1. Η Κριμαία κατά την Αρχαιότητα
Η χερσόνησος της Κριμαίας, στα βόρεια της Μαύρης θάλασσας, κατά τη Μεσαιωνική περίοδο χωριζόταν σε τρεις ιστορικές και πολιτιστικές περιοχές: τη νότια και ορεινή νοτιοδυτική, την ανατολική, που αποτελεί μία στέπα ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και την Αζοφική θάλασσα, και τη βόρεια και κεντρική, με άνυδρες στέπες. Η περιοχή της Κριμαίας ήταν το επίκεντρο του ελληνικού αποικισμού ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. Οι ελληνικές πόλεις συγκεντρώνονταν σε δύο περιοχές της χερσονήσου, στα ανατολικά, στην περιοχή του Κιμμέριου Βοσπόρου, γύρω από την πόλη του Παντικαπαίου/Βοσπόρου (το σημερινό Κερτς), καθώς επίσης και στη χερσόνησο του Ταμάν, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την ανατολική Κριμαία, αλλά και κατά μήκος της δυτικής ακτής, κυρίως στην περιοχή της πόλης της Χερσονήσου (όπου βρίσκεται η σημερινή Σεβαστούπολη). Από τον 1ο αι. π.Χ. οι ελληνικές πόλεις του βόρειου τμήματος του Εύξεινου Πόντου περιήλθαν στη σφαίρα εξουσίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Κιμμέριος Βόσπορος παρέμεινε βασίλειο τυπικά αυτόνομο, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 5ου αιώνα, ενώ η Χερσόνησος και η περιοχή της αποτελούσαν μέρος του εδάφους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την αρχαιότητα από τις στέπες της Κριμαίας πέρασαν νομάδες ιρανικής καταγωγής, αρχικά Σκύθες και στη συνέχεια Σαρμάτες. Οι εγκατεστημένοι Σκύθες δημιούργησαν ένα βασίλειο με πρωτεύουσα τη σκυθική Νεάπολη (στη θέση της σημερινής Συμφερούπολης). Αυτό το βασίλειο καταστράφηκε από τους Σαρμάτες τον 3ο αιώνα. Τα βουνά της νότιας ακτής κατοικούνταν αρχικά από το λαό των Ταύρων και αργότερα από νομάδες ιρανικής καταγωγής που εγκαταστάθηκαν μόνιμα και ενίοτε ταυτίζονται με τους Αλανούς. Από τον 3ο αιώνα, ομάδες ανατολικών γερμανικών φύλων εγκαταστάθηκαν στη νότια ακτή της χερσονήσου.
2. Η μεσαιωνική Κριμαία
2.1. Η εμφάνιση Ούννων, Γότθων και Βυζαντινών
Περί τα τέλη του 4ου αιώνα, στο ανατολικό τμήμα της Κριμαίας εισέβαλαν Ούννοι, οι οποίοι κατέλαβαν έκτοτε τις στέπες της χερσονήσου. Εντούτοις, οι αρνητικές συνέπειες της εξάπλωσης των Ούννων στον Κιμμέριο Βόσπορο παρουσιάζονται συχνά διογκωμένες. Το βασίλειο επιβίωσε από αυτή την εισβολή, της οποίας άλλωστε τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι αρκετά πενιχρά. Ο πλούτος της αριστοκρατικής νεκρόπολης του Βοσπόρου μαρτυρεί την ισχυρή οικονομική και πολιτική θέση των εξελληνισμένων ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων της περιοχής. Η πόλη της Χερσονήσου παρέμεινε υπό ρωμαϊκό καθεστώς και έγινε το κύριο σημείο της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας της αυτοκρατορίας στα βόρεια του Εύξεινου Πόντου. Από τον 4ο αιώνα, τα τεκμήρια της διάδοσης του χριστιανισμού, της επίσημης θρησκείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εντοπίζονται κατ’ αρχάς στον Κιμμέριο Βόσπορο κι έπειτα στη Χερσόνησο. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στη Χερσώνα μαρτυρούν τη σταδιακή μετεξέλιξη της αρχαίας πόλης σε πρωτοβυζαντινή, με την επισκοπική έδρα να αποτελεί στοιχείο-κλειδί του αστικού τοπίου. Επί Ιουστινιανού, η αυτοκρατορία της Ανατολής επανέκτησε τον Κιμμέριο Βόσπορο, που βρισκόταν προηγουμένως υπό την κυριαρχία των Ούννων και των Βουλγάρων.
Την ίδια εποχή, ο Ιουστινιανός εδραίωσε την εξουσία του στα βουνά της νότιας Κριμαίας. Η περιοχή κατοικούνταν εκείνη την εποχή από Γότθους, η εμφάνιση των οποίων ήταν αποτέλεσμα της συγχώνευσης των γερμανικών και ιρανόφωνων φύλων. Αυτοί οι Γότθοι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και ο πολιτισμός τους είναι γνωστός από τις νεκροπόλεις και τις κατοικίες που βρίσκονταν στις ορεινές περιοχές. Η εκτεταμένη ανοικοδόμηση των τειχών και των χριστιανικών μνημείων σε αυτές τις τοποθεσίες τον 6ο αιώνα αποτελούν την απόδειξη της βυζαντινής κυριαρχίας επί των βαρβαρικών φύλων της Κριμαίας. Εντούτοις, η στέπα της Κριμαίας παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Ούννων. Οι λαοί της στέπας αποτελούσαν μόνιμη απειλή για τη βυζαντινή Κριμαία. Έτσι, τα τουρκικά φύλα που εμφανίστηκαν περί το 570 στις στέπες του Πόντου κατέλαβαν προσωρινά τον Κιμμέριο Βόσπορο και πολιόρκησαν τη Χερσώνα. Αλλά, χάρη στην αντισασσανιδική στρατιωτική συμμαχία ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους Τούρκους, η αυτοκρατορία διατήρησε τις κτήσεις της στην Κριμαία.
