1. Εισαγωγή
Η Βοιωτία θεωρείται δικαίως η κατεξοχήν κοιτίδα του πολιτισμού της Ύστερης Χαλκοκρατίας (1680-1100 π.Χ.) στα βόρεια του Ισθμού (της Κορίνθου). Τα άλλα κύρια επίκεντρα του πολιτισμού αυτού, γνωστού καλύτερα ως μυκηναϊκού, βρίσκονται στην Πελοπόννησο (Αργολίδα, Μεσσηνία και Λακωνία), και στην Κρήτη (Κνωσό και Χανιά). Όλες οι παραπάνω περιοχές, περιλαμβάνουν πυκνοκατοικημένα μυκηναϊκά κέντρα, κύρια και δευτερεύοντα, με κοινά μεταξύ τους χαρακτηριστικά. Μετά από κοινή εξελικτική πορεία, που άρχισε πριν από τα μέσα της 2ης π.Χ. χιλιετίας, αναδείχθηκαν τα σπουδαιότερα ηγεμονικά κέντρα και έφθασαν στο απόγειο της λάμψης και της ισχύος τους κατά την περίοδο των ανακτόρων, των οχυρωμένων με κυκλώπεια τείχη ακροπόλεων και των αρχείων στη Γραμμική γραφή Β (1400-1200 περ. π.Χ.).
2. Η Βοιωτία κατά τη Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού
Τοποθετημένη σε επίκαιρο σημείο του ελληνικού χώρου, η Βοιωτία διέθετε ανέκαθεν επαρκείς καλλιεργήσιμες εκτάσεις και είχε εύκολη πρόσβαση σε πηγές πρώτων υλών με στεριανά και θαλάσσια δίκτυα επικοινωνίας. Οι παράγοντες αυτοί συνέβαλαν στην ίδρυση και ανάπτυξη στο έδαφός της αρκετών και ανθηρών οικισμών από την αυγή κιόλας της Εποχής του Χαλκού. Ιδιαιτέρως όμως κατά τη διάρκεια της Ύστερης Χαλκοκρατίας, εποχής πυκνών ανταλλαγών, ειρήνης και προόδου στον ευρύτερο ανατολικό μεσογειακό χώρο, η Βοιωτία κατοικήθηκε πυκνά και αποτέλεσε πυρήνα ισχύος και εξελίξεων στον υλικό και τον πνευματικό πολιτισμό της εποχής.
Οι κάτοικοί της, όπως συνηθιζόταν στα μυκηναϊκά χρόνια, αναβάθμισαν και εκμεταλλεύτηκαν τις εγχώριες πλουτοπαραγωγικές πηγές της περιοχής και συνδύασαν την πλούσια πρωτογενή παραγωγή του τόπου με τα οφέλη του υπερπόντιου, ανταλλακτικού εμπορίου και της βιοτεχνίας. Όπως αποδεικνύει η μελέτη των αρχείων, η θεματογραφία των τεχνών και τα κινητά ευρήματα καθώς και τα υλικά κατάλοιπα των ανασκαφών, ασκούσαν εντατικά τη γεωργία, τη κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία και συμπληρωματικά επίσης την αλιεία και το κυνήγι. Άλλωστε το αρχαιότατο γνωστό παράδειγμα εγγειοβελτιωτικών έργων, με την επιτυχή αποξήρανση μεγάλου, ως φαίνεται, μέρους της λίμνης Κωπαΐδας πραγματοποιήθηκε στη Βοιωτία αυτή την περίοδο. Η καλλιέργεια νέων εδαφών, σε συνδυασμό με την κατασκευή και άλλων κοινωφελών έργων (οδών, γεφυρών, οχυρώσεων), αύξησε την παραγωγή αγαθών και απαίτησε τη συμμετοχή σημαντικών πόρων και την απασχόληση πλήθους ατόμων. Στα μεγαλόπνοα και συλλογικά επίσης έργα συμπεριλαμβάνεται και η τείχιση των κυκλωπείων ακροπόλεων της Θήβας και του Κάστρου Κωπαΐδας (Γλά), αρκετών άλλων μικρότερων ή λιγότερο γνωστών στην έρευνα, καθώς και των μνημειωδών ηγεμονικών τάφων στη Θήβα και τον Ορχομενό. Σημειούται ότι οι οχυρωμένες ακροπόλεις στη Θήβα και στο Κάστρο (Γλα) της Κωπαΐδας είναι οι δύο μεγαλύτερες στον ελλαδικό χώρο.
