Ιφιγένεια και Ταύροι

1. Οι Ταύροι

Οι Ταύροι (λατ. Tauri) ήταν οι κάτοικοι του νότιου τμήματος της χερσονήσου της Κριμαίας, στους οποίους η Κριμαία οφείλει το όνομά της (χερσόνησος Ταυρική). Ζούσαν κυρίως στα Κριμαϊκά όρη και στους πρόποδές τους. Ο αρχαιολογικά μαρτυρούμενος πολιτισμός του Kizil-kobinskaya (9ος-3ος αι. π.Χ.) έχει αποδοθεί στους Ταύρους και αντιπροσωπεύεται τόσο από οικισμούς όσο και από νεκροταφεία (κυρίως ομαδικές ταφές σε λίθινες σαρκοφάγους).1 Η απαρχή αυτού του πολιτισμού παραμένει ασαφής: σχετίζεται με την ανάπτυξη του τοπικού πολιτισμού Srubna της εποχής του Χαλκού ή με επιρροές από τον καυκάσιο πολιτισμό Kobanskaya. Οι γλωσσικές καταβολές των Ταύρων μάς είναι άγνωστες. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά στοιχεία, ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από το 2ο αι. π.Χ. αποτελούν μέρος του ύστερου κριμαϊκού βασιλείου των Σκυθών, με πρωτεύουσα τη σκυθική Νεάπολη, και προβαίνουν σε επιγαμίες με τους Σκύθες της Κριμαίας που είχαν εγκαταλείψει τη νομαδική ζωή. Στις κλασικές πηγές αυτές οι επιγαμίες αντανακλώνται στη χρήση του όρου «Ταυροσκύθαι», ο οποίος απαντά πρώτη φορά στον Πλίνιο (ΦΙ 4.85).

2. Έλληνες και Ταύροι

Οι απευθείας επαφές ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ταύρους άρχισαν τον πρώιμο 6ο αι. π.Χ., μετά την ίδρυση ελληνικών αποικιών στο Βόσπορο. Αυτές οι επαφές εντατικοποιήθηκαν όμως από τα τέλη του ίδιου αιώνα με την ίδρυση της αποικίας της Ταυρικής χερσονήσου στην περιοχή που κατοικούσαν οι Ταύροι. Στη λογοτεχνία της Κλασικής περιόδου οι Ταύροι παρουσιάζονται ως ιδιαίτερα άγριος και βίαιος λαός, ο οποίος δε διατηρούσε επαφές με τους Έλληνες, αλλά ασχολούνταν κυρίως με την πειρατεία, τις επιδρομές και τις ανθρωποθυσίες ξένων στη θεά Παρθένο (Ηρ. 4.103· Στράβ. 7.4.47· Amm. Marc. 22.8.34 κ.ά.). Αυτή η εικόνα είναι πιθανότατα αρκετά υπερβολική. Σε κάθε περίπτωση η επιγραφή μιας επιτύμβιας πλάκας από το Παντικάπαιο, η οποία είχε τοποθετηθεί στον τάφο ενός Ταύρου που έφερε το ελληνικό όνομα Τύχων (CIRB 114), παραπέμπει στην παρουσία εξελληνισμένων Ταύρων σε ελληνικές πόλεις ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. Η πιθανή υιοθέτηση της λατρείας της Ταύριας Παρθένου από τους Έλληνες αποικιστές αποτελεί μία ακόμα ένδειξη πολιτισμικών επαφών. Στην Ταυρική Χερσόνησο η Παρθένος εξελίχθηκε στην κυριότερη κρατική θεότητα, αλλά η λατρεία της έχει καταγραφεί και στο Βόσπορο.2 Ο θρύλος της θαυματουργής μεταφοράς της Ιφιγένειας στην περιοχή των Ταύρων εμφανίστηκε μεταξύ των Ελλήνων της περιοχής της Μαύρης θάλασσας, οι οποίοι είχαν επαφές με το λαό αυτό.3

