1. Γραπτές πηγές Σύμφωνα με την ελληνική και λατινική γραμματεία η Αφροδίτη της Κνίδου ήταν ένα από τα πιο διάσημα αγάλματα της αρχαιότητας. Οι αναφορές στην καλλιτεχνική αυτή δημιουργία καλύπτουν ένα ευρύ χρονικό διάστημα που εκτείνεται από τον 4ο αι. π.Χ. ως το 12 αι. μ.Χ.: το έργο μνημονεύεται σε τουλάχιστον 33 αρχαίες και βυζαντινές πηγές1 καθώς και σε δύο επιγραφές.2 Συνεπώς μπορούμε με βάση το πλούσιο αυτό υλικό να ερευνήσουμε πρώτον τις συνθήκες που οδήγησαν τον Πραξιτέλη στη δημιουργία του αγάλματος, δεύτερον τον εικονογραφικό του τύπο, τρίτον την τοποθέτησή του στην Κνίδο και τέλος τη μετέπειτα τύχη του. 2. Η δημιουργία της Αφροδίτης της Κνίδου από τον Πραξιτέλη 2.1. Χρονολόγηση Με την Αφροδίτη της Κνίδου ο Πραξιτέλης προσπάθησε να αποδώσει τη θεά σε όλη της την ομορφιά ως μια απόλυτη οντότητα. Το άγαλμα πρέπει να χρονολογηθεί γύρω στο 364-361 π.Χ., εποχή όπου τοποθετείται το απόγειο της καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας του Πραξιτέλη.3 Γνωρίζουμε από τον Πλίνιο ότι δημιουργήθηκε την ίδια εποχή με την Αφροδίτη που στήθηκε στην Κω και η οποία πρέπει να χρονολογηθεί λίγο αργότερα από την επανίδρυση της Κω το 366 π.Χ.4 Επιπλέον ήταν σύνηθες η κορύφωση της σταδιοδρομίας ενός καλλιτέχνη να ταυτίζεται με το πιο διάσημο έργο του, το οποίο για τον Πραξιτέλη ήταν η Αφροδίτη της Κνίδου. 2.2. Τα αίτια δημιουργίας της Αφροδίτης της Κνίδου Η φιλόδοξη αξίωση του Πραξιτέλη να αποδώσει τη θεϊκή ομορφιά της Αφροδίτης με τα μέτρα της ανθρώπινης ομορφιάς βασίστηκε στην αντίληψη ότι άλλοι άνδρες πριν από αυτόν, όπως ο Πάρις, ο Αγχίσης και ο Άδωνις, είδαν την Αφροδίτη στην απόλυτη γυμνότητα της. Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν για αυτόν το παράδειγμα της Κρίσης του Πάριδος.5 2.3. Τα μοντέλα για τη δημιουργία της Αφροδίτης της Κνίδου Ο Πραξιτέλης επηρεάστηκε από τη φιλοσοφία του Πλάτωνα.6 Σύμφωνα λοιπόν με τον Πλάτωνα, Συμπόσιο 210 e–211 c, για να επιτύχουμε μια ωραία μορφή, που είναι η πλησιέστερη της θεϊκής τελειότητας, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα λιγότερο ατελή παραδείγματα της επίγειας ομορφιάς. Επιπλέον μια προσωπική γνώση της ομορφιάς είναι δυνατή μέσα από το συναίσθημα που μας προκαλεί. Αυτή η θεωρία πρέπει επομένως να υποδήλωνε ότι ήταν καλύτερο να χρησιμοποιούνται παραδείγματα επίγειας ομορφιάς που προκαλούν ένα συναίσθημα. Πιθανώς για αυτούς του λόγους ο Πραξιτέλης χρησιμοποίησε ως μοντέλα του δύο εταίρες που ήταν και ερωμένες του: τη Φρύνη για το σώμα και την Κρατίνη για το πρόσωπο της Αφροδίτης.7 Μέσω αυτών των μοντέλων και κυρίως μέσω της πορείας προσέγγισης της θεϊκής ομορφιάς, που περιγράψαμε παραπάνω, λέγεται ότι ο Πραξιτέλης δέχτηκε άμεση έμπνευση από την ίδια τη θεά.8 2.4. Χρήση μαγείας για τη δημιουργία της Αφροδίτης της Κνίδου Είναι γνωστό ότι η εμφύσηση του θεϊκού ή ηρωικού στοιχείου σε ένα άγαλμα ήταν συχνά εφικτή στην κλασική αρχαιότητα μέσω μαγικών πρακτικών που εξασφάλιζαν την επιφάνεια του απεικονιζόμενου θεού ή ήρωα στην παράσταση.9 Στην περίπτωση της Αφροδίτης της Κνίδου, όπως πληροφορούμαστε από δυο επιγράμματα, το ένα από τα οποία αποδίδεται στον Πλάτωνα, αυτό επιτεύχθηκε μέσω της σιδερένιας σμίλης που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του αγάλματος και την απόδοση της ομορφιάς της θεάς. Είναι ίσως αξιοσημείωτο ότι ο σίδηρος ήταν το σύμβολο του Άρη, εραστή της Αφροδίτης.10 2.5. Χρήση παριανού μαρμάρου για την Αφροδίτη της Κνίδου Το μάρμαρο που χρησιμοποιήθηκε ήταν παριανό,11 αγαπημένο υλικό του Πραξιτέλη κυρίως όσον αφορά στην απόδοση μορφών ιδιαίτερα υψηλής αισθητικής, όπως και ο Έρωτας των Θεσπιών,12 και το οποίο στην κλασική αρχαιότητα θεωρούνται