1. Εισαγωγή Οι λεπτομέρειες και οι ιδιαιτερότητες των ταφικών εθίμων κάθε περιοχής αποτελούν τα πιο σημαντικά και σταθερά στοιχεία για την ανάλυση της ιστορίας των αρχαίων λαών και τη δημιουργία μιας εικόνας οργάνωσης της κοινωνίας, ενώ κατά πολλούς αποτελούν σταθερά εθνογραφικά χαρακτηριστικά. Πληροφορίες για τα ταφικά έθιμα προσφέρουν τα αρχαιολογικά ευρήματα από ταφικά σύνολα. Ωστόσο, τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν αντανακλούν το εύρος των ταφικών εθίμων στο σύνολό του. Συμπερασματικά, λοιπόν, η εικόνα που έχουμε για αυτά παραμένει περιορισμένη. Οι περιορισμοί αυτοί είναι ακόμη πιο δεσμευτικοί για τις ελληνικές αποικίες της Μαύρης θάλασσας, καθώς οι περισσότερες νεκροπόλεις είτε ανασκάφηκαν πλημμελώς παλιότερα είτε συλήθηκαν είτε παραμένουν αδημοσίευτες, εξολοκλήρου ή εν μέρει, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη δημιουργία ολοκληρωμένης εικόνας για τα ταφικά έθιμα της περιοχής. Επιπλέον παρουσιάζεται πολυμορφία όσον αφορά τις τελετές και τον τρόπο ταφής, η οποία δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν είναι αποτέλεσμα της επιρροής από γηγενείς πληθυσμούς ή από την εκάστοτε μητρόπολη είτε απλή απόρροια της εξέλιξης του τρόπου σκέψης και των περί θανάτου ιδεών. Το γεγονός αυτό καθιστά αδύνατη την ομαδοποίηση (γεωγραφική ή χρονολογική) των ταφικών εθίμων και σε πολλές περιπτώσεις δυσχεραίνει το διαχωρισμό των ελληνικών ταφών από αυτές των γηγενών πληθυσμών. 2. Νεκροπόλεις Οι νεκροπόλεις που έχουν δημοσιευτεί εκτενέστερα και από τις οποίες μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα με κάποια σιγουριά είναι ορισμένες από εκείνες των αποικιών στη δυτική (Απολλωνία Ποντική,1 Οδησσός,2 Ίστρια, Οργάμη, Τόμις, Κάλλατις)3 και στη βόρεια ακτή της Μαύρης θάλασσας και κυρίως στο βασίλειο του Βοσπόρου (Παντικάπαιον,4 Μπερεζάν, Ολβία).5 2.1. Οργάνωση Οι νεκροπόλεις του Εύξεινου Πόντου βρίσκονται εκτός των τειχών των πόλεων και είναι κυρίως δύο ειδών: οι επίπεδες νεκροπόλεις (με απλούς τάφους, χωρίς υπέργειες κατασκευές) και οι νεκροπόλεις τύμβων (οι οποίες δεν αποτελούνται ωστόσο αποκλειστικά από τύμβους). Αυτές με τις αποκλειστικά απλές ταφές βρίσκονταν κυρίως κοντά στα τείχη, ενώ αυτές με τις απλές ταφές και τους τύμβους ήταν πιο απομακρυσμένες. Τις περισσότερες φορές οι νεκροπόλεις, ανεξαρτήτως είδους, διατάσσονται κατά μήκος της ακτογραμμής ή σημαντικών οδικών αρτηριών, τη ροή των οποίων ακολουθούν οι τάφοι,6 είτε βρίσκονται πάνω σε ακρωτήρια. Σε αρκετές παρατηρείται οργάνωση του εσωτερικού χώρου με οδούς που τις διατρέχουν και με ταφικούς περιβόλους7 που διαιρούν το χώρο σε τομείς οι οποίοι συνήθως ερμηνεύονται ως οικογενειακοί. Οι νεκροπόλεις ενίοτε ορίζονται από τείχη ή από ρηχή τάφρο. Οι νεκροπόλεις τύμβων και οι μεμονωμένοι τύμβοι βρίσκονται συνήθως σε λοφώδεις εκτάσεις∙ οι περισσότεροι τύμβοι είναι κατασκευασμένοι σε πλαγιές φυσικών λόφων. Οι περισσότερες ανεσκαμμένες νεκροπόλεις των αποικιών του Εύξεινου Πόντου χρονολογούνται κυρίως στον 5ο αι. π.