3. Ο μύθος της Ιφιγένειας

Η Ιφιγένεια ήταν πιθανότατα θεά της γονιμότητας και του θανάτου, αλλά γραπτές μαρτυρίες τής αποδίδουν μια λατρεία ηρωίδας.4 Στις αρχαίες πηγές έχουμε αναφορές σε αυτή από τον 6ο αι π.Χ.· τα κείμενα εκείνης της περιόδου αναφέρονται στη θυσία και τη θαυματουργή σωτηρία της και την κατοπινή μεταμόρφωσή της στη θεά Αρτέμιδα Ενοδία, πράγμα το οποίο για τους αρχαίους συγγραφείς ερμηνευόταν ως ένδειξη ότι έγινε η Εκάτη (Ησίοδ., απ. 23a-b·5 Στησίχ., απ. 215, βλ. Διόδ. Σ. 4.45), δεν υπάρχει ωστόσο καμία αναφορά για μεταφορά της σε κάποιο μακρινό τόπο. Στο επικό ποίημα Κύπρια μεταφέρεται στην Ταυρίδα και γίνεται αθάνατη από την Άρτεμη, αλλά καθώς οι γνώσεις μας σχετικά με τον επικό κύκλο δεν είναι στέρεες, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρονολόγηση αυτής της παράδοσης. Μια τοπική εκδοχή του μύθου της Ιφιγένειας στον Πόντο βασιζόταν στη διαδεδομένη παράδοση του 6ου αι. π.Χ. που αφορούσε τη μεταμόρφωσή της σε θεά. Επηρεασμένοι από τη λαϊκή ετυμολογία οι Έλληνες αποικιστές ταύτισαν αυτή τη θεότητα με την τοπική παρθένα θεά των Ταύρων: το επίθετο της ιωνικής θεότητας Άρτεμις Ταυροπόλος ταυτίστηκε με την Ιφιγένεια και συνδέθηκε με το όνομα των Ταύρων. Σημαντικότερη ήταν η λατρεία της Αρτέμιδος Ταυροπόλου και η συσχέτισή της με ανθρωποθυσίες, μολονότι αυτές δεν πραγματοποιούνταν πλέον από τους Έλληνες κατά τους ιστορικούς χρόνους.6 Οι Έλληνες του Πόντου, στο πνεύμα του interpretatio graeca, ταύτισαν την Αρτέμιδα Ταυροπόλο/Ιφιγένεια με μια θεότητα των Ταύρων –επίσης παρθένα– η λατρεία της οποία συμπεριλάμβανε ανθρωποθυσίες (τα αρχαιολογικά δεδομένα φανερώνουν ενδείξεις αυτής της πρακτικής στην περιοχή της Κριμαίας).7

4. Η Ιφιγένεια στην αρχαία ελληνική γραμματεία

Περί τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ο Ηρόδοτος, ο οποίος χρησιμοποιούσε εκτενώς υλικό από την περιοχή της Μαύρης θάλασσας, πληροφορήθηκε τον ποντικό μύθο. Χάρη σε αυτόν τον ιστορικό ο μύθος διαδόθηκε πέρα από τα όρια του Εύξεινου Πόντου και πέρασε στη θεματολογία της ελληνικής λογοτεχνίας. Περιγράφοντας τους Ταύρους (4.103) ο Ηρόδοτος εστιάζει σε μια περιγραφή ανθρωποθυσίας στην Παρθένο και ταυτίζει αυτή τη θεά με την Ιφιγένεια.