Ο τομέας της εξειδικευμένης μεταποίησης των αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων απαιτούσε τη λειτουργία οργανωμένης και εξειδικευμένης βιοτεχνίας, που παρήγαγε ποικίλα τεχνουργήματα και τροφοδοτούσε την τοπική άρχουσα τάξη, το ανταλλακτικό εμπόριο και ευνοούσε τη δημιουργία επαφών και σχέσεων με γείτονες καθώς και με υπερπόντιους λαούς και δυνάστες.
Προμυκηναϊκά οικιστικά στρώματα και νεκροταφεία έχουν διαπιστωθεί σε όλες τις περιοχές και τις θέσεις της Βοιωτίας, όπου κατόπιν άνθισε ο μυκηναϊκός ανακτορικός πολιτισμός. Ανάμεσα στις θέσεις αυτές αναφέρονται η Θήβα, ο Ορχομενός, η Εύτρηση, ο Ελεών, η Αυλίδα και η Τανάγρα καθώς και κάποιοι άλλοι οικισμοί, κοντά ή πάνω σε θέσεις πόλεων των ιστορικών χρόνων, όπως η Αλίαρτος, η Θίσβη, η Κορώνεια, ο Πανοπεύς, οι Θεσπιές και ενδεχομένως και οι Πλαταιές.
Φαίνεται πάντως πολύ πιθανό ότι στα δραστήρια ελλαδικά πληθυσμιακά στοιχεία, που ήδη από τα μεσοελλαδικά χρόνια είχαν έλθει σε επαφή με τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη και είχαν ωφεληθεί τα μέγιστα από τον υψηλό πολιτισμό τους, προστέθηκαν κατά την πρώιμη μυκηναϊκή εποχή και κάποιες νέες φυλετικές ομάδες με αφετηρίες εντός ή και εκτός της ελληνικής χερσονήσου και του Αιγαίου, ίσως στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ή και στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις βασίζονται σε δεδομένα που προέρχονται από την αρχαιολογική έρευνα, που ως τώρα διενεργήθηκε σε οικισμούς και σε νεκροταφεία της μυκηναϊκής εποχής, διάσπαρτα σε ολόκληρο το βοιωτικό χώρο. Από τα πολλά όμως γνωστά ή τεκμαιρόμενα οικιστικά κέντρα της εποχής πολύ λίγα έχουν μέχρι τούδε ερευνηθεί συστηματικά ή ευκαιριακά και ελάχιστα είναι γνωστά με δημοσιεύσεις των ευρημάτων τους.
Έρευνες έχουν γίνει πρωτίστως στη Θήβα, στον Ορχομενό και στο Κάστρο Κωπαΐδος (Γλα). Στις θέσεις αυτές πρέπει να προστεθούν ευρήματα της εποχής αυτής από τον οικισμό της Εύτρησης, σπουδαίου οχυρωμένου οικισμού κοντά στα Λεύκτρα, και από τα ασύλητα νεκροταφεία της Τανάγρας, όπου όμως δεν έχει ερευνηθεί ακόμη και ο αντίστοιχος οικισμός. Σε πολλές θέσεις οι λαθροανασκαφές κατέστρεψαν πλήρως συστάδες θαλαμοειδών τάφων χωρίς να εντοπιστούν οι αντίστοιχοι οικισμοί.
Η κατά πολύ μεταγενέστερη, αρχαία παράδοση αναφέρει γενικώς και αορίστως διάφορα προελληνικά φύλα, που κατοίκησαν στη Βοιωτία, πριν από τους Βοιωτούς, των οποίων την κάθοδο από τη Θεσσαλία αναφέρει ο Θουκυδίδης. Οι ιστορικοί την τοποθετούν την έναρξή της μετά την πτώση των σπουδαίων ανακτορικών κέντρων (περ. 1200 π.Χ.) και την προϊούσα διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου κατά τον επόμενο αιώνα.