Χ. και κατά την Ελληνιστική εποχή. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για πρωιμότερους τάφους, ενώ λείπουν στοιχεία και για το 2ο αι. π.Χ. (την περίοδο πριν από την κατάκτηση των αποικιών από τους Ρωμαίους). 2.2. Είδη τάφων και κτερίσματα 2.2.1. Λακκοειδείς τάφοι Οι απλοί λακκοειδείς τάφοι, σκαμμένοι στο έδαφος ή λαξευμένοι στο φυσικό βράχο, είναι το συνηθέστερο είδος ταφής από την Αρχαϊκή εποχή.8 Οι τάφοι αυτοί εμπεριέχουν κυρίως απλούς ενταφιασμούς, έχουν συνήθως ορθογώνιο σχήμα (συχνά με στρογγυλεμένες γωνίες) και το μέγεθός τους εξαρτάται από το ύψος του νεκρού. Το ανάχωμα των τάφων σε μερικές περιπτώσεις ήταν εντός περιτειχίσματος από λαξευμένους λίθους χωρίς συνδετικό υλικό. Ο τάφος κάποιες φορές ήταν επενδεδυμένος με λίθινες ή πήλινες πλάκες ή ήταν απλώς καλυμμένος με ξύλινες σανίδες, πήλινες ή λίθινες πλάκες, με κεραμίδια (κεραμοσκεπείς τάφοι) ή με λιθοσωρό.9 Σπάνια οι τάφοι αυτοί χωρίζονται σε δύο μέρη με αντίστοιχο αριθμό ταφών ή με μία ταφή και ένα χώρο θυσιών ή πυράς. Γενικά δεν παρατηρείται καμία διαφοροποίηση ανάλογα με το φύλο ή την ηλικία του νεκρού όσον αφορά τη χρήση αυτού του είδους τάφων. Σε μερικούς τάφους αναφέρεται η ύπαρξη ξύλινης, σπανιότερα πήλινης, σαρκοφάγου (χαρακτηριστικό ιδιαίτερα για τη νεκρόπολη της Όλβιας), πίθου ή αμφορέα.10 Η χρήση ξύλινων σαρκοφάγων αυξάνεται κατά την Ελληνιστική εποχή. Οι σκελετοί είναι συνήθως σε ύπτια στάση, με προσανατολισμό Α-Δ, και τα κτερίσματα λιγοστά. Σε ελάχιστες περιπτώσεις σε τέτοιους τάφους βρέθηκαν πρωτογενείς ή δευτερογενείς καύσεις. Τα περισσότερα κτερίσματα βρίσκονται σε τάφους παιδιών, όπου ο κανόνας είναι ο εγχυτρισμός Όπλα, κάτοπτρα και στλεγγίδες συναντώνται σπάνια, ενώ πιο συχνά ευρήματα αποτελούν κοσμήματα και δαχτυλίδια. Τα κτερίσματα είναι κυρίως αγγεία∙ πρόκειται συνήθως για μυροδοχεία (όλων των τύπων λήκυθοι, αλάβαστρα κτλ.), ενώ τα ερυθρόμορφα αγγεία είναι σχετικά λίγα. Στο τέλος της Ελληνιστικής περιόδου εξαφανίζονται σχεδόν εξολοκλήρου οι καμαροσκεπείς και οι κιβωτιόσχημοι τάφοι (εκτός από την Απολλωνία Ποντική και τη Χερσόνησο). 2.2.2. Τύμβοι Τύμβοι καλύπτουν διάφορα είδη ταφικών κατασκευών∙ απλούς θαλαμοειδείς τάφους χωρίς επιπρόσθετες κατασκευές (τύπος που μοιάζει με τους λακκοειδείς που είναι επενδεδυμένοι με λίθινες πλάκες), αλλά και τάφους με πιο πολύπλοκη κατασκευή (θαλαμοειδείς τάφοι «μακεδονικού τύπου»)11 που η κάλυψή τους γίνεται πιο εξεζητημένη (τύμβος μεγαλύτερων διαστάσεων). Ο τύμβος μπορεί να είναι ένας απλός λοφίσκος από χώμα ή σωρός από λαξευμένους λίθους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις αποτελούνταν από επάλληλα στρώματα χώματος και λίθων. Μερικοί από τους τύμβους είχαν κυκλικά τείχη στη βάση τους.12 Και πάλι υπερτερούν οι ενταφιασμοί έναντι των καύσεων. Οι θολωτοί τάφοι «μακεδονικού τύπου» στις νεκροπόλεις των ελληνικών αποικιών της Μαύρης θάλασσας χρονολογούνται από τον ύστερο 4ο μέχρι το 2ο αι. π.