1. Ανθρωπογεωγραφία
Η ελληνική παρουσία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, οι οποίες το 1878 συγκρότησαν το ανεξάρτητο κράτος της Ρουμανίας, ανάγεται στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν άρχισαν να αναρριχώνται στο θρόνο της Μολδαβίας και της Βλαχίας μέλη της κοινωνικής ομάδας των Φαναριωτών (1711-1821). Στη διάρκεια του 19ου αιώνα εγκαθίστανται στα λιμάνια του Δούναβη αλλά και στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας Έλληνες επιχειρηματίες, έμποροι και πλοιοκτήτες, των οποίων η παρουσία στα ρουμανικά εδάφη περιορίζεται στα μέσα του 20ού αιώνα. Νέα κύματα Ελλήνων, προσφύγων αυτή τη φορά, εμφανίζονται στη χώρα με το τέλος του ελληνικού Εμφύλιου πολέμου. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 στη χώρα σπουδάζουν Έλληνες φοιτητές στις ιατρικές σχολές και από τη δεκαετία του 1990 ελληνικές επιχειρήσεις διατηρούν υποκαταστήματα και γραφεία σε σημαντικά οικονομικά κέντρα της χώρας.
2. Δημογραφικά στοιχεία
Κατά την απογραφή του 1860 το Γαλάτσι είχε πληθυσμό 36.000 κατοίκους, η Βραΐλα 26.000, ενώ ο Σουλινάς αριθμούσε 3.000 ψυχές. Ήδη στα 1865 στις Ηγεμονίες ήταν εγκατεστημένοι 13.000 Έλληνες, από τους οποίους οι περισσότεροι κατοικούσαν στα τρία αυτά λιμάνια.1 Συνεπώς, το ένα πέμπτο σχεδόν του πληθυσμού των κυριότερων παραδουνάβιων λιμανιών ήταν Έλληνες. Υπολογίζεται ότι στα μέσα του 19ου αιώνα ο αριθμός των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν εκεί έφτασε ίσως τα 35-40.000 άτομα, ενώ στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα –εποχή της μεγαλύτερης ακμής του Ελληνισμού της Ρουμανίας– πλησίαζε τις 60.000 ψυχές.2 Ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων επιχειρηματιών του 19ου αιώνα αποχώρησε από τη χώρα στις αρχές του 20ού αιώνα, ωστόσο στο τέλος του ελληνικού Εμφυλίου, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, έφτασαν στη Ρουμανία 9.000 Έλληνες, οι οποίοι διέμειναν στη χώρα ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε σε μεγάλο βαθμό επαναπατρίστηκαν.3
Σήμερα υπάρχουν στη Ρουμανία 2.826 ελληνικές επιχειρήσεις, στις οποίες εργάζονται πολλοί Έλληνες, που ζουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ρουμανικές πόλεις. Υπολογίζεται ότι στη χώρα κατοικούν περίπου 15.000 Έλληνες, απόγονοι των παλαιών Ελλήνων της Ρουμανίας ή των πολιτικών προσφύγων.4
3. Ιστορία
Όπως αναφέρθηκε, οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αποτέλεσαν σημαντικό χώρο προσέλευσης ελληνικών πληθυσμών κυρίως στη διάρκεια του 18ου αιώνα, όταν μέλη φαναριώτικων οικογενειών ανέρχονταν στους ηγεμονικούς θρόνους της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Μολονότι η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης έθεσε τέλος στην παρουσία των Φαναριωτών και των αυλών τους στο χώρο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, η καλλιέργεια σιτηρών ανέδειξε τον Δούναβη και τις περιοχές που διασχίζει σε κέντρο εμπορίου και ναυσιπλοΐας, που προσέλκυσε σημαντικό αριθμό Ελλήνων. Η πλειοψηφία των Ελλήνων μετακινήθηκε προς τα λιμάνια του Δούναβη μετά τη συνθήκη της Αδριανούπολης (1829), η οποία άνοιξε την αγορά των σιτηρών σε άλλες χώρες. Οι περισσότεροι από αυτούς κατάγονταν από τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τα Ιόνια νησιά, ιδιαίτερα