Το επόμενο στάδιο στην εξέλιξη του μύθου της Ιφιγένειας το αντιπροσωπεύει η τραγωδία του Ευριπίδη Ιφιγένεια εν Ταύροις. Ο Ευριπίδης στηρίζεται στην περιγραφή του Ηροδότου, αλλά εισαγάγει σημαντικές αλλαγές στην παράδοση. Στην ευριπίδεια εκδοχή η Ιφιγένεια δεν είναι θεά αλλά μια θνητή γυναίκα, η οποία γίνεται ιέρεια της Αρτέμιδος, πρώτα στην Ταυρίδα και κατόπιν στη Βραυρώνα. Στην Ταυρίδα αναγκάζεται να τελεί ανθρωποθυσίες· ένα από τα υποψήφια θύματά της είναι ο αδερφός της Ορέστης. Αφού τον αναγνωρίσει δραπετεύει μαζί του παίρνοντας το άγαλμα της Αρτέμιδος και ακολουθώντας τις οδηγίες της Αθηνάς το φέρνει στην Αττική.

Εκτός από τον Ηρόδοτο, ο Ευριπίδης χρησιμοποίησε ως πηγή του μια τοπική αττική εκδοχή της μυθικής παράδοσης που αφορά την Ιφιγένεια, η οποία συνδέει τις δύο λατρείες της Αρτέμιδος στην Αττική, εκείνη της Ταυροπόλου στις Αλαίς και της Βραυρωνίας στη Βραυρώνα.8 Σύμφωνα με τον αττικό μύθο –αντίθετα με την εκδοχή που ήταν γνωστή σε όλη την Ελλάδα– η θνητή Ιφιγένεια είχε πεθάνει στην Αττική, όπου λατρευόταν ως ηρωίδα (το ηρώο της βρισκόταν στη Βραυρώνα). Η θυσία της δεν είχε συμβεί στην Αυλίδα, αλλά στη Βραυρώνα και δε σχετιζόταν με τον τρωικό κύκλο. Σκοπός της ήταν να σωθεί η Αττική από το μένος της Αρτέμιδος, όταν μια υπόσχεση προς αυτή δεν τηρήθηκε. Η Ιφιγένεια θεωρούνταν κόρη του τοπικού ήρωα Θησέα και της Ελένης. Σώθηκε από την Αρτέμιδα και έγινε πρωθιέρειά της στη Βραυρώνα.

5. Παραλλαγές του μύθου

Την εποχή του Πεισιστράτου ο μύθος υπέστη ορισμένες σημαντικές τροποποιήσεις. Σε συμφωνία με τις γενικότερες τάσεις που επικρατούσαν τότε και προκειμένου να ενισχυθεί το κύρος του ιερού στη Βραυρώνα, ο μύθος τοποθετήθηκε σε ένα κοινό ελληνικό πλαίσιο, συγκεκριμένα σε αυτό του τρωικού κύκλου, και ως αποτέλεσμα η Ιφιγένεια έλαβε μια νέα γενεαλογία: έγινε πλέον κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας και η θυσία της μεταφέρθηκε στην Αυλίδα. Ωστόσο, η σύνδεση ανάμεσα στην Ιφιγένεια και τη Βραυρώνα επιβίωσε και, όπως παλαιότερα, θεωρούνταν μία θνητή ηρωίδα η οποία είχε θεμελιώσει τη λατρεία εκεί. Αυτή την εποχή περίπου ο αθηναϊκός προπαγανδιστικός μύθος πήρε μορφή. Ήδη ο Ηρόδοτος καταγράφει (4.145, 6.138) την απαγωγή κοριτσιών της Αθήνας από βαρβάρους που κατοικούν στη Λήμνο (Πελασγοί ή Τυρρηνοί). Ο μύθος αυτός παρείχε το ιδεολογικό πλαίσιο για την κατάληψη του νησιού από το Μιλτιάδη τον Πρεσβύτερο. Σύμφωνα με αυτό το θρύλο, οι κάτοικοι της Λήμνου είχαν αρπάξει Αθηναίες παρθένες και ένα λατρευτικό άγαλμα, ενώ αυτές πραγματοποιούσαν τελετές στο ναό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, απάγοντας πιθανότατα ταυτόχρονα την ιέρειά της, την Ιφιγένεια. Φαίνεται πως η αρπαγή των Αθηναίων παρθένων αποδόθηκε στο μύθο του Θόαντος, του γνωστότερου ήρωα της Λήμνου. Επιπλέον, σε αυτό το θρύλο διαδραμάτιζε κάποιο ρόλο και μια θεά της Λήμνου, στην οποία επίσης προσφέρονταν ανθρωποθυσίες.