Χ. Η καλύτερα τεκμηριωμένη ομάδα τέτοιων δαπανηρών ταφών σε τύμβους βρίσκεται στη νεκρόπολη του Παντικαπαίου. Αυτοί οι τύμβοι, και γενικά οι τύμβοι στο βασίλειο του Βοσπόρου, διακρίνονται από ένα συγκεκριμένο συνδυασμό χαρακτηριστικών. Αποτελούνται συνήθως από δαπανηρά διακοσμημένους ταφικούς θαλάμους χτισμένους με προσεκτικά λαξευμένους παραλληλεπίπεδους λίθους. Σε όλους απαντά ο συνδυασμός μιας ξύλινης σαρκοφάγου13 και μιας καλής ποιότητας αττικής ερυθρόμορφης πελίκης (σπανιότερα μελαμβαφούς) συνήθως μαζί με μια λεκανίδα. Μέσα στις σαρκοφάγους υπάρχουν μικρά μυροδοχεία. Η διακόσμηση αυτού του είδους τάφου είναι εντυπωσιακά ομοιογενής.14 Για τους τύμβους αυτής της περιοχής είναι τυπικός ο συνδυασμός του τύμβου με αρχιτεκτονικά διαμορφωμένο ταφικό θάλαμο και πλούσια κτερίσματα. 2.3. Σήμανση τάφου Το ταφικό σήμα μπορεί να συνίσταται σε μια κατασκευή από χώμα (λοφίσκος ή τύμβος), πλίνθους ή λίθο. Η πιο συνηθισμένη μορφή είναι οι επιτάφιες στήλες. Και οι δύο τύποι τάφων θα μπορούσαν να φέρουν απλές επιτάφιες στήλες με το όνομα του νεκρού, στήλες με ανθεμωτή επίστεψη, με ανάγλυφο ή ζωγραφικό διάκοσμο ή αδρά λαξευμένες ανθρωπόμορφες στήλες. Ο διάκοσμος της στήλης ήταν ανεξάρτητος από το είδος του τάφου στον οποίο τοποθετούνταν.15 3. Νεκρώσιμες τελετές και προσφορές Τα ταφικά έθιμα συνιστούν μια τελετουργική διαδικασία αποτελούμενη από αλληλουχία δράσεων, εκ των οποίων μόνο μερικές αφήνουν αρχαιολογικά εντοπιζόμενα ίχνη. Το γεγονός ότι το σώμα είτε ενταφιαζόταν είτε αποτεφρωνόταν δεν επηρέαζε καθ' οιονδήποτε τρόπο το τυπικό της ταφικής τελετής. Γενικά παρατηρείται μεγάλη συνάφεια με τις αντίστοιχες τελετές στην κυρίως Ελλάδα. 3.1. Προετοιμασία του σώματος για την ταφή Τα σώματα των νεκρών ήταν καλυμμένα και το πρόσωπο ενίοτε έφερε προσωπίδα ή χρυσά ελάσματα που κάλυπταν το στόμα. Το σώμα και τα ενδύματα ήταν διακοσμημένα με κοσμήματα∙ κυρίως δαχτυλίδια από πολύτιμα ή απλά μέταλλα που φέρουν διακόσμηση, βραχιόλια, χρυσά περιδέραια, αλυσίδες με χάντρες από γυαλί, πηλό, οστά, χρυσό αλλά και χάλκινα νομίσματα, μικρά αγαλματίδια, δόντια ζώων, όστρακα, αγνύθες κ.ά. (κυρίως σε ταφές γυναικών και παιδιών). Μερικές φορές στο κεφάλι του νεκρού, στο στήθος, στη λεκάνη ή δίπλα από το σώμα τοποθετείται στέφανος με φύλλα και καρπούς (εξολοκλήρου από χρυσό ή με χάλκινα φύλλα και πήλινους καρπούς)∙ στις αποτεφρώσεις ο στέφανος τοποθετούνταν πάνω στο τεφροδόχο αγγείο (πλούσιες ταφές). Συχνά στο στόμα του νεκρού τοποθετείται ένα νόμισμα ή και περισσότερα γύρω από το σώμα. Η ταφή λάμβανε χώρα πιθανόν μία μέρα μετά την πιστοποίηση του θανάτου.16 3.2. Η ταφή 3.2.1. Ενταφιασμός Ο ενταφιασμός είναι η πιο διαδεδομένη πρακτική σε όλες σχεδόν τις νεκροπόλεις του Ευξείνου Πόντου. Οι τάφοι με ενταφιασμούς, ανεξαρτήτως κατασκευής, χρησιμοποιούνται κατά κανόνα μόνο μία φορά. Το σώμα τοποθετείται σε ύπτια εκτεταμένη στάση (με πολύ λίγες εξαιρέσεις συνεσταλμένης στάσης). Ο προσανατολισμός των σωμάτων δεν ήταν σταθερός και υπαγορευόταν συνήθως από εξωτερικούς παράγοντες (κλίση λόφου, θέση δρόμου, εκμετάλλευση διαθέσιμης έκτασης κ.