γενικά ως το καλύτερο ποιοτικά διαθέσιμο μάρμαρο. Η επιλογή αυτού του μαρμάρου από τον Πραξιτέλη βασιζόταν ίσως στη πεποίθηση ότι λίθινα αγάλματα θεών κατά κάποιο τρόπο ενυπήρχαν ιδιαίτερα στο παριανό μάρμαρο περιμένοντας τον καλλιτέχνη να τα απαλλάξει από το περιττό υλικό και να απελευθερώσει αυτά τα φυσικά έργα τέχνης.13 3. Η ταύτιση του εικονογραφικού τύπου της Αφροδίτης της Κνίδου στα αντίγραφα Ήδη από το 1671, η Αφροδίτη της Κνίδου αναγνωρίστηκε από τον Spanheim σε ρωμαϊκά νομίσματα της πόλης (εικ. 1),14 γεγονός που επέτρεψε το 1728 στους δύο Jonathan Richardson να αναγνωρίσουν στην Αφροδίτη Belvedere ένα μαρμάρινο αντίγραφο του έργου του Πραξιτέλη.15 Αυτό το άγαλμα, που αναπαριστά τη θεά να παίρνει το ένδυμα της μετά το λουτρό, με το μακρύ ύφασμα να πέφτει πάνω σε μια μικρή κάλπη, είναι πιο κοντά από άλλα αντίγραφα στις απεικονίσεις των νομισμάτων και κατά συνέπεια στο Πραξιτελικό πρωτότυπο έργο. Η Κνιδία Colonna, με κοντό ένδυμα ριγμένο πάνω σε μια μεγάλη υδρία, αποτελεί πιθανόν παραλλαγή των ελληνιστικών χρόνων, στην οποία η θεά δεν παριστάνεται πλέον σαν να έχει μόλις τελειώσει το λουτρό της σε μια φυσική πηγή αλλά σαν να έχει λουστεί με το νερό της υδρίας.16 Τα σωζόμενα αντίγραφα και οι παραλλαγές αυτού του αριστουργήματος είναι περισσότερα από 250 και περιλαμβάνουν περί τα 70 αντίγραφα φυσικού μεγέθους. Φαίνεται επομένως ότι στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή η Αφροδίτη της Κνίδου αντιγράφηκε και αποτέλεσε αντικείμενο μίμησης περισσότερο από κάθε άλλο ελληνικό κλασικό άγαλμα.17 Τα αντίγραφα αυτά διαχωρίζονται σε δυο βασικούς υπό-τύπους που παίρνουν το όνομά τους από τα αγάλματα Belvedere και Colonna που αναφέρθηκαν παραπάνω. 4. Παρατηρήσεις για τον εικονογραφικό τύπο της Αφροδίτης της Κνίδου Είναι σαφές ότι το λουτρό λειτουργεί ως μέσο κάθαρσης και αναγέννησης της θεάς, ενώ με τη γυμνότητα της επιχειρείται να εκφραστεί μια κατάσταση αρχέγονης αγνότητας που επανακτήθηκε μέσω του λουτρού. Έχοντας ολοκληρώσει το λουτρό της και έχοντας έτσι επανακτήσει την αρχέγονη αγνότητά της, η θεά γίνεται το πρότυπο για τους θνητούς. Εκείνοι, αναγεννημένοι από το όραμα της απόλυτης ομορφιάς, μπορούν να υπερβούν τα όρια του σωματικού έρωτα και να στραφούν στον πνευματικό. Η μικρή κάλπη στα αριστερά της θεάς θα πρέπει να περιείχε τα αρώματα με τα οποία άλειψε το σώμα της, χαρακτηριστικό σύμβολο εξαγνισμού. Η κίνηση του χεριού της να καλύψει τη γυμνότητας της συνδέεται πιθανώς με το ότι λουζόταν σε ανοικτό χώρο και δείχνει το φόβο της απέναντι στα βλέμματα αγνώστων, όπως ήταν οι μυθικοί κάτοικοι των δασών ή ηρωικές μορφές όπως ο Τειρεσίας ή ο Ακταίων, που είδαν άλλες θεότητες να κάνουν μπάνιο. Η κάλυψη του αιδοίου της, πηγής ζωής, με το δεξί της χέρι θα μπορούσε ίσως να σημαίνει μια πολύ ευνοϊκή γονιμοποίηση του κόσμου. Κανονικά η Κνιδία Αφροδίτη προοριζόταν για να βλέπεται κατενώπιον ή από την πίσω όψη και όχι πλευρικά. Συνεπώς το άγαλμα στερείται της αίσθησης του χώρου και της τρίτης διάστασης. Η απουσία της αίσθησης του χώρου αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό και άλλων έργων που αποδίδονται στον Πραξιτέλη, όπως για παράδειγμα του Οινοχόου Σάτυρου, του Σαυροκτόνου Απόλλωνα και του Αναπαυόμενου Σάτυρου. Στην περίπτωση της Αφροδίτης της Κνίδου η απουσία της αίσθησης του χώρου δίνει έμφαση στη λειτουργία της απόλυτης γυμνότητας και τονίζει τη σημασία της οπίσθιας όψης ως ενδεικτικής της γοητείας της μορφής. Η θεά παριστάνεται ταυτόχρονα σε δυο διαφορετικές στάσεις, ανάλογα αν τη δει κανείς από μπροστά ή από πίσω. Αυτή η σύλληψη της μορφής αντανακλά στην ουσία μια θεατρική προσέγγιση, αφού την περιορίζει σε δύο μόνο όψεις, κάτι που σαφώς αποτελεί μια περισσότερο ζωγραφική παρά πλαστική αντίληψη της γλυπτικής. Είναι πιθανό ο Πραξιτέλης να επηρεάστηκε από τις πολυάριθμες παραγγελίες που δεχόταν για γλυπτά σχετικά με τη θεατρική ζωή της Αθήνας και κυρίως για χορηγικά μνημεία. 