6. Αποτίμηση του έργου «Ιφιγένεια εν Ταύροις»

Κατά συνέπεια, η εκδοχή του μύθου της Ιφιγένειας που παρουσιάζεται στην τραγωδία του Ευριπίδη είναι αποτέλεσμα δημιουργικής ανασύνθεσης του ποιητή. Αυτός συνδύασε την παράδοση που αφορούσε το ναό της Βραυρώνας (παράδοση η οποία είχε ήδη αλλάξει υπό την επήρεια των κοινών ελληνικών μύθων και της πολιτικής προπαγάνδας της περιόδου του Πεισιστράτου) και τις πληροφορίες σχετικά με την αιματηρή λατρεία της Ιφιγένειας στη μακρινή Ταυρίδα που άντλησε από τα γραπτά του Ηροδότου. Η κυριότερη αλλαγή σε σχέση με την παραδοσιακή εκδοχή του μύθου αφορούσε την παράλειψη του επεισοδίου στη Λήμνο, το οποίο από καιρό είχε χάσει την πολιτική επικαιρότητά του, και τη μετάθεση της δράσης από το οικείο νησί της Λήμνου στον εξωτικό χώρο της Ταυρίδας. Η παραδοσιακή μορφή του Θόαντος από τη Λήμνο αντικαταστάθηκε από τον αντίστοιχο Θόαντα, το βασιλιά των Ταύρων· ο Ευριπίδης διατήρησε το αρχικό όνομά του. Η Ιφιγένεια του Ευριπίδη, σύμφωνα με την παραδοσιακή εκδοχή, ήταν κόρη του Αγαμέμνονα, που είχε θυσιαστεί στην Αυλίδα και σώθηκε από την Αρτέμιδα, η οποία την αντικατέστησε στο βωμό με ένα ζώο. Ο Ευριπίδης, ωστόσο, πρόσθεσε το επεισόδιο όπου η Ιφιγένεια μεταφέρεται στην Ταυρίδα. Παρά τις προσπάθειες του ποιητή να εναρμονίσει στοιχεία διαφορετικής προέλευσης, ορισμένες λεπτομέρειες που παραμένουν στο Ιφιγένεια εν Ταύροις δεν εξηγούνται στο πλαίσιο της τραγωδίας, αλλά έχουν θέση στην παραδοσιακή λημνιακή εκδοχή του μύθου.9

Η Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη γνώρισε μεγάλη επιτυχία την εποχή του, παρέμεινε δε δημοφιλής τραγωδία στις κατοπινές περιόδους (βλ., για παράδειγμα, τις συνεχείς αναφορές του Αριστοτέλη στο έργο αυτό στην Ποιητική του).10 Δε χρειάζεται επίσης να αναφέρουμε ότι όλοι οι συγγραφείς που έγραψαν για την ηρωίδα αυτή έκτοτε έχουν επηρεαστεί από τη συγκεκριμένη τραγωδία. Η εκδοχή του μύθου που ο Ευριπίδης δημιούργησε εκτόπισε τις πρωιμότερες, οι οποίες επιβιώνουν σε εξαιρετικά αποσπασματική μορφή. Οι θρύλοι που αποδίδουν τη θεμελίωση αυτής της λατρείας της Αρτέμιδος στον Ορέστη και προσδίδουν καταγωγή από την Ταυρίδα στο τοπικό λατρευτικό άγαλμα συνδέονται όχι μόνο με την Αττική, αλλά και με άλλα μέρη. Πρόκειται, ωστόσο, για κατοπινούς θρύλους που διαμορφώθηκαν υπό την επήρεια της ευριπίδειας τραγωδίας. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι αποτέλεσμα της δραστηριότητας ύστερων μυθογράφων.11