ά.). 3.2.2. Καύση Η αποτέφρωση του σώματος του νεκρού είναι η λιγότερο διαδεδομένη πρακτική. Οι περισσότερες καύσεις είναι δευτερογενείς. Συνήθως τα αποτεφρωμένα λείψανα τοποθετούνταν σε τεφροδόχο αγγείο ή καλύπτονταν από μεγάλα όστρακα αγγείων ή κεραμίδια. Τα τεφροδόχα αγγεία ήταν διάφορων τύπων και τοποθετούνταν στον τάφο, συνήθως απευθείας σε ένα λάκκο στο έδαφος και σπανιότερα σε λίθινα κιβώτια με σκέπασμα. 3.3. Κτερίσματα Τα κτερίσματα που βρίσκονται στους τάφους ήταν αντικείμενα που ανήκαν στο νεκρό, της καθημερινής ζωής και κάποια άλλα ειδικά κατασκευασμένα για τον τάφο ή για την τελετουργία. Καθιερωμένες προσφορές αποτελούν λήκυθοι (οι οποίες αντικαταστάθηκαν στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. από ατρακτοειδή μυροδοχεία), αλάβαστρα, αρύβαλλοι, αμφορίσκοι, λεκανίδες κ.ά. Επίσης συναντώνται και αγγεία πόσης, αποθήκευσης και έκχυσης. Πυξίδες και αντικείμενα καλλωπισμού βρίσκονται σε γυναικείες ταφές και στλεγγίδες στις ταφές ανδρών. Χαρακτηριστικό των παιδικών ταφών ωστόσο αποτελεί η συγκριτικά μεγάλη ποσότητα κτερισμάτων και ο μεγάλος αριθμός αστραγάλων. Κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. τα κτερίσματα είναι σε γενικές γραμμές λιγοστά και σχεδόν τυποποιημένα στις περισσότερες νεκροπόλεις∙ ωστόσο προς το τέλος του 4ου αι. π.Χ. αυξάνεται ο αριθμός τους και προστίθενται νέα αντικείμενα, όπως νομίσματα, πήλινα ειδώλια, εργαλεία, όπλα,17 κοσμήματα στα ενδύματα και στο σώμα κ.ά. Στους τάφους συνυπάρχουν εισηγμένα και τοπικής παραγωγής αντικείμενα. Οι προσφορές δεν είχαν προκαθορισμένη θέση. Τοποθετούνταν γύρω από το σώμα του νεκρού (στις ταφές χωρίς σαρκοφάγο) ή γύρω από τη σαρκοφάγο. Γενικά, τα αγγεία μεγάλου μεγέθους τοποθετούνταν κοντά στο κεφάλι ή στα κάτω άκρα και τα μικρότερα κοντά στους βραχίονες και το κεφάλι. 3.4. Τελετουργικά έθιμα και νεκρικές προσφορές Τα τελετουργικά έθιμα μετά την ταφή λάμβαναν χώρα ακριβώς πάνω ή δίπλα στον τάφο, πάνω στην ταφική στήλη, ή σε λίθινα θρανία ή βωμούς ειδικά κατασκευασμένους για αυτόν το σκοπό. Στις αρχαίες πηγές αναφέρονται τα «τρίτα», τα «ένατα» και τα «τριακοστά», τελετουργίες που τελούνταν αντίστοιχα την τρίτη, ένατη και τριακοστή μέρα, πιθανόν από τη μέρα του θανάτου.18 Κατά τη διάρκεια αυτών των τελετών γίνονταν χοές (σπονδές οίνου, ελαίων και αρωμάτων), εναγίσματα (προσφορές στο νεκρό σε γάλα, μέλι, νερό, κρασί κ.ά.) και προσφέρονταν καρποί και τροφή. Ενδεικτικά αγγεία της τέλεσης αυτών των εθίμων, που βρίσκονται σε αποθέτες, είναι μεταξύ άλλων οινοχόες, υδρίες και αμφορείςς· τα αγγεία αυτά είχαν συνήθως βάσεις σπασμένες ή τρυπημένες εκ των προτέρων (τοποθετημένα κάθετα πάνω από τον τάφο χρησιμοποιούνταν ως αγωγοί για την προώθηση των υγρών στο έδαφος), ενώ τα στόμιά τους ήταν βαμμένα κόκκινα. Οι τελετουργικές πυρές είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό των τελετουργικών εθίμων. Η παράδοση της καύσης προσφορών κοντά ή πάνω στον τάφο εμφανίζεται κυρίως κατά τον 4ο αι. π.