2.1. Η Κριμαία κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο (οι Χάζαροι, οι Βυζαντινοί και οι Ρως)
Κατά τον 7ο-8ο αιώνα ήταν ορατός ο εκβυζαντινισμός των μόνιμα πλέον εγκατεστημένων βαρβαρικών λαών της Κριμαίας. Δεν αποκλείεται τον 8ο αιώνα αυτή να συνδέεται με έναν ελληνικό εποικισμό, προερχόμενο από τη Μικρά Ασία, τον οποίο προκάλεσαν οι θρησκευτικές έριδες στο Βυζάντιο. Από την άλλη, στην ανατολική Κριμαία η σταδιακή μόνιμη εγκατάσταση των τουρκοβουλγαρικών φύλων είχε αποτέλεσμα το σχηματισμό μιας συμπαγούς αγροτικής περιφέρειας στις πόλεις του Κιμμέριου Βοσπόρου. Αυτή μας είναι γνωστή από τις πολυάριθμες κατοικίες του πολιτισμού της στέπας που ονομάζεται “Saltovo-Mayatskaya”. Από πολιτική άποψη το Βυζάντιο πρέπει ολοένα και περισσότερο να λάβαινε υπόψη του το βασίλειο των Χαζάρων, που εμφανίστηκε τον 7ο αιώνα στις ποντοκαυκασιανές στέπες στα εδάφη του πρώτου τουρκικού χαγανάτου. Μέσα στον 8ο αιώνα οι Χάζαροι κατέκτησαν αρχικά την ανατολική Κριμαία και κατόπιν την ορεινή νότια ακτή, όπου σχηματίστηκε ένα ιδιότυπο κρατικό μόρφωμα υπό χαζαροβυζαντινή συγκυριαρχία.
Τον 9ο-10ο αιώνα νομάδες της στέπας, οι Μαγιάροι και οι Πετσενέγοι, χτυπούσαν κατά κύματα το χαζαρικό βασίλειο, γεγονός που προκάλεσε την εξασθένισή του. Έτσι, το Βυζάντιο αποκατέστησε την εξουσία του στις ορεινές περιοχές της νότιας Κριμαίας· εκεί εμφανίστηκε το θέμα των Κλιμάτων, με κέντρο τη Χερσώνα, εφόσον η ανατολική Κριμαία παρέμεινε υπό χαζαρική κυριαρχία. Στα έτη 960-980 το χαζαρικό βασίλειο καταστράφηκε από τα χτυπήματα των Ρώσων και των νομάδων της στέπας. Στις αρχές του 11ου αιώνα στην ανατολική Κριμαία και στη χερσόνησο του Ταμάν, απέναντι από την Κριμαία, δημιουργήθηκε το ρωσικό πριγκιπάτο του Tmutarakan (η ρώσικη ονομασία της ελληνικής και, έπειτα, χαζαρικής πόλης Μάτραχα, του σημερινού Ταμάν), που εξακολουθούσε να υπάρχει σε αυτή την περιοχή μέχρι τα τέλη του 11ου-αρχές 12ου αιώνα. Η ρωσική παρουσία πιστοποιείται λοιπόν από τις γραπτές πηγές και από τα αρχαιολογικά δεδομένα στη Χερσώνα, που παρέμεινε το κέντρο της βυζαντινής εξουσίας στο βόρειο Εύξεινο Πόντο. Το 10ο-13ο αιώνα η Χερσώνα αποτελούσε μια τυπική βυζαντινή πολιτεία και ο αγροτικός πληθυσμός της νοτιοδυτικής Κριμαίας εξελληνίστηκε πλήρως, όσον αφορά τον πολιτισμό, ακόμα και αν οι γραπτές πηγές μιλούν για τη «Γοτθία» και η γοτθική γλώσσα ήταν εκεί ζωντανή. Η στέπα, καθώς και η ανατολική Κριμαία, καταλήφθηκαν από το τουρκόφωνο φύλο των Κιπτσάκ (Kiptchak/Qipčak), Πολόβτσυ (Polovtsy/Polovci) των μεσαιωνικών σλαβικών ρωσικών χρονικών, δηλ. Κουμάνοι.
2.3. Η ταταρική εισβολή και η οθωμανική κατάληψη της Κριμαίας
Η ταταρική εισβολή, ήδη από το 1223, προκάλεσε βαθιές αλλαγές στην ιστορία της Κριμαίας, που αποτελούσε τμήμα της μεγάλης αυτοκρατορίας των Τατάρων και, από το 15ο αιώνα, του ταταρικού χανάτου της Κριμαίας. Τότε λοιπόν εμφανίζονται στη νότια ακτή της χερσονήσου οι ιταλικές αποικίες της Δημοκρατίας της Γένοβας, οι οποίες επιβίωσαν μέχρι την καταστροφή τους από τους Τούρκους περί το 1470. Την ίδια εποχή, τα νέα ιρανόφωνα φύλα, οι Αλανοί και οι Άσσοι, που πιθανότατα προέρχονται από το βόρειο Καύκασο, μαρτυρούνται στην Κριμαία από τις γραπτές πηγές. Η πόλη της Χερσώνας καταστράφηκε από τους Τατάρους στα τέλη του 15ου αιώνα, γεγονός που σηματοδοτεί και το τέλος της βυζαντινής παρουσίας στην Κριμαία. Στα βουνά της Κριμαίας, στην παλαιά Γοτθία, δημιουργήθηκε το 15ο αιώνα το ελληνικό πριγκιπάτο της Θεοδωρώς, το οποίο επίσης καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1470.
|
|
|