Κατάλοιπα των πρώιμων μυκηναϊκών χρόνων οικιστικά και ταφικά προήλθαν κυρίως από τις θέσεις που ερευνήθηκαν, συστηματικά ή ευκαιριακά στη Θήβα, στον Ορχομενό, στην Εύτρηση, στον Ελεώνα (σημ. Άρμα), την Αυλίδα (Δράμεσι) και τη Δροσιά (Σωρός). Υπάρχουν όμως αναμφίβολα και αρκετά άλλα ευρήματα από θέσεις που είτε δεν έχουν ανασκαφεί είτε παραμένουν άγνωστα, λόγω της μη δημοσίευσής τους. Τα κτερίσματα ορισμένων διακεκριμένων τάφων της πρωτομυκηναϊκής εποχής στη Θήβα και τον Ορχομενό δείχνουν ευμάρεια, εμπορικές ανταλλαγές και μπορούν να συγκριθούν με ευρήματα των ταφικών περιβόλων των Μυκηνών ή άλλων πρώιμων μυκηναϊκών θέσεων της Νότιας Ελλάδας. Στα κτερίσματα των τάφων αυτών συμπεριλαμβάνονται μικρά αγγεία, κυρίως προχοΐσκες, κοσμήματα από χρυσό, ημιπολύτιμες πέτρες, χαλκό και οστό, όπλα, εργαλεία και αγγεία που συνόδευαν ενήλικους ή παιδιά. Μία ομάδα χρυσών κοσμημάτων, μεταξύ των οποίων υπάρχουν σφραγιστικά δακτυλίδια αποκτήθηκαν από το Μουσείο Μπενάκη (1935) με τη βάσιμη, ως λέγεται, πληροφορία ότι προέρχονται από τάφους της περιοχής των Θηβών. Χρονολογούνται όλα στον 15ο αιώνα αλλά είναι γνωστό ότι η χρήση και η κατασκευή τους, αν και σπανιότερα, συνεχίστηκε και τους επόμενους αιώνες.
Τα στρώματα των οικισμών, όπου εντοπίστηκαν θεμέλια κτηρίων, απέδωσαν πολύ μεγάλες ποσότητες κεραμικής εξαιρετικής ποιότητας της μεταβατικής περιόδου από τη μεσοελλαδική προς την μυκηναϊκή. Ιδιαιτέρως πλούσια σε σχήματα και σε διακοσμητικά θέματα είναι τα κεραμικά σύνολα από την Καδμεία. Αρχικά τα αγγεία συνεχίζουν τη μεσοελλαδική κατασκευαστική παράδοση του μινύειου και τη διακόσμηση του αμαυρόχρωμου και πολύχρωμου ρυθμού. Πολύ σύντομα όμως και πιο συγκεκριμέμα στην ΥΕ ΙΙ Α-Β περίοδο διακοσμούνται με ένα ευρύτατο φάσμα διακοσμητικών θεμάτων μινωικής καταγωγής και μάλιστα τα πλέον αξιόλογα από αυτά εισάγονταν απευθείας από την Κρήτη. Εισαγωγές από την Κρήτη συνιστούν και τα παραδείγματα του ανακτορικού καθώς και του θαλάσσιου ρυθμού, που βρέθηκαν κυρίως στη Θήβα. Πύλη εισόδου ιδεών και αγαθών από το Αιγαίο και την Κρήτη αποτελούσε ανέκαθεν η ταναγραϊκή περιοχή, με λιμάνια στην παραλία της Αυλίδας, ενώ η επικοινωνία ανάμεσα στα βόρεια και τα νότια παράλια του Κορινθιακού ήταν από τότε πυκνή. Ο ανάπλους του Ευβοϊκού κόλπου από πλοία Μυκηναίων θαλασσοπόρων, που είχαν υποκαταστήσει τους Μινωίτες στην Ανατολική και Κεντρική Μεσόγειο, είχε κατεύθυνση πρωτίστως τη Βοιωτία και την αντικρυνή Εύβοια και στη συνέχεια ίσως και τον Παγασητικό κόλπο και τις Βόρειες Σποράδες, όπου έχει διαπιστωθεί σύναψη πρώιμων σχέσεων και παρουσία πολυτίμων αντικειμένων.