Χ. Η τελετουργική πυρά τελούνταν είτε ανάμεσα στους τάφους ή εκτός των ταφικών περιβόλων απευθείας πάνω στο έδαφος είτε σε τελετουργικούς λάκκους. Συνήθως η κάθε πυρά χρησιμοποιούνταν μία φορά. Τα στρώματα καύσης εμπεριέχουν διάφορα είδη αγγείων, σπασμένα ή ακέραια (συνήθως ιχθυοπινάκια), οστά ζώων,19 πήλινες σχάρες ψαριών, νομίσματα, τμήματα νεκρικών στεφάνων, πήλινα ειδώλια, εργαλεία, αστραγάλους, στλεγγίδες, περόνες, καρπούς και δημητριακά. Μετά το τέλος της τελετουργίας η πυρά και τα υπολείμματα των προσφορών καλύπτονταν από λίθους. Οι πυρές μεγαλύτερων διαστάσεων που μαρτυρούν επανειλημμένη χρήση συνδέονται μάλλον με τελετουργίες που αφορούσαν το σύνολο της οικογένειας ή της κοινότητας σε τελετές για τη μνήμη των νεκρών. Ελάχιστες είναι και οι περιπτώσεις εύρεσης αύλακας προσφορών κατά τα αρχαϊκά πρότυπα (οι οποίες και φέρουν ίχνη απόθεσης για πολλούς αιώνες). Συνήθως συνδέονται με τη λατρεία κάποιου νεκρού ως ήρωα.20 4. Τα ταφικά έθιμα ως μέσο προσδιορισμού της καταγωγής των νεκρών Παρατηρείται ότι τα ταφικά έθιμα στις ελληνικές νεκροπόλεις του Εύξεινου Πόντου ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με αυτά της κυρίως Ελλάδας, των πόλεων της Μικράς Ασίας αλλά και των γηγενών πληθυσμών της περιοχής. Γενικά, στη Μεσόγειο, τη Θράκη και τη Σκυθία σε διαφορετικές περιόδους επικρατούσαν όμοιες εσχατολογικές ιδέες και ως εκ τούτου παρουσιάζονται κοινές ταφικές κατασκευές και έθιμα, με τοπικές διαφοροποιήσεις.21 Για μεγάλο διάστημα θεωρούνταν ότι μέσω των ταφικών εθίμων ήταν δυνατή η άντληση πληροφοριών για την εθνική ταυτότητα του πληθυσμού. Ωστόσο η έλλειψη σαφούς διαφοροποίησης στην εξωτερική εμφάνιση των νεκροπόλεων, στην κατασκευή των τάφων αλλά και στα ταφικά έθιμα δηλώνει μορφές συνύπαρξης των γηγενών με τους ελληνικούς πληθυσμούς (τουλάχιστον κατά τον 4ο και 3ο αι. π.Χ.) που καθιστούν δύσκολο το διαχωρισμό τους.22 Η μόνη διαφοροποίηση που είναι φανερή μέσω των αρχαιολογικών ευρημάτων είναι στα κτερίσματα (κοσμήματα, όπλα ή στην ενδυμασία και κυρίως στην παρουσία αττικών ερυθρόμορφων αγγείων), αλλά και πάλι μόνο όσον αφορά την κοινωνική τάξη των νεκρών.23
1. Panayotova, K. – Nedev, D., “Apollonia Pontica (end of the 7th-1st c. BC): The necropoleis of Apollonia Pontica”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (eds), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 1.1 (Publications of the Archaeological Insitute of Northern Greece, Nr. 4 (I & II), Θεσσαλονίκη 2003), σελ. 123-140, και Panayotova, K., “Burial and post-burial rites in the necropoleis of the Greek colonies on the Bulgarian Black Sea Littoral”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2.1 (BAR International Series 1675 (I & II), 2007), σελ. 85-126. 2. Minchev, A., “Odessos”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (eds), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 1.1 (Publications of the Archaeological Insitute of Northern Greece, Nr. 4 (I & II), Θεσσαλονίκη 2003), σελ. 209-278. 