μάλιστα από την Ιθάκη και την Κεφαλονιά, οι οποίοι γνώριζαν τα μυστικά της ναυτιλίας. Από τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν εκεί ήταν οι ΧιώτεςΠ. Αργέντης και Φ. Σεκιάρης. Επιπλέον, μέλη των εμπορικών οίκων των Ράλλη, Βούρου, Μελά και Ξένου είχαν εγκατασταθεί στο λιμάνι της Βραΐλας και έστελναν φορτία σιτηρών στη Μασσαλία και στα λιμάνια της Βρετανίας. Η παρουσία των Ελλήνων στη Ρουμανία ενισχύθηκε αριθμητικά και οικονομικά με την προσέλευση μεγαλύτερου αριθμού εμπόρων, επιχειρηματιών, ναυτιλιακών πρακτόρων και υπαλλήλων σε ελληνικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή γνώρισε σημαντικά εμπόδια από τα μέσα του 19ου αιώνα, στις αρχές του 20ού αιώνα, την περίοδο του Μεσοπολέμου και τελικά στα τέλη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου με την επικράτηση του κομουνιστικού καθεστώτος. Πολλοί Έλληνες εγκατέλειψαν τη χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1940, ωστόσο κύματα προσφύγων έφτασαν στη χώρα στη διάρκεια και με το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου. Υπολογίζεται ότι περίπου 9.000 Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στη Ρουμανία.5 Το Βουκουρέστι, άλλωστε, χρησίμευσε για ένα διάστημα ως έδρα του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ).
Οι πολιτικοί πρόσφυγες επαναπατρίστηκαν, κατά το μεγαλύτερό τους μέρος, στη δεκαετία του 1980, αλλά η ελληνική παρουσία στη Ρουμανία ανανεώθηκε με ένα νέο κύμα μεταναστών, φοιτητών αυτή τη φορά, οι οποίοι από τη δεκαετία του 1970 και μετά μεταβαίνουν για σπουδές, κυρίως ιατρικής, στα πανεπιστήμια της χώρας. Τέλος, από τη δεκαετία του 1990 και μετά πολλές ελληνικές επιχειρήσεις άρχισαν να δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Ένα από τα σημαντικότερα κέντρα των Ελλήνων στη Ρουμανία συνιστούσε η μικρή πόλη του Σουλινά, όπου έδρευαν υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δουνάβεως και πολλές εμπορικές επιχειρήσεις που εξήγαν τα σιτηρά που έφταναν στο Δέλτα του Δούναβη πάνω σε ποταμόπλοια. Στην παραλία της πόλης είχαν χτιστεί τα κτήρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και ατμοπλοϊκά πρακτορεία, ξενοδοχεία και καφενεία. Στη δεξιά όχθη του ποταμού υπήρχαν αποθήκες και καλύβες που συγκροτούσαν ξεχωριστό οικισμό. Το 1898 ο δημοσιογράφος Γ. Π. Παρασκευόπουλος, που πέρασε από εκεί, υπολογίζει τους Έλληνες σε 5-6.000 άτομα,6 ενώ αντίστοιχος ήταν και ο αριθμός των Ελλήνων που ζούσαν στη Βραΐλα. Αξίζει να αναφερθεί ότι στον Σουλινά η ελληνική γλώσσα είχε καταστεί ένα είδος κοινής γλώσσας για όλους τους εμπόρους και τους ναυτικούς του λιμανιού, Άγγλους, Εβραίους, Ρουμάνους και Τούρκους. Ο ίδιος υπολογίζει ότι το 1897 εισήλθαν στον Σουλινά 544 αγγλικά ατμόπλοια, 140 ρωσικά, 110 αυστριακά και 100 ελληνικά.7
Η Κωνστάντζα είναι ουσιαστικά το μοναδικό λιμάνι της Ρουμανίας στη Μαύρη Θάλασσα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού η πόλη αποτελούσε παραθεριστικό κέντρο της Ρουμανίας, όπου κάθε καλοκαίρι συνέρρεε πλήθος κόσμου. Ταυτόχρονα ήταν τόπος διαμονής πολλών Ελλήνων που ασχολούνταν με το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο. Η πόλη αποτελούσε την είσοδο στη χώρα προϊόντων που μεταφέρονταν διά θαλάσσης, αλλά και έξοδος ειδών που παράγονταν στην ενδοχώρα και προωθούνταν στο εξωτερικό.
Άλλα, μικρότερα κέντρα του Ελληνισμού στην περιοχή ήταν οι ναυτικές κωμοπόλεις της Καβάρνας και του Μπαλτσίκ (Βαλτσήκιον), που αναφέρει ο Μιχαήλ Α. Δένδιας το 1919. Ελληνικοί πληθυσμοί διέμεναν και ασχολούνταν με τη ναυτιλία και την αλιεία και σε άλλα λιμάνια και χωριά νοτίως της Κωνστάντζας, όπως η Μαγκάλια (αρχ. Κάλλατις).8
4. Οικονομία
Οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ήταν για αιώνες ο σιτοβολώνας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προμήθευε με σιτηρά την Κωνσταντινούπολη. Η μεταφορά των σιτηρών γινόταν είτε διά ξηράς είτε διά θαλάσσης με πλοία με οθωμανική σημαία, καθώς έως το 1774 τα Στενά του Βοσπόρου ήταν κλειστά σε πλοία άλλων κρατών. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774 και τη συνθήκη της Αδριανούπολης του 1829 έγινε δυνατός ο διάπλους των Στενών από εμπορικά πλοία ξένων χωρών. Η αύξηση της ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα επηρέασε θετικά την κίνηση του εμπορίου στα παράλιά της με αποτέλεσμα οι βαλκανικές ακτές της να γνωρίσουν άνθηση καθώς με την προσέγγιση ευρωπαϊκών πλοίων αυξανόταν και το εμπόριο σιτηρών. Στο διάστημα 1830-1914 εξαγόταν από τα λιμάνια της το 30-40% της συνολικής εξαγωγής σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας.9 Με τις αλλαγές που επέφερε ο Κριμαϊκός Πόλεμος επιταχύνθηκε η συμμετοχή της περιοχής στο διεθνές εμπόριο και τη ναυτιλία. Ωστόσο ως τα μέσα του 19ου αιώνα η παραγωγή της ενδοχώρας της Βλαχίας και της Μολδαβίας σε σιτηρά προωθούνταν με δυσκολία ως τα παράλια για να φορτωθεί σε πλοία. Μέσα από τις σιτοπαραγωγικές περιοχές περνούσε ο Δούναβης, που όμως δεν ήταν πλωτός σε όλο του το μήκος, γεγονός που δημιουργούσε σημαντικές δυσκολίες στη ναυσιπλοΐα. Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, συγκεκριμένα το 1856, συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Δουνάβεως με τη συμμετοχή της Αψβουργικής Μοναρχίας, της Αγγλίας, της Πρωσίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, του Βασιλείου της Σαρδηνίας και της Ρωσίας με σκοπό την αστυνόμευση και τη ρύθμιση της ναυσιπλοΐας στον ποταμό. Με τη χρήση μηχανικών μέσων η Επιτροπή προχώρησε στην εκβάθυνση του ποταμού ώστε να καταστεί πλεύσιμος για τα μεγαλύτερα σκάφη. Σταδιακά, και ως το 1902, οπότε ολοκληρώθηκαν τα έργα, ο Σουλινάς από διαμετακομιστικό λιμάνι στις εκβολές του Δούναβη στη Μαύρη Θάλασσα μεταβλήθηκε σε σημαντικό εξαγωγικό λιμάνι. Παράλληλα, τα λιμάνια στις όχθες του Δούναβη, το Γαλάτσι και η Βραΐλα, γνώρισαν σημαντική άνοδο.
Ο Σουλινάς ήταν αρχικά ένα διαμετακομιστικό λιμάνι, το οποίο εξελίχθηκε τελικά σε σημαντικό εξαγωγικό κέντρο της Μαύρης Θάλασσας. Το αβαθές αμμώδες φράγμα που σχηματιζόταν μετά το λιμάνι στην είσοδο του ποταμού και οι δυσκολίες ποταμοπλοΐας που παρουσιάστηκαν αργότερα ανάγκαζαν τα μεγάλα πλοία να φορτώνουν εκεί, ενώ τα φορτία έφταναν από το Γαλάτσι και τη Βραΐλα τις περισσότερες φορές σε σιδερένιες μεγάλες μαούνες, τα «σλέπια». Οι μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες σλεπιών, που ήταν παράλληλα και ιδιοκτήτες ποντοπόρων ιστιοφόρων πλοίων, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1880 άρχισαν σταδιακά να αγοράζουν ατμόπλοια. Στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα τα λιμάνια του Δούναβη αποτέλεσαν κομβικό σημείο των Ελλήνων επιχειρηματιών, με μέλη οικογενειών να ασχολούνται με επιχειρηματικές δραστηριότητες στο εμπόριο, τη ναυτιλία και τα τραπεζικά. Οι επιφανέστεροι έμποροι και πλοιοκτήτες στην περιοχή ανήκαν στις οικογένειες των Θεοφιλάτου, Σταθάτου, Λυκιαρδόπουλου, Εμπειρίκου και Βαλεριάνου.
Στον Σουλινά δραστηριοποιήθηκαν επίσης πολλοί Έλληνες ως πιλότοι των πλοίων, οδηγοί ρυμουλκών αλλά και ναυτιλιακοί πράκτορες. Τα πλοία που ήθελαν να εισέλθουν στον Δούναβη χρησιμοποιούσαν πλοηγούς που διέμεναν στον Σουλινά και αναλάμβαναν να οδηγήσουν το πλοίο μέσα από τα αβαθή του ποταμού ως τη Βραΐλα για να παραλάβει το φορτίο του. Κάθε ατμόπλοιο είχε τον πράκτορά του στην πόλη, ο οποίος εξομάλυνε κάθε διαφορά μεταξύ του πλοιάρχου και της εταιρείας, κατέβαλε το δικαίωμα του διάπλου και εν γένει διευκόλυνε την ταχύτερη αναχώρηση του ατμόπλοιου. Οι πράκτορες ήταν υποχρεωμένοι να μιλούν πολλές γλώσσες και κυρίως αγγλικά και αντιπροσώπευαν τόσο ξένα όσο και ελληνικά ατμόπλοια. Στο λιμάνι δραστηριοποιούνταν επίσης οι αντιπρόσωποι των ελληνικών εμπορικών οίκων, οι οποίοι επιστατούσαν στη φόρτωση των ατμόπλοιων.
Οι Έλληνες της Ρουμανίας, και ιδίως της Βραΐλας, του Γαλατσίου και της Κωνστάντζας, που ήταν μεγάλα αστικά κέντρα, ασχολήθηκαν με επιτυχία με όλους τους τομείς της οικονομίας. Εκτός από το εμπόριο σιτηρών και ξυλείας, και τη ναυτιλία, ασχολήθηκαν με την εκμετάλλευση της γης. Αρκετοί ανέπτυξαν δραστηριότητες ως βιομήχανοι, βιοτέχνες, τραπεζίτες, γιατροί, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, εκδότες, δημοσιογράφοι, τυπογράφοι, υπάλληλοι.
Η Κωστάντζα, που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα τέλη του 19ου αιώνα, συνιστούσε μια ιδιαίτερη περίπτωση στη Ρουμανία. Αποτελούσε και αυτή λιμάνι εξαγωγής σιτηρών, αλλά η σημασία της αυξανόταν ιδιαίτερα όταν η πρόσβαση των ατμόπλοιων στον Δούναβη κατά τους χειμερινούς μήνες ήταν αδύνατη. Τα σιτάρια έφταναν με μικρά πλεούμενα ή διά ξηράς ως το λιμάνι, όπου φορτώνονταν σε μεγάλα ατμόπλοια. Επιπλέον, ήταν λιμάνι εισαγωγής ειδών της βιομηχανικής παραγωγής της δυτικής Ευρώπης, καθώς και αποικιακών ειδών. Οι Έλληνες της πόλης είχαν ποικίλη εμπορική και επιχειρηματική παρουσία.
5. Κοινοτική ζωή
Οι ελληνικές κοινότητες, συνολικά της Ρουμανίας και ειδικότερα των παραδουνάβιων και παραθαλάσσιων λιμανιών, χαρακτηρίζονταν από σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο. Όπως υπογραμμίσαμε παραπάνω, οι σπουδαιότερες ιδρύθηκαν στα λιμάνια της Βραΐλας, του Γαλατσίου, της Κωνστάντζας, του Σουλινά, του Γιούργεβου (Giurgiu, Τζιούρτζιου) στον Άνω Δούναβη και της Τούλτσας κοντά στις εκβολές του ποταμού, καθώς και στην πρωτεύουσα της χώρας, το Βουκουρέστι. Οι ελληνικές κοινότητες ήταν καλά οργανωμένες, με τις εκκλησίες και τα σχολεία τους, τους συλλόγους, τις βιβλιοθήκες και τις εφημερίδες τους.
Ορισμένοι Έλληνες αναμείχθηκαν στα πολιτικά πράγματα της Ρουμανίας, με προεξάρχουσα μορφή τον Απόστολο Αρσάκη, που διετέλεσε υπουργός των Εξωτερικών της χώρας. Σημαντική υπήρξε και η ανάπτυξη της ελληνικής τυπογραφίας στις χώρες αυτές: εκτός από τα πολλά ελληνικά βιβλία, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εκδόθηκαν και ελληνικές εφημερίδες. Γενικά η παρουσία των Ελλήνων στη Ρουμανία υπήρξε πολύ ισχυρή και η ελληνική γλώσσα ήταν για μεγάλα διαστήματα διαδεδομένη τόσο στην παιδεία όσο και στο εμπόριο.
Χαρακτηριστικά, στον Σουλινά οι Έλληνες διέθεταν κοινότητα και ναό και σχολεία, ενώ υπήρχε επίσης υποπροξενείο. Στην Κωνστάντζα ζούσαν 3.000 Έλληνες στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίοι κατάγονταν κυρίως από τον Πόντο αλλά και από πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, όπως η Αγχίαλος, η Μεσημβρία, το Βασιλικό, η Βάρνα, πόλεις που το 1878 πέρασαν σε βουλγαρική κυριαρχία.10 Η ελληνική κοινότητα ήταν πολυάριθμη και οικονομικά ανθηρή· η ελληνική εκκλησία είχε χτιστεί το 1868, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσαν δύο ελληνικά σχολεία αλλά και θέατρο όπου έδιναν παραστάσεις ελληνικοί και ρουμανικοί θίασοι. Επιπλέον οι Έλληνες της πόλης είχαν ιδρύσει τον φιλολογικό σύλλογο «Ελπίς» και οι Ελληνίδες της πόλης λειτουργούσαν φιλόπτωχο ταμείο.11
1. Καρδάσης, Β. – Χαρλαύτη, Τζ., «Αναζητώντας τις χώρες της επαγγελίας: ο απόδημος Ελληνισμός από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Χασιώτης, Ι.Κ. – Κατσιαρδή-Hering, Ο. – Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), σελ. 60. 2. Γεωργιτσογιάννη, Ε.Ν., «Ρουμανία», στο Χασιώτης, Ι.Κ. – Κατσιαρδή-Hering, Ο. – Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), σελ. 183-184. 3. Βαν Μπουσχότεν, Ρ., «“Ενότητα και Αδελφότητα”: Σλαβομακεδόνες και Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη», στο Βουτυρά, Ε. κ.ά. (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 50. 4. Γεωργιτσογιάννη, Ε.Ν., «Ρουμανία», στο Χασιώτης, Ι.Κ. – Κατσιαρδή-Hering, Ο. – Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), σελ. 185. 5. Βαν Μπουσχότεν, Ρ., «“Ενότητα και Αδελφότητα”: Σλαβομακεδόνες και Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη», στο Βουτυρά, Ε. κ.ά. (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 50. 6. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 127. 7. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 128. 8. Δένδιας, Μ.Α., Αι ελληνικαί παροικίαι ανά τον κόσμον (Αθήνα 1919), σελ. 47. 9. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 174. 10. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 205. 11. Κορομηλά, Μ., Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα (Αθήνα 2005), σελ. 157.
|
|
|