5. Παρατηρήσεις για την τεχνοτροπία της Αφροδίτης της Κνίδου Η στάση της θεάς δείχνει μια σιγμοειδή κάμψη του κορμού περισσότερο τονισμένη από ό,τι στα πρωιμότερα έργα του Πραξιτέλη, όπως για παράδειγμα στον Οινοχόο Σάτυρο, αλλά ταυτόχρονα λιγότερο τονισμένη από ό,τι στα έργα της πλήρης ωριμότητας του καλλιτέχνη, όπως στο Σαυροκτόνο Απόλλωνα και στον Αναπαυόμενο Σάτυρο. Επιπλέον η υδρία και το ένδυμα δεν λειτουργούν απλά και μόνο ως στηρίγματα ενός τμήματος της μορφής, όπως στις περιπτώσεις του Απόλλωνα Σαυροκτόνου και του Σατύρου. Αυτό το χαρακτηριστικό τοποθετεί χρονολογικά την Αφροδίτη της Κνίδου στα τέλη τις δεκαετίας του 360 π.Χ, δηλαδή μετά τα έργα των αρχών της δεκαετίας του 360 π.Χ. αλλά πριν από τα δύο βασικά έργα της πλήρης ωριμότητας του Πραξιτέλη, τον Απόλλωνα Σαυροκτόνο και τον Αναπαυόμενο Σάτυρο. Όσον αναφορά στην απόδοση της ανατομίας, έχει δειχτεί η άμεση προέλευση του μεγαλύτερου μέρους της από το πραγματικό νεανικό γυναικείο σώμα,18 επιβεβαιώνοντας έτσι την αρχαία παράδοση ότι ο Πραξιτέλης χρησιμοποιούσε ως μοντέλα του νέες γυναίκες. Όμως ένα μέρος της ανατομίας, κυρίως η πλάτη, προέρχεται από το αντρικό σώμα.19 Αυτός ο συνδυασμός βασικών γυναικείων χαρακτηριστικών με λεπτομέρειες ανδρικών απέβλεπε πιθανόν στη δημιουργία μιας ιδεατής ομορφιάς που να υπερβαίνει τα όρια των δυο φύλων. Στο έργο του Έρωτες ο Λουκιανός αναφέρει μάλιστα ότι εραστές αγοριών αναγνώριζαν το ερωτικό τους αντικείμενο στην Αφροδίτη της Κνίδου. Η τεχνοτροπία είναι κάπως διαφορετική στους υπό-τύπους Belvedere και Colonna. Ο τύπος Belvedere δείχνει μια μέτρια απαλότητα της επιφάνειας, ενώ ο τύπος Colonna δείχνει μια πιο προχωρημένη τεχνοτροπία με την επεξεργασία των διάφορων επιφανειών ως μια σειρά συνεχών μεταβάσεων. Συνεπώς ο υπό-τύπος Belvedere είναι πιο κοντά στο πρωτότυπο έργο του Πραξιτέλη του τέλους της δεκαετίας 360 π.Χ., ανάμεσα στον Οινοχόο Σάτυρο και στον Έρωτα Centocelle από τη μια μεριά και, από την άλλη, στον Αναπαυόμενο Σάτυρο και σε άλλες μεταγενέστερες δημιουργίες. Η τεχνοτροπία του υπό-τύπου Colonna δεν μπορεί να χρονολογηθεί πριν το 340-330 π.Χ, αφού η μεταβολή της δομής του σώματος είναι εδώ υπερβολικά τονισμένη. Με βάση το νομισματικό υλικό ο υπό-τύπος Belvedere προσεγγίζει πιθανόν τα πραγματικά χαρακτηριστικά της δημιουργίας του Πραξιτέλη, ενώ η τεχνοτροπία του επιβεβαιώνει την παραπάνω πρόταση χρονολόγησης του προτύπου. 6. Η συμβολή του Νικία στη δημιουργία της Αφροδίτης της Κνίδου Ο ανερχόμενος νεαρός ζωγράφος Νικίας πιθανόν επικάλυψε τις επιφάνειες του αγάλματος με κερί, με σκοπό τη δημιουργία μιας συνεχούς εναλλαγής φωτός και σκιάς που να δίνει την εντύπωση του φυσικού χρώματος της σάρκας.20 Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η γοητεία της θεάς έγκειτο στην ονειρική μαγική αίσθηση της φυσικής της Παρουσίας. 7. Η πώληση του αγάλματος στους Κνιδίους Αφού ολοκλήρωσε το άγαλμα, ο Πραξιτέλης το έβαλε προς πώληση στο εργαστήριό του. Οι κάτοικοι της Κω, που του είχαν παραγγείλει μια Αφροδίτη, αρνήθηκαν σύμφωνα με τον Πλίνιο να αγοράσουν το συγκεκριμένο άγαλμα για λόγους ηθικής και προτίμησαν αντί γι’ αυτό να αγοράσουν μια ντυμένη Αφροδίτη, που θεωρείται ότι αποτελεί το πρότυπο της Αφροδίτης Richelieu, που σύμφωνα με επιγραφή φέρεται επίσης ως έργο του Πραξιτέλη.21 Οι Κνίδιοι, που είχαν επίσης ζητήσει από τον Αθηναίο καλλιτέχνη μια Αφροδίτη, δέχτηκαν τη γυμνή εκδοχή, ίσως γιατί ο λουόμενος εικονογραφικό τύπος θεωρήθηκε ως υπαινιγμός στην Αφροδίτη Εύπλοια (προστάτιδα των θαλάσσιων ταξιδιών), επίθετο που χαρακτήριζε μια λατρεία της θεάς στη Κνίδο,22 ίσως πάλι γιατί στην Κνίδο η Αφροδίτη είχε ήδη από παλαιότερα συνδεθεί με τη γυμνή κυπρο-φοινικική θεότητα Αστάρτη.23 7.1. Η τοποθέτηση του αγάλματος στην Κνίδο Οι Κνίδιοι τοποθέτησαν το άγαλμα αυτό στο ιερό της Αφροδίτης Εύπλοιας,24 πιθανόν ως ανάθημα.25 Ο Πλίνιος ισχυρίζεται ότι το άγαλμα βρισκόταν στο εσωτερικό ενός μικρού ναού με ανοιχτή πρόσβαση από όλες τις πλευρές. Αυτή η πληροφορία συμφωνεί με την περιγραφή του ναού στο έργο Έρωτες του Λουκιανού.26 Η ταύτιση αυτού του μικρού ιερού με τον κυκλικό ναό στο ψηλότερο άνδηρο της Κνίδου έγινε από τον I.C. Love.27 Η ανακάλυψη κοντά στο ναό ενός ψηφίσματος του 3ου αι. π.Χ. που αναφέρεται στη λατρεία της Αφροδίτης28 αποδεικνύει λατρεία της θεάς του Έρωτα σε αυτή τη θέση. Επιπλέον επιγραφή του 3ου αι. π.Χ., που βρέθηκε κοντά στο ναό και όπου αναγράφεται ένας ΠΡΑΞ… και ένα δεύτερο στοιχείο από το οποίο σώζονται μόνο τα γράμματα ΓΥΜ…, θα μπορούσε να ίσως να σχετίζεται με το άγαλμα, μιας και μπορεί να αποτελεί αφιέρωμα κάποιου εραστή στη γυμνή Αφροδίτη.29 Η ανακάλυψη ακριβώς κάτω από τον κυκλικό ναό ενός δεξιού χεριού και ενός θραύσματος από ένδυμα, τα οποία θεωρήθηκαν από τον I.C. Love ότι μοιάζουν με αντίστοιχα τμήματα της Αφροδίτης της Κνίδου και ανήκουν ίσως σε ένα ή δύο αντίγραφα του αγάλματος, αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη ότι η συγκεκριμένη Αφροδίτη ήταν στημένη σε αυτόν τον ναό και ότι εργαστήρια αντιγραφέων είχαν εγκατασταθεί στη γύρω περιοχή.30 Τέλος, πήλινα ειδώλια που βρέθηκαν πάνω στο άνδηρο του κυκλικού ναού και φαίνεται να παριστάνουν την Αφροδίτη31 μπορεί επίσης να σχετίζονται με τη λατρεία της. Ο κήπος που αναφέρεται στο έργο Έρωτες του Λουκιανού ίσως βρισκόταν στην περιοχή ανατολικά του ναού και γύρω από το βωμό. Ο κυκλικός ναός πρέπει να είχε δυο κύριες φάσεις: μια ύστερη κλασική, κτισμένη με επιχρισμένο ασβεστόλιθο, όπου είχε υιοθετηθεί ο κορινθιακός ρυθμός και από την οποία σώζονται ένα κορινθιακό κιονόκρανο, ένας σφόνδυλος κίονα και θραύσματα του θριγκού, και μια δεύτερη φάση που χρονολογείται στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. και στην οποία ανήκουν το μαρμάρινο πόδιο με τη βάση του αγάλματος, ο βωμός, ο σφόνδυλος ενός κίονα και ένα δωρικό κιονόκρανο.32 Ο ρυθμός του ναού άλλαξε συνεπώς από κορινθιακός σε δωρικός και αυτόν τον τελευταίο ναό θα μιμηθεί ο κυκλικός δωρικός ναός που οικοδομήθηκε στη βίλα του Αδριανού στο Τίβολι και στο εσωτερικό του οποίου υπήρχε αντίγραφο της Κνιδίας Αφροδίτης (εικ. 8).33 8. Η μετέπειτα τύχη της Αφροδίτης της Κνίδου 8.1. Στους ύστερους κλασικούς και πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους Το αριστούργημα του Πραξιτέλη έτυχε θερμής αποδοχής ιδιαίτερα στους Πλατωνικούς κύκλους: δυο επιγράμματα που υμνούν το άγαλμα αποδίδονται στον Πλάτωνα.34 Ένα γυναικείο κεφάλι που βρέθηκε στο ιερό της Δήμητρας στην Κνίδο, χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. και μοιάζει πολύ με το κεφάλι της Αφροδίτης της Κνίδου,35 αποδεικνύει ότι το άγαλμα του Πραξιτέλη άρχισε να αντιγράφεται ήδη από πολύ νωρίς (εικ. 9). Επιπλέον, ένας άνδρας, ο Μακαραίος από την Πέρινθο, ερωτεύτηκε το άγαλμα ήδη στην εποχή της ιερής πόρνης Ίσχας, που έζησε γύρω στο 300 π.Χ.36 Από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. σώζεται επίσης ένα ανάθημα στην Αφροδίτη του Πραξιτέλη από κάποιον ΑΡΙΣΤ…, πιθανώς έναν από τους εραστές του αγάλματος.37 Ο Κηφισόδοτος ο Νεότερος, ο μεγαλύτερος γιος του Πραξιτέλη, φιλοτέχνησε περί το 300 π.Χ. το πρωτότυπο άγαλμα του τύπου της Αφροδίτης του Καπιτωλίου, παραλλάσσοντας την εικονογραφία του αγάλματος της Κνίδου (εικ. 10).38 Πρέπει να ήταν γύρω στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. όταν ένα άντρας που ερωτεύθηκε την Κνιδία Αφροδίτη και κρύφτηκε τη νύχτα μέσα στο ναό πίσω από την πόρτα όταν αυτή κλειδώθηκε, βίασε το άγαλμα αφήνοντας μια κηλίδα πάνω του και μετά από αυτή την ιερόσυλη πράξη αυτοκτόνησε.39 Γύρω στο 260 π.Χ., όταν η Κνίδος είχε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα, ο Νικομήδης Α΄, βασιλιάς της Βιθυνίας, επιθυμώντας να προσδώσει καλλιτεχνική αίγλη στη νεοϊδρυμένη πρωτεύουσά του Νικομήδεια, προσφέρθηκε να καλύψει το έλλειμμα των Κνιδίων με αντάλλαγμα το αριστούργημα του Πραξιτέλη. Οι Κνίδιοι αρνήθηκαν την πρότασή του και ο βασιλιάς παρήγγειλε στον γλύπτη Δοιδάλσα από τη Βιθυνία μια άλλη γυμνή λουόμενη Αφροδίτη (εικ. 11).40 8.2. Από τους μέσους ελληνιστικούς ως τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους Πιθανόν στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. ο κυκλικός ναός της Κνίδου αντικαταστάθηκε από κάποιον πιο μεγαλοπρεπή και το άγαλμα τοποθετήθηκε πάνω σε μεγάλη βάση. Ένα κυλινδρικό μαρμάρινο μνημείο με επιγραφή, όπου πιθανόν αναφέρεται ο Πραξιτέλης και μια γυμνή μορφή που θα στεκόταν πάνω σε αυτό, πρέπει να αποτελούσε τη βάση ενός μικρού αναθήματος, αφιέρωμα κάποιου από τους πολλούς εραστές της θεάς.41 Στον καινούργιο ναό, που φαίνεται ότι σωζόταν μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, ήταν αδύνατο να περπατήσει κανείς γύρω από το άγαλμα και οι επισκέπτες υποχρεώνονταν έτσι να βλέπουν τη θεά μόνο από δυο όψεις, την εμπρόσθια, καθώς εισέρχονταν στο ναό από την κύρια είσοδο, και την οπίσθια, καθώς έβγαιναν από τον ναό ή πάλι έμπαιναν από την πίσω είσοδο. Αυτά τα προληπτικά μέτρα, για τα οποία πληροφορούμαστε από το έργο Έρωτες του Λουκιανού, αποσκοπούσαν στο να αποτρέψουν πιθανά ιερόσυλα επεισόδια από τους εραστές του αγάλματος. Η τοποθέτηση του αγάλματος πάνω σε μεγάλη ψηλή βάση θα του προσέδιδε επίσης επιβλητικότητα, ενώ ταυτόχρονα χρησίμευε στο να κρατάει τους θεατές σε απόσταση από το άγαλμα. Από τον 2ο ως τον 3ο αι. μ.Χ. η Αφροδίτης της Κνίδου αποτέλεσε ένα από τα πιο διάσημα αγάλματα στη γραπτή παράδοση καθώς και το έργο που αντιγράφηκε περισσότερο από κάθε άλλο ελληνικό έργο της κλασικής εποχής. Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι στην εποχή του Δομιτιανού, μέσα στο κυρίαρχο πνευματικό κλίμα της περιόδου, ο Απολλώνιος ο Τυανεύς έθεσε τέλος στο φαινόμενο των εραστών της Κνιδίας Αφροδίτης. Θεωρώντας ότι το φαινόμενο αυτό βασιζόταν σε χυδαίες μυθολογικές παραδόσεις που ήθελαν θεές να ερωτεύονται θνητούς και όχι σε μια πνευματική αντίληψη για τους θεούς, έπεισε τον τελευταίο εραστή του αγάλματος να μετανοήσει για τις προθέσεις του.42 8.3. Η Αφροδίτης της Κνίδου στην Κωνσταντινούπολη Ακολουθώντας το κλείσιμο των ειδωλολατρικών ναών, που ορίστηκε με διάταγμα στα τέλη του έτους 392 μ.Χ., το πρόβλημα μετακίνησης σε κοσμικά κτίρια αγαλμάτων ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας έγινε άμεση ανάγκη. Η Αφροδίτης της Κνίδου και πέντε ακόμα ελληνικά αγάλματα σημαντικά από καλλιτεχνικής άποψης μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, και τοποθετήθηκαν σε ένα από τα αυτοκρατορικά κτίσματα, στο λεγόμενο Λαύσειον, πιθανόν το 393-394 μ.Χ.: ο βυζαντινός ιστορικός Κεδρηνός αναφέρεται σε αυτή τη συλλογή στην εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων της αυτοκρατορίας του Θεοδοσίου (εικ. 12-13).43 Σύμφωνα με τον Κεδρηνό και τον Ζωναρά 44, αυτή η συλλογή γλυπτών καταστράφηκε από φωτιά το 476 μ.Χ. Ο μύθος της Αφροδίτης της Κνίδου ως σύμβολο της χαμένης για πάντα κλασικής ομορφιάς, που συνεχίστηκε ως τις μέρες μας, ξεκίνησε στους μέσους βυζαντινού χρόνους με την αναβίωση της αρχαίας ελληνικής τέχνης.45
1. Οι λογοτεχνικές πηγές που αναφέρονται στην Αφροδίτη της Κνίδου με χρονολογική σειρά: Πλάτ. στο Anthologia Graeca 16. 159, 160, 161, 162, 168.. Ερμόδ. στο Anthologia Graeca 16. 169, 170. Αντίπ. στο Anthologia Graeca 16. 167. Cic., In Verrem 2. 4. 60. 135. Έβ. στο Anthologia Graeca 16. 165, 166. Βαλέριος Μάξιμος 8. 11. απόσπ. 4. Plin. HN 7. 127, 34. 69, 36. 20-22 και 26. Λουκ. στο Anthologia Graeca 16. 163, 164. Λουκ. Έρωτ. 11-17 και 54. Λουκ. Εικ. 4 και 6. Λουκ. Περί των Εικόνων 8, 18, και 22-23. Λουκ. Ζ. Τραγ. 10. Αθηναγ. Legatio pro Christianis 17. 4. Φιλόστρ. Απόλλ 6. 19 και 40. Κλήμ. Αλ. Προτρ. 4. 47 και 51. Αθήν. 13. 591a. Arnobius, Adversus gentes 6. 13 και 22. Ιμέρ. Λόγ. 64. 4. Αυσ. Επιγρ. 62 Green. Σχ. στον Λουκ. Ζ. Τραγ. 10. Αρέθ. Σχ. στον Λουκ. Έρωτ. 11-12. Κωνσταντ. Πορφυρογέννητος, De thematibus 1. 14. 37. Κεδρ., Compendium historiarum 322 b-c και 351 c. Ζωναρ. Επιτ. Ιστ. 14. 24. 2. 52 d. Τζέτζ. Χιλ. Ιστορία 195. 368-380. Codex Vaticanus Graecus 989 φύλ. 110. 2. Steuben, H., von, Belauschte oder unbelauschte Goettin? Zum Motiv der Knidischen Aphrodite”, MDAI(I) 39 (1989) σελ. 535-546, επιγραφές αρ. 162 και 178. Η μνεία της Αφροδίτης της Κνίδου στις δυο αυτές επιγραφές έχει υποστηριχτεί από τους Love και Corso: Love, I. C., “A preliminary Report of the Excavations at Knidos”, AJA 76 (1972) σελ. 61-76 και 393-405. Love, I. C., “A preliminary Report of the Excavations at Knidos”, AJA and 77 (1973) σελ. 413-424. Corso, A., “Praxiteles and the Parian Marble”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 227-236, έχει όμως αμφισβητηθεί από τον Bluemel, W., Die Inschriften von Knidos (Bonn 1992). 4. Plin. HN 7. 127, 34. 69, 36. 20-22 και 26. 5. Πλάτ. στο Anthologia Greca 16. 159, 160, 161, 162, 168. Ερμόδ. στο Anthologia Greca 16. 169, 170. Έβ. στο Anthologia Greca 16. 165, 166. Λουκ. στο Anthologia Greca 16. 163, 164. 6. Corso, A, “Love as Suffering”, BICS 42 (1997-1998) σελ. 63-91 και Corso, A, “Small Nuggets about late-classical Sculpture”, Numismatica e Antichita Classiche. Quaderni Ticinesi 29 (2000) σελ. 150-151. Ο Havelock, C. M., βιβλιοκρισία στο I. Jenkins - G. B. Waywell (επιμ.), Sculptors and Sculpture of Caria and the Dodecannese (London 1997), AJA 103 (1999) σελ. 154, δεν πιστεύει ότι υπήρξε επίδραση του Πλάτωνα στον Πραξιτέλη. 7. Κλήμ. Αλ. Προτρ. 4. 47 and 51. Αθήν. 13. 591 a. Arnobius, Adversus gentes 6. 13 και 22. 8. Plin. HN 7. 127, 34. 69, 36. 20-22 και 26. 9. Κυρίως Μελέαγρ. στο Anthologia Graeca 12. 57 και Καλλίστρ. 3, 8 και 11. Βλ. Corso, A., “Ancient Greek Sculptors as Magicians”, Numismatica e Antichita’ Classiche. Quaderni Ticinesi 28 (1999) σελ. 97-111. 10. Πλάτ. στο Anthologia Graeca 16. 160 και Αυσ. Επιγρ. 62 Green. 11. Λουκ. Έρωτ. 11-17 και 54 και Corso, A., “Praxiteles and the Parian Marble”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 227-236. Η Palagia, O., “Parian Marble and the Athenians”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 351, είναι επιφυλακτική όσον αφορά στη δυνατότητα ταύτισης του μαρμάρου της Αφροδίτης της Κνίδου. 12. Κυρίως Μελέαγρ, στο Anthologia Graeca 12. 56 and Corso, A., “Praxiteles and the Parian Marble”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 227-236. Η Katsonopoulou, D., “Paria lithos”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 208-209, ταυτίζει τον Έρωτα του Πραξιτέλη που περιγράφεται από τον Μελέαγρο με τον Έρωτα στο Πάριον. 13. Cic. De divinatione 1. 13. 23 και 2. 21. 48. Plin. HN 36. 14. Quint. 2. 19. 3. 14. Spanheim, E., Dissertationes de praestantia et usu numismatum antiquorum (Amsterdam 1717) σελ. 296. 15. Richardson, J., Traité de la peinture et de la sculpture 3. 2 (Amsterdam 1728) σελ. 520-521. 16. Pfrommer, M., “Zur Venus Colonna”, MDAI(I) 35 (1985) σελ. 173-180. Mandel, U., “Zum Fransentuch des Typus Colonna”, MDAI(I) 39 (1989) σελ. 547-554. Reinsberg, C., “Zur Hydria des Typus Colonna”, MDAI(I) 39 (1989) σελ. 555-557. O von Steuben, H., „Belauschte oder unbelauschte Göttin? Zum Motiv der knidischen Aphrodite”, MDAI(I) 39 (1989) σελ.. 535-546, πιστεύει ότι ο υπο-τύπος Colonna πλησιάζει περισσότερο το πρωτότυπο έργο του Πραξιτέλη από ό,τι ο υπο-τύπος Belvedere. 17. Συνολικός κατάλογος όλων των αντιγράφων και παραλλαγών της Αφροδίτης της Κνίδου δεν έχει γίνει ποτέ. Για μερικούς καταλόγους, βλ. Michaelis, A., “The Cnidian Aphrodite of Praxiteles”, JHS 8 (1887) σελ. 324-354. Blinkenberg, C., Knidia (Kopenhagen 1933) και Closuit, L., L’Aphrodite de Cnide (Martigny 1978). 18. Della Seta, A., Il nudo nell’arte (Milan 1930) σελ. 307-349. 19. Αυτό το χαρακτηριστικό είχε ήδη επισημανθεί στις αρχαίες πηγές, βλ. Λουκ. Έρωτ. 11-17 και 54. 20. Για τη συνεργασία του Νικία με τον Πραξιτέλη, βλ. Plin. HN 35. 122 και κυρίως 133. 21. Για λεπτομέρειες που αφορούν στην πώληση του αγάλματος της Αφροδίτης της Κνίδου, βλ. Plin. HN 7. 127, 34. 69, 36. 20-22 και 26. Για την επιγραφή που δηλώνει ότι η Αφροδίτη Richelieu είναι έργο του Πραξιτέλη, βλ. επιγραφή αρ. 19 στο Corso, A., Prassitele. Fonti epigrafiche e letterarie 1 (Rome 1988) σελ. 31. Για την Aphrodite Richelieu, βλ. Todisco, L., Scultura greca del iv secolo (Milan 1993) σελ. 71 και 257, εικ. 109. 23. Για τη γυμνή θεά στην ανατολική Μεσόγειο κατά το α΄ μισό της πρώτης χιλιετίας π.Χ., βλ. Boehm, S., Die nackte Goettin (Mainz am Rhein 1990) και Corso, A., “A Goddess of Cycladic Marble from Etruria”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 559-566. 24. H ταύτιση της λατρείας της Αφροδίτης Εύπλοιας με αυτή της Κνιδίας Αφροδίτης στην Κνίδο πιστοποιείται από τον Παυσ. 1. 1. 3. 25. Ο Νικομήδης Α΄, βασιλιάς της Βιθυνίας, δεν θα μπορούσε να ζητήσει από τους Κνιδίους να αγοράσει το άγαλμα, αν αυτό ήταν λατρευτικό. Επιπλέον γνωρίζουμε από νομίσματα ότι μια Αφροδίτη ήταν το κύριο λατρευτικό άγαλμα της Κνίδου ακόμα και πριν την κλασική περίοδο, ήδη από το 530 π.Χ. περίπου. Βλ. Cahn, H. A., Knidos (Berlin 1970) σελ. 19-174. 26. Plin. HN 7. 127, 34. 69, 36. 20-22 και 26 και Λουκ. Έρωτ. 11-17 και 54. 27. Love, I. C., “A preliminary Report of the Excavations at Knidos”, AJA 76 (1972) σελ.. 61-76 και 393-405 και Love, I. C., “A preliminary Report of the Excavations at Knidos”, AJA 77 (1973) σελ. 413-424. Αυτή η ταύτιση έχει απορριφθεί από τον Bankel, H., “Knidos. Der Hellenistische Rundtempel und sein Altar. Vorbericht”, AA (1997) σελ. 51-71, που αναφέρει την πιθανότητα ενός ναού αφιερωμένου στην Αθηνά. 28. Bluemel, W., Die Inschriften von Knidos (Bonn 1992) επιγραφή αρ. 161. 29. Bluemel, W., Die Inschriften von Knidos (Bonn 1992) επιγραφή αρ. 178. Αυτή η ερμηνεία, που έχει υποστηριχθεί από τον Love, I. C., “A preliminary Report of the Excavations at Knidos”, AJA 76 (1972) σελ. 61-76 και 393-405 και AJA 77 (1973) σελ. 413-424, όπως και από τον Corso, A., “Praxiteles and the Parian Marble”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 227-236, έχει αμφισβητηθεί από τον Bluemel, W., Die Inschriften von Knidos (Bonn 1992). Ωστόσο, το τρίτο γράμμα της λέξης ΓΥΜ… στη δεύτερη σειρά της επιγραφής είναι Μ και όχι Ν (όπως υποστηρίζει ο Bluemel), επειδή η πλάγια γραμμή του είναι χαραγμένη πολύ μπροστά. Η ανάγνωση από τον Bluemel της λέξης ΑΘΑΝΑΙ στην τελευταία γραμμή, από την οποία μόνο η συλλαβή ΘΑ διασώζεται, είναι αυθαίρετη, καθώς η συλλαβή ΘΑ απαντά σε πολλές δωρικές λέξεις. 30. Corso, A., “Praxiteles and the Parian Marble”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 230. 31. Corso, A., “Praxiteles and the Parian Marble”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 229-230, εικ. 6. 32. Love, I. C., “A preliminary Report of the Excavations at Knidos”, AJA 76 (1972) σελ. 61-76 και 393-405 και AJA 77 (1973) σελ. 413-424 και Corso, A., “Praxiteles and the Parian Marble”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 227-236. Ο Bankel, H., “Knidos. Der Hellenistische Rundtempel und sein Altar. Vorbericht”, AA (1997) σελ. 51-71, πιστεύει ότι ο ναός οικοδομήθηκε στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. 33. Ortolani, G., Il padiglione di Afrodite Cnidia a Villa Adriana (Rome 1998). 34. Πλάτ. στο Anthologia Graeca 16. 160 και 161. Για βιβλιογραφία σχετική με αυτά τα δυο επιγράμματα, βλ. Corso, A, “Love as Suffering”, BICS 42 (1997-1998) σελ. 63-91 και Corso, A, “Small Nuggets about late-classical Sculpture”, Numismatica e Antichita’ Classiche. Quaderni Ticinesi 29 (2000) σελ. 150-151. Ο Havelock, C. M., βιβλιοκρισία στο I. Jenkins - G. B. Waywell (επιμ.), Sculptors and Sculpture of Caria and the Dodecannese (London 1997), AJA 103 (1999) σελ. 154, δεν πιστεύει ότι υπήρξε επίδραση του Πλάτωνα στον Πραξιτέλη. 35. Corso, A., “Praxiteles and the Parian Marble”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000), σελ. 235, σημ. 22. 36. Τζέτζ. Χιλ. 8. Ιστορία 195. 368-380 και Corso, A., “Praxiteles and the Parian Marble”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 229. 37. Bluemel, W., Die Inschriften von Knidos (Bonn 1992) επιγραφή αρ. 162. Αυτή η ερμηνεία έχει απορριφθεί από τον Bluemel, W., Die Inschriften von Knidos (Bonn 1992). 38. Andreae, B., “Kephisodotos (ii)”, στο R. Vollkommer (επιμ.), Künstlerlexikon der Antike 1 (München 2001) σελ. 410-411. 39. Αυτό το ανέκδοτο αναφέρεται ήδη από τον Ποσείδιππο (πιθανόν τον ποιητή επιγραμμάτων των αρχών του 3ου αι. π.Χ,), ο οποίος άλλωστε αναφέρεται ως πηγή του ανεκδότου στον Κλήμ. Αλ. Προτρ. 4. 47 και 51 και στον Arnobius, Adversus gentes 6. 13 και 22. Βλ. επίσης Βαλέριος Μάξιμος 8. 11. απόσπ. 4. Plin. HN 7. 127, 34. 69, 36. 20-22 και 26 και Λουκ. Έρωτ. 11-17 και 54. Λουκ. Εικ. 4 και 6. Βλ. Robert, R., “Ars regenda amore”, MEFRA 104 (1992) σελ. 373-437. 40. Andreae, B., “Doidalsas”, στο R. Vollkommer (επιμ.), Künstlerlexikon der Antike 1 (München 2001) σελ. 189-190. 41. Bluemel, W., Die Inschriften von Knidos (Bonn 1992) επιγραφή αρ. 178. Αυτή η ερμηνεία, που έχει υποστηριχθεί από τον Love, I. C., “A preliminary Report of the Excavations at Knidos”, AJA 76 (1972) σελ. 61-76 και 393-405 και AJA 77 (1973) σελ. 413-424, όπως και από τον Corso, A., “Praxiteles and the Parian Marble”, στο D. Schilardi - D. Katsonopoulou (επιμ.), Paria lithos (Athens 2000) σελ. 227-236, έχει αμφισβητηθεί από τον Bluemel, W., Die Inschriften von Knidos (Bonn 1992). 42. Φιλόστρ. Απόλλ. 6. 19 και 40. Βλ. Επίσης Corso, A., “Attitudes to the visual Arts of classical Greece in late Antiquity”, Eulimene 2 (2001) σελ. 13-51 43. Κεδρ. Compendium historiarum 322 b-c και 351 c και Corso, A., “Il collezionismo di scultura nell’antichita’”, στο G. Fusconi (επιμ.), I Giustiniani e l’antico (Rome 2001) σελ. 101-129. 44. Κεδρ. Compendium historiarum 322 b-c και 351 c και Ζωναρ. Επίτ. Ιστ. 14. 24. 2. 52 d. 45.
Τζέτζ. Χιλ. 8. Ιστορία 195. 368-380 και Codex Vaticanus Graecus 989 φύλ. 110.
|