3. Lungu, V., “Necropoles Grecques du Pont Gauche: Istros, Orgamé, Tomis, Callatis”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (eds), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2.1 (BAR International Series 1675 (I & II), 2007), σελ. 337-382. 4. Tolstikov, V., “Panticapaeum”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (eds), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 1.2 (Publications of the Archaeological Insitute of Northern Greece, Nr. 4 (I & II), Θεσσαλονίκη 2003), σελ. 707-757. 5. Kryzhytskyy, S. – Krapivina, V. – Lejpunskaja, N. – Nazarov, V., “Olbia – Berezan”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 1.1 (Publications of the Archaeological Insitute of Northern Greece, Nr. 4 (I & II), Θεσσαλονίκη 2003), σελ. 389-505. 6. Πολλές φορές μάλιστα οι ταφές είναι τόσο εκτεταμένες κατά μήκος των οδών που δεν είναι πάντα σίγουρο σε ποια από τις πόλεις που συνδέει η οδός ανήκουν οι τάφοι (π.χ. νεκροπόλεις μεταξύ της Οδησσού και της Διονυσόπολης, του Παντικαπαίου και του Μυρμικίου, η νεκρόπολη τύμβων στην περιοχή Juz Oba ανάμεσα στο Παντικάπαιον και την Τυριτάκη κ.ά.). 7. Ταφικός περίβολος: λίθινοι τοίχοι ή περιφράξεις από τετράγωνους λαξευμένους λίθους. Αυτές οι κατασκευές περιτρέχουν τα αναχώματα ενός ή περισσότερων τάφων. 8. Ήταν σχεδόν αποκλειστικός τρόπος ταφής κατά την Αρχαϊκή και Κλασική περίοδο και εξακολούθησε να χρησιμοποιείται και κατά την Ελληνιστική. 9. Οι επενδεδυμένοι λακκοειδείς τάφοι (σχεδόν κιβωτιόσχημοι) είναι συνήθεις στη βόρεια ακτή της Μαύρης θάλασσας. 10. Οι εγχυτρισμοί (ταφές σε αγγεία) παιδιών, νέων και ενηλίκων που δεν έχουν φτάσει στο ύψος ενηλίκου συναντώνται κυρίως στην περίοδο από τις αρχές του 5ου έως το τέλος του 3ου αι. π.Χ. 11. Θαλαμοειδείς τάφοι «μακεδονικού τύπου» (με δρόμο, θύρα, περίτεχνες αρχιτεκτονικές προσόψεις και συνήθως καμαροσκεπή, σχετικά μεγάλων διαστάσεων, ταφικό θάλαμο). 12. Panayotova, K., “Burial and post-burial rites in the necropoleis of the Greek colonies on the Bulgarian Black Sea Littoral”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2.1 (BAR International Series 1675 (I & II), 2007), σελ. 85-126. 13. Για τις ξύλινες σαρκοφάγους στους τύμβους βλ. Panayotova, K., “Burial and post-burial rites in the necropoleis of the Greek colonies on the Bulgarian Black Sea Littoral”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2.1 (BAR International Series 1675 (I & II), 2007), σελ. 85-126, σελ. 97-98, και Boardman, J. – Kurtz, D., Έθιμα ταφής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, Βιζυηνού, Ο. – Ξένος, Θ. (μτφρ.) (Αθήνα 1994), σελ. 256. 14. Fless, F., “Akzeptanz und Integration attischer Keramik des 4. Jhs. v. Chr. in die materielle Kultur griechischer Poleis und außergriechischer Gesellschaften – Pantikapaion als Fallbeispiel”, στο Schmaltz, B. – Söldner, M. (επιμ.), Griechische Keramik im kulturellen Kontext. Akten des Internationalen Vasen-Symposions in Kiel vom 24. bis 28. 