέννηση-εκπαίδευση

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος γεννήθηκε στην Τσαριτσάνη της Θεσσαλίας το 1780. Ο εκκλησιαστικός τίτλος και το αξίωμα του «οικονόμου» ήταν κληρονομικά στην οικογένειά του. Ο πατέρας του ήταν οικονόμος στην εκκλησία της Τσαριτσάνης και, καθώς ήταν λόγιος ο ίδιος, δίδαξε και στους γιους του Κωνσταντίνο και Στέφανο τα πρώτα ελληνικά γράμματα και λατινικά. Αργότερα ο Κωνσταντίνος έμαθε γαλλικά από τον Αμπελακιώτη γιατρό Ζήση Κάβρα, γερμανικά, ρωσικά κ.ά. Από τα 12 μέχρι τα 25 του χρόνια διατρέχει τους εκκλησιαστικούς βαθμούς έως ότου διαδέχεται τον πατέρα του στο αξίωμα του «οικονόμου» στην Αρχιεπισκοπή Ελασσόνος.

2. Η δράση του

Τα ένθερμα επαναστατικά του κηρύγματα στη Θεσσαλία συμπίπτουν το 1808 με το επαναστατικό κίνημα του Ευθύμιου Βλαχάβα· συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν να κατηγορηθεί ως συνεργάτης του μετά την αποτυχία του κινήματος και να φυλακισθεί στα Γιάννενα. Μετά την απελευθέρωσή του, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' τον καλεί στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, στην αρχιεπισκοπή Σερρών.

Στη συνέχεια φεύγει για τη Σμύρνη, όπου διδάσκει ελληνικά και θρησκευτικά στο νεοσύστατο1 «Φιλολογικό Γυμνάσιο». Την εποχή εκείνη σχολάρχης του Γυμνασίου είναι ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο οποίος διδάσκει εκεί και φιλοσοφία, ενώ Φυσική, Ιστορία και Χημεία διδάσκει ο αδελφός του Κωνσταντίνου Στέφανος. Μετά την αποχώρηση του Κούμα από το Γυμνάσιο το 1813, τη θέση του σχολάρχη παίρνει το 1814 ο Κωνσταντίνος Οικονόμος. Οι προοδευτικές αντιλήψεις που ασπάζεται τα χρόνια εκείνα σύντομα τον φέρνουν αντιμέτωπο με τους συντηρητικούς κύκλους της Σμύρνης και την Ευαγγελική Σχολή, και, παρ’ όλες τις προσπάθειες του πατριάρχη Κυρίλλου να συμβιβάσει τα πράγματα, ο Οικονόμος αναγκάζεται τελικά να εγκαταλείψει τη Σμύρνη το 1819 και να πάει στη Μυτιλήνη.

Το ίδιο έτος ο πατριάρχης Γρηγόριος τον διορίζει «Καθολικό Ιεροκήρυκα της Μεγάλης Εκκλησίας και Μέγα Οικονόμο του Πατριαρχείου» και τον καλεί στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης και τον απαγχονισμό του Γρηγορίου, καταφεύγει στην Οδησσό, όπου τον Απρίλιο εκφωνεί τον περίφημο λόγο του στο ετήσιο μνημόσυνο του πατριάρχη Γρηγορίου Ε'. Αφού έμεινε για αρκετό διάστημα στην Αγία Πετρούπολη, ως προσκεκλημένος του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου, και αφού ταξίδεψε στη Ρώμη και στο Βατικανό, ως προσκεκλημένος του Πάπα Γρηγορίου ΙΖ', φορτωμένος παράσημα και τιμητικούς τίτλους γυρίζει μόνος του στην Ελλάδα, έχοντας χάσει όλη του την οικογένεια, γυναίκα, αδελφό και μητέρα, από επιδημία χολέρας στη Βιέννη.

Στην Ελλάδα έζησε στην πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο, ως το 1837, και ύστερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του γράφοντας και μελετώντας. Πέθανε τον Μάρτιο του 1857. Κηδεύτηκε με ιδιαίτερες τιμές στον περίβολο της Μονής Ασωμάτων Πετράκη.

3. Το έργο του

Η παρουσία του στο «Φιλολογικό Γυμνάσιο» υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση ένος προοδευτικού κλίματος στην εκπαίδευση στη Σμύρνη τα χρόνια του Διαφωτισμού. Ικανότατος ρήτορας ο ίδιος, ωθεί και τους μαθητές του σε ασκήσεις φωνητικής και ρητορικής και προτιμά τον ηρωικό ενθουσιασμό των αρχαίων ιαμβικών ποιητών, όπως του Πινδάρου.

Μεταξύ 1810 και 1820 ο νέος ακόμη Κωνσταντίνος Οικονόμος είναι οπαδός του Κοραή και ανήκει στον προοδευτικό κόσμο των Ελλήνων Διαφωτιστών. Το 1813 εκδίδει τη Ρητορική και το 1817 τα Γραμματικά. Στον πρόλογο των τελευταίων, ο οποίος είναι γραμμένος με βάση τα γλωσσικά πρότυπα του Κοραή, δε διστάζει, παρότι κληρικός και «πρώτος ιεροκήρυκας των εκκλησιών» της Σμύρνης, να ταχθεί με το μέρος των «φιλοσόφων». Από το έργο του αυτό δημοσιεύθηκαν μόνο τα δύο πρώτα βιβλία: Αισθητική, περί της των καλών τεχνών συγγενείας και Ποιητική. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο έργο του αυτό ανιχνεύονται επιδράσεις δύο μεγάλων εκπροσώπων της αισθητικής στη Δύση του 18ου αιώνα, του Γάλλου Batteux (1713-1780) και του Άγγλου Blair (1718-1800): τα δύο αυτά βιβλία αποτελούν έτσι ένα παράδειγμα του δυτικού πνευματικού κλίματος μέσα στο οποίο κινείται ο Οικονόμος αλλά και ο ελληνικός κόσμος το 18ο αιώνα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Οικονόμος είναι αυτός που παρουσιάζει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό της εποχής το έργο του ρομαντικού Edward Young, αναφερόμενος στο φιλοσοφικό ποίημα του τελευταίου Οι νύχτες2 και εκφράζοντας την επιθυμία να μεταφρασθεί το έργο στα ελληνικά.3

Μετά το 1820 ο Οικονόμος στρέφεται σιγά σιγά σε συντηρητικότερες απόψεις, τόσο γλωσσικές όσο και ιδεολογικές, για να καταλήξει πολέμιος των Κοραϊστών και εκπρόσωπος του συντηρητικού κλήρου και των «αντιφιλοσόφων». Η στροφή αυτή συνδέεται με την απομάκρυνσή του από τη γαλλική επιρροή και την αποδοχή εκ μέρους του της ρωσόφιλης πολιτικής, πράγμα που φαίνεται και από τις σχέσεις του με τους ρώσικους ηγεμονικούς κύκλους.



1. Είχε μόλις ιδρυθεί από τους προοδευτικούς κύκλους της Σμύρνης και ενσάρκωνε τις αντιλήψεις του Κοραή. Βλ. και Αργυρόπουλος, Μ., Χρονικά της Ανατολής. Σμύρνη: Σκιαγραφίαι (Αθήνα 1944), σελ. 123, σημ. 1.

2. Το έργο αυτό του Edward Young χωρίζεται σε εννέα «Νύχτες» και δημοσιευόταν στην Αγγλία σταδιακά από το 1742 μέχρι το 1745: «Θρήνος ή νυχτερινοί στοχασμοί γύρω από τη ζωή, το θάνατο και την αθανασία» ή «Πρώτη Νύχτα» (1742), «Δεύτερη Νύχτα, γύρω από το χρόνο και το θάνατο και τη φιλία» (1742), «Τρίτη Νύχτα» (1742), «Τέταρτη Νύχτα» και «Πέμπτη Νύχτα» (1743), «Έκτη Νύχτα» και «Έβδομη Νύχτα» (1744), «Όγδοη Νύχτα» και Ένατη Νύχτα» (1745). Έργο χαρακτηριστικό της προρομαντικής περιόδου στην Ευρώπη, γραμμένο για να συγκινεί άμεσα το ευρύ κοινό, γεμάτο από την απαισιοδοξία και τη θλίψη του θανάτου, θέμα ιδιαίτερα προσφιλές στους ρομαντικούς του 19ου αιώνα. Το έργο βρήκε απήχηση στο ελληνικό κοινό του 1817, καθώς το τελευταίο, μεταξύ άλλων, ήταν εξοικειωμένο με το θάνατο και το πένθος μέσα από το ελληνικό δημοτικό τραγούδι (Δημαράς, Κ.Θ., Ο ελληνικός ρωμαντισμός (Αθήνα 1994), σελ. 44-45). Ο Οικονόμος χρησιμοποιεί τη γαλλική μετάφραση-παράφραση του Le Tourneur.

3. Τον ίδιο χρόνο εμφανίζονται στα ελληνικά τα ποιήματα του Γεωργίου Σακελλάριου του Κοζανίτη, με εμφανή την επίδραση από τις Νύκτες του Young· Δημαράς, Κ.Θ., Ελληνικός ρωμαντισμός (Αθήνα 1994), σελ. 48-49.