Η τραγωδία του Ευριπίδη επηρέασε επίσης την αγγειογραφία. Από το α΄ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. εμφανίζονται άγνωστες προηγουμένως αναπαραστάσεις της Ιφιγένειας στους Ταύρους, όντας ιδιαίτερα διαδεδομένες στη νότια Ιταλία.12 Ο μύθος σχετικά με το μεταθανάτιο γάμο της Ιφιγένειας και του Αχιλλέα στο νησί Λεύκη αποτελεί επίσης το αποτέλεσμα μελετών από τους ύστερους μυθογράφους, οι οποίες βασίζονται αφενός στη συσχέτιση και των δύο μορφών με τον Εύξεινο Πόντο και αφετέρου με μια άλλη παράδοση, σύμφωνα με την οποία η Ιφιγένεια μεταφέρθηκε στην Αυλίδα με πρόφαση τον επικείμενο γάμο με τον Αχιλλέα (Πρόκλος, Κύπρια 59-60· Ευρ., IA 98-105).




1. Лесков, А.М., Горный Крым в I тысячелетии до нашей эры (Киев 1965)· Крис, Х.И., Кизил-кобинская культура и тавры (Археология СССР. Свод археологических источников Д1-7, Москва 1981)· Щеглов, А.Н., “Тавры и греческие колонии в Таврике”, в Демографическая ситуация в Причерноморье в период Великой греческой колонизации. Материалы II Всесоюзного симпозиума по древней истории Причерноморья. Цхалтубо – 1979 (Тбилиси 1981), σελ. 204-218.

2. Βλ. Русяева, А.С. – Русяева, М.В., Верховная богиня античной Таврики (Киев 1999), με παραπομπές· Braund, D., “Parthenos and the Nymphs at Crimean Chersonesos: Colonial Appropriation and Native Integration)”, στο Bresson, A. –  Ivantchik, A. – Ferrary, J.-L. (επιμ.), Une koinè pontique. Cités grecques, societes indigènes et Empiresmondiaux sur le littoral nord de la Mer Noire (VIIe s. a.C. – IIIe s.p.C.) (Bordeaux 2007), σελ. 191-200.

3. Πιο λεπτομερής προσέγγιση στο θέμα της εμφάνισης και εξέλιξης του μύθου στο Ivantchik, A.I., Am Vorabend der Kolonisation. Das nördliche Schwarzmeergebiet und die Steppennomaden des 8. – 7. Jhs. v. Chr. in der klassischen Literaturtradition: Mündliche Überlieferung, Literatur und Geschichte (Moskau – Berlin 2005), σελ. 85-98.

4. RE 9 (1916), στήλ. 2.588 κ.ε., βλ λ. “Iphigeneia” (Kjellberg)˙ Euripide, Iphigénie en Tauride, Grégoire, H. (επιμ.), στο Euripide, τόμ. IV (Paris 1959), σελ. 86-92· Kahil, L., “La déesse Artémis: mythologie et iconographie”, στο Greece and Italy in the Classical World. Acta of the XI International Congress of Classical Archaeology (London 1979), σελ.  74-82· Lloyd-Jones, P.H.J., “Artemis and Iphigeneia», JHS 103 (1983), σελ. 91-96· Hollinshead, M.B., “Against Iphigeneia’s Adyton in Three Mainland Temples”, AJA 89 (1985), σελ. 420-430· Kearns, E., The Heroes of Attica, Supplement University of London, Institute of Classical Studies, Bulletin 57 (London 1989), σελ. 27-35· Bonnechère, P., Le sacrifice humain en Grèce ancienne, Supplement Kernos 3 (Athènes – Liege 1994), σελ. 40 κ.ε.· Lyons, D., Gender and Immortality. Heroines in Ancient Greek Myth and Cult (Princeton 1997), σελ. 137-168.

5. Εδώ η Ιφιγένεια φέρει την ονομασία Ιφιμήδεια, η οποία αναφέρεται σε μια λίστα θεοτήτων σε πινακίδα από την Πύλο: Ventris, M. – Chadwick, J., Documents in Mycenaean Greek2 (Cambridge 1973), σελ. 286-289, 459-465, 548, αρ. 172· Hughes, D.D., Human Sacrifice in Ancient Greece (London – New York 1991), σελ. 199-202, με παραπομπές.

6. Σχετικά με αυτή τη λατρεία: RL 1 (1884), σελ. 558 κ.ε., βλ. λ. “Artemis” (Schreiber)· Gruppe, O., GriechischeMythologie undReligionsgeschichte 2 (Munchen 1906), σελ. 943 κ.ε.· Henrichs, A., “Human Sacrifice in Greek Religion: Three Case Studies”, στο Le sacrifice dans l'Antiquité (Entretiens sur l'Antiquité classique 27, Vandceuvres – Genève), σελ. 198-208· Lloyd-Jones, P.H.J., “Artemis and Iphigeneia», JHS 103 (1983), σελ. 96-97· Graf, F., NordionischeKulte.Religionsgeschichtliche und epigraphische Untersuchungen zu den Kulten von Chios, Erythrai, Klazomenai und Phokaia (Bibliotheca Helvetica Romana 21, Roma 1985), σελ. 200, 410-416· Burkert, W., Greek Religion. Archaic and Classical (Oxford 1985), σελ. 59· Bonnechère, P., Le sacrifice humain en Grèce ancienne, Supplement Kernos 3 (Athènes – Liege 1994), σελ. 48-52.

7. Грач, А.Д., “К вопросу о позднем этапе «тавро-скифских» культовых представлений”, Советская этнография (1952: 4), σελ. 174 κ.ε.· Щепинский, А.А., “Пещерные святилища времени раннего железа в горном Крыму”, в Труды комплексной карстовой экспедиции АН УССР 1 (Киев 1963), σελ. 145, 151.

8. Λεπτομερής ανακατασκευή αυτού του μύθου και της εξέλιξής του στο Ivantchik, A.I., Am Vorabend der Kolonisation. Das nördliche Schwarzmeergebiet und die Steppennomaden des 8. – 7. Jhs. v. Chr. in der klassischen Literaturtradition: Mündliche Überlieferung, Literatur und Geschichte (Moskau – Berlin 2005), σελ.  89-94.

9. Βλ. Ivantchik, A.I., Am Vorabend der Kolonisation. Das nördliche Schwarzmeergebiet und die Steppennomaden des 8. – 7. Jhs. v. Chr. in der klassischen Literaturtradition: Mündliche Überlieferung, Literatur und Geschichte (Moskau – Berlin 2005), σελ.  89-94.

10. Σχετικά με τη δημοτικότητα της Ιφιγένειας εν Ταύροις του Ευριπίδη βλ. Euripide, Iphigénie en Tauride, Grégoire, H. (επιμ.), στο Euripide, τόμ. IV (Paris 1959), σελ. 106-111.

11. RE 18 (1939), στήλ. 998-1.003, βλ. λ. “Orestes” (A. Lesky)· βλ. Graf, F., “Das Gotterbild aus dem Taurerland”, Antike Welt 10:4 (1979), σελ. 34-41.

12. LIMC 5 (1990), σελ. 713-719, βλ. λ. “Iphigeneia” (L. Kahil)· Cambitoglou, A., “Iphigeneia in Tauris”, Antike Kunst 18 (1975), σελ. 56-66.