9. 2001 in Kiel (Kiel 2003), σελ. 241-243, ιδ. σελ. 242. 15. Fless, F., Rotfigurige Keramik als Handelsware. Erwerb und Gebrauch attischer Vasen im mediterranen und pontischen Raum während des 4. Jhs. v.Chr. (Internationale Archäologie 71, Rahden 2002), σελ. 81-83, ιδ. σελ. 82. Στο βασίλειο του Βοσπόρου έχει βρεθεί μεγάλος αριθμός τέτοιων στηλών αλλά οι περισσότερες είχαν επαναχρησιμοποιηθεί στην Αρχαιότητα και δεν είναι δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με την ακριβή θέση τους. 16. Panayotova, K., “Burial and post-burial rites in the necropoleis of the Greek colonies on the Bulgarian Black Sea Littoral”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2.1 (BAR International Series 1675 (I & II), 2007), σελ. 85-126, ιδ. σελ. 93. 17. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στις νεκροπόλεις της δυτικής ακτής του Εύξεινου Πόντου απουσιάζουν σχεδόν παντελώς. 18. Alexiou, Μ., Ο τελετουργικός θρήνος στην ελληνική παράδοση, Γιατρομανωλάκης, Γ. – Ροϊλός, Π. (μτφρ.) (Αθήνα 2002), σελ. 36-37, υποσ. 38 (με αναφορές στις πηγές και σχόλια), και Panayotova, K., “Burial and post-burial rites in the necropoleis of the Greek colonies on the Bulgarian Black Sea Littoral”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2.1 (BAR International Series 1675 (I & II), 2007), σελ. 109. Το γεγονός ότι στο γέμισμα του τάφου έχουν βρεθεί πολυάριθμα θραύσματα αγγείων αποδεικνύει ότι οι πρώτες τελετές γίνονταν κατά πάσα πιθανότητα την ημέρα της ταφής. 19. Τα οστά οικόσιτων ζώων θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως φαγητό κατά τη διάρκεια της τελετής ή ως προσφορές σε χθόνιες θεότητες. Η παρουσία ωστόσο οστών αλόγων, συνήθως σε τύμβους με πλούσιες ταφές, συνδέεται τις περισσότερες φορές με τα ταφικά έθιμα των Θρακών και των Σκυθών. 20. Παράδειγμα στη νεκρόπολη της Οργάμης: Lungu, V., “Necropoles Grecques du Pont Gauche: Istros, Orgamé, Tomis, Callatis”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2.1 (BAR International Series 1675 (I & II), 2007), σελ. 337-382, ιδ. σελ. 346-348. 21. Panayotova, K., “Burial and post-burial rites in the necropoleis of the Greek colonies on the Bulgarian Black Sea Littoral”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2.1 (BAR International Series 1675 (I & II), 2007), σελ. 85-126, ιδ. σελ. 97. 22. Fless, F., Rotfigurige Keramik als Handelsware. Erwerb und Gebrauch attischer Vasen im mediterranen und pontischen Raum während des 4. Jhs. v.Chr. (Internationale Archäologie 71, Rahden 2002), σελ. 81-83· Panayotova, K., “Burial and post-burial rites in the necropoleis of the Greek colonies on the Bulgarian Black Sea Littoral”, στο Grammenos, D.V. – Petropoulos, E.K. (επιμ.), Ancient Greek Colonies in the Black Sea 2.1 (BAR International Series 1675 (I & II), 2007), σελ. 85-126, ιδ. σελ. 101. 23. Fless, F., The necropolis of Pantikapaion (Kerc, Crimea), προφορική ανακοίνωση στο Πανεπιστήμιο του Aarhus, 15 Μαΐου 2002.
|