Ούτε για τη Βοιωτία ούτε για κάποια άλλη περιοχή του ελλαδικού ή του κρητικού χώρου είναι γνωστές οι αιτίες και οι διαδικασίες της μετάβασης από τις τοπικές πρωτομυκηναϊκές ηγεμονίες, που συντηρούσαν οι επαφές με τον κόσμο του Αιγαίου, στα συγκεντρωτικά και διευρυμένα δυναστικά κράτη, που λίγο μετά το 1450 περίπου π.Χ., εμφανίζονται στην ελληνική χερσόνησο και την Κρήτη, με γνωρίσματα που θα διατηρήσουν ως την τελική πτώση των ανακτορικών εγκαταστάσεων και την εγκατάλειψη των οχυρωμένων ακροπόλεων.
Η νέα εποχή, η τρίτη ανακτορική ή μυκηναϊκή ανακτορική περίοδος (14ος-13ος αι.) χαρακτηρίζεται και στη Βοιωτία, παράλληλα με την Πελοπόννησο, από την έντονη σχηματοποίηση και τη μαζική παραγωγή στην τέχνη, από την εξάπλωση των τεχνιτών, των μεταπρατών και των δραστηριοτήτων τους σε ευρύτερους ορίζοντες του ελλαδικού χώρου, από την ανταλλαγή δώρων μεταξύ των αυλών των ισχυρών της εποχής, από την οχύρωση των ευρύχωρων ακροπόλεων με ισχυρούς περιβόλους και τέλος από την επινόηση και τη χρήση της κρητογενούς, συλλαβικής γραφής Γραμμικής Β για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας με τήρηση λεπτομερών αρχείων. Οι ανωτέρω αλλαγές και κατακτήσεις στον υλικό και πνευματικό πολιτισμό έλαβαν χώρα και στη Βοιωτία.
Σ’αυτές πρέπει επίσης να προστεθεί η επιτυχής ολοκλήρωση της αποξήρανσης, με την παροχέτευση των υδάτων σε φράγματα και διώρυγες, της τεναγώδους λίμνης Κωπαΐδας, που θεωρείται ένα από τα μέγιστα τεχνικά έργα, όχι μόνον της Εποχής του Χαλκού αλλά συλλήβδην της αρχαιότητας. Τα τεχνικά έργα και η οικοδόμηση της εκτεταμένης ακρόπολης του Γλα εντάχθηκαν σε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο εκμετάλλευσης των υδάτων και των εδαφών της κωπαϊδικής λεκάνης για την παραγωγή αγαθών με πρωτοβουλία ίσως του Ορχομενού, του πλέον ισχυρού κέντρου της παραλίμνιας περιοχής.
Τα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στις παλιές και νεώτερες έρευνες δίνουν το μέτρο των δυνατοτήτων του ανακτορικού κέντρου, που η εξάρτησή του από τη Θήβα δεν αποκλείεται, χωρίς εν τούτοις να θεωρείται δεδομένη ή απαραίτητη. Ο θολωτός τάφος του Ορχομενού, γνωστός στους αρχαίους ως «Θησαυρός του Μινύου», αποδεικνύει την παρουσία μιας ισχυρής δυναστείας, ισότιμης ίσως με τη δυναστεία των Θηβών ή των Μυκηνών, στην αντίστοιχη ανακτορική περίοδο. Ελάχιστα άλλα οικοδομικά κατάλοιπα ανακτορικών εγκαταστάσεων, ανάλογα με το μεγαλείο του ηγεμονικού τάφου, έχουν μέχρι τούδε εντοπιστεί. Όμως ο μοναδικός, γλυπτός διάκοσμος του πλευρικού, ταφικού θαλάμου του, με σπείρες, παπύρους και διπλούς ρόδακες, συγκρίνεται με έργα τεχνιτών της μυκηναϊκής Θήβας και των ανακτορικών κέντρων της Αργολίδας. Αλλά και τα περίτεχνα τοιχογραφήματα του Ορχομενού συνδέονται ασφαλώς με ανακτορικά οικοδομήματα και επιμαρτυρούν τον πλούτο και τη λαμπρότητα των ενοίκων τους, και την τάξη και την υψηλή καταγωγή τους, τόσο σε σχέση και σύγκριση με τα ευρήματα των σύγχρονων κέντρων της Πελοποννήσου και της Κρήτης, όσο και με αντίστοιχα τέχνεργα της βοιωτικής Θήβας. Ο απόηχος του πλούτου και της ισχύος του βοιωτικού Ορχομενού έφθασε διαμέσου των αιώνων στην ομηρική ποίηση, όπου συγκρίνεται μόνο με τα πλούτη των Θηβών της Αιγύπτου.
Η σημασία της Βοιωτίας, κατά την εποχή της μυκηναϊκής ισχύος και εξάπλωσης στην ανατολική Μεσόγειο, προκύπτει κυρίως από το πλήθος των δεδομένων που ήλθαν στο φώς στη Θήβα. Την εποχή αυτή ο πυκνός πολεοδομικός ιστός του οικισμού κατελάμβανε στο σύνολό της την πιο ευρύχωρη μυκηναϊκή ακρόπολη. Η κυκλώπεια οχύρωση, που έζωνε την απιόσχημη ακρόπολη, έχει αποκαλυφθεί σε διάφορα σημεία της περιμέτρου του αναγλύφου της. Το πάχος των θεμελίων του τείχους διέφερε ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους, όπως και σε άλλες οχυρώσεις του τύπου αυτού. Σε ολόκληρο τον τειχισμένο χώρο της Καδμείας ανευρίσκονται κτήρια με σαφή ανακτορικό χαρακτήρα ενώ στο κέντρο περίπου της ακρόπολης τοποθετείται το κύριο ανακτορικό συγκρότημα το οποίο σε ελάχιστα μέρη του έχει ανασκαφεί. Από τα ελάχιστα γνωστά, σε σχέση με το μέγεθός του, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα προκύπτει μέγιστο πλάτος του συγκροτήματος, περί τα 62μ., ενώ το μήκος του εικάζεται, ότι υπερέβαινε τα 100, και ήταν ίσως διπλάσιο του ανακτόρου του Εγκλιανού.
Πιο συγκεκριμένα από το κύριο ανακτορικό συγκρότημα των Θηβών, που βρίσκεται κάτω από το εμπορικό κέντρο της πόλης έχει μέχρι τούδε (2012) ανασκαφεί τμήμα της ΒΑ γωνίας του, όπου εντοπίστηκε «Θησαυροφυλάκιο» και «Πιθεώνας», καθώς και χώροι με δάπεδο από κονίαμα στην προς νότο συνέχειά τους. Στη δυτική πλευρά του ίδιου συγκροτήματος εντοπίστηκε εγκατάσταση για την επεξεργασία του μαλλιού, όπως προκύπτει από τα κείμενα μικρής ομάδας πινακίδων Γραμμικής Β με αναφορές σε διανομή μαλλιού σε εργαστήρια και ιερά. Κείμενα Γραμμικής Β, σε πινακίδες και πήλινα σφραγίσματα, βρέθηκαν επίσης στο Θησαυροφυλάκιο και στο Δωμάτιο των Πίθων. Στους χώρους αυτούς η απρόσμενη και ξαφνική καταστροφή άφησε πίσω της κατάλοιπα από πολύτιμα ευρήματα, τα οποία παρέχουν το μέτρο της ισχύος των Θηβαίων ανάκτων λίγο πριν την πτώση τους. Πρόκειται για αντικείμενα που δείχνουν την ισχύ και τον πλούτο του ανακτόρου και των παραρτημάτων του και παράλληλα την άσκηση των ευγενών τεχνών και τη δημιουργία γόνιμων επαφών μεταξύ της Θήβας και της Βοιωτίας και των παραλίων της ανατολικής Μεσογείου. Στα τέχνεργα αυτά συγκαταλέγονται, τα άφθονα κοσμήματα από χρυσό, ελεφαντόδοντο, υαλόμαζα, λαζουρίτη και άλλες ημιπολύτιμες πέτρες (αχάτη, όνυχα, κορναλίνη και ορεία κρύσταλλο), οι σφραγίδες και οι εισηγμένοι σφραγιδοκύλινδροι.
Σε ανακτορικά κτήρια της Καδμείας, που θεωρούνται συνήθως παραρτήματα (ενδιαιτήματα, αποθήκες και εργαστήρια) του κύριου ανακτορικού συγκροτήματος, βρέθηκαν, εκτός των άλλων, εντυπωσιακές τοιχογραφικές συνθέσεις, γνωστές επίσης και από τον Ορχομενό και το Γλά. Η σχέση τους με αντίστοιχες των ανακτόρων της Πελοποννήσου μαρτυρεί την κίνηση τεχνιτών και ιδεών στον ελλαδικό χώρο και επιπλέον θέτει ερωτήματα για την πολιτική ενότητα του μυκηναϊκού κόσμου στην περίοδο της ακμής και της επέκτασης των επαφών του στην ανατολική Μεσόγειο.
Από τα κινητά ευρήματα του θηβαϊκού ανακτόρου και των παραρτημάτων του οι πινακίδες, τα σφραγίσματα και οι εμπορικοί ψευδόστομοι αμφορείς που φέρουν επιγραφές στη Γραμμική γραφή Β θεωρούνται ως τα πλέον σημαντικά και διαφωτιστικά τεκμήρια για τη ζωή και τον πολιτισμό της μυκηναϊκής Βοιωτίας στο απόγειο της ακμής της και λίγο πριν την διάλυση του ανακτορικού συγκεντρωτικού συστήματος. Πλάι στο διοικητικό-λογιστικό περιεχόμενο των κειμένων ανευρίσκεται έμμεση αλλά πλούσια πληροφόρηση για την κοινωνική και θρησκευτική ζωή στο περιβάλλον των ανακτόρων, καθώς και ενδεικτικά στοιχεία για τη γεωγραφία, τη βιοτεχνία, την παραγωγή και τις σχέσεις της Βοιωτίας με τον έξω κόσμο. Η Θήβα κατέχει την τρίτη θέση στο Αιγαίο σε αριθμό κειμένων Γραμμικής Β ενώ έχει δώσει τα περισσότερα ενεπίγραφα σφραγίσματα και επιζωγραφισμένους αμφορείς με επιγραφές στη γραφή αυτή από οποιαδήποτε άλλη μυκηναϊκή θέση. Τα κείμενα των αρχείων των Θηβών παρουσιάζουν την ποικιλία περιεχομένου και τα ίδια χαρακτηριστικά αυτών με αυτά που βρέθηκαν στα άλλα ανακτορικά κέντρα της κυρίως Ελλάδος και της Κρήτης ενώ είναι γνωστό ότι οι ψευδόστομοι αμφορείς από το ανακτορικό παράρτημα, το γνωστό ως «Οικία Κάδμου», ταξίδεψαν μαζί με το περιεχόμενό τους (λάδι) από την περιοχή των Χανίων.
Τα ευρήματα των νεκροταφείων των θαλαμοειδών τάφων, που επιχωριάζουν στη Βοιωτία, όπου είναι γενικώς άγνωστοι οι θολωτοί, με εξαίρεση τον ηγεμονικό τάφο του Ορχομενού, συμπληρώνουν την εικόνα, που έχει αποκτηθεί από την έρευνα των οικιστικών καταλοίπων των ανακτορικών θέσεων. Στη Θήβα, στον Ορχομενό, στην Καλλιθέα και στην Τανάγρα καθώς και σε παράλιες θέσεις του Ευβοϊκού, έχουν ανασκαφεί πολλοί θαλαμοειδείς ενώ πολλοί περισσότεροι έχουν καταστραφεί σε λαθροανασκαφές. Στην Τανάγρα διαδόθηκε το έθιμο της απόθεσης των νεκρών, ιδίως παιδιών, σε πήλινες λάρνακες, που από αιώνες ήταν γνωστές στην Κρήτη και σπάνιζαν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οι λάρνακες της Τανάγρας διακοσμούνται με θεματολόγιο προσαρμοσμένο στις ταφικές συνήθειες και εσχατολογικές δοξασίες των ανθρώπων της περιοχής, ορισμένες από τις οποίες ανευρίσκονται αυτούσιες στην πρώιμη ελληνική τέχνη.
Γενικώς τα ευρήματα από τους οικισμούς και τα νεκροταφεία της μυκηναϊκής Βοιωτίας προδίδουν πρωτόγνωρη δραστηριότητα στην εκμετάλλευση των εντόπιων πλουτοπαραγωγικών πηγών και στην αξιοποίηση πλεονεκτημάτων των πυκνών δικτύων επικοινωνίας και των συναλλαγών στον ευρύτερο αιγαιοανατολικό χώρο, σε μια εποχή σχετικής ειρήνης και ευημερίας στην περιοχή αυτή.
Οι συνθήκες όμως αυτές φαίνεται ότι άλλαξαν δραματικά, για άγνωστο σε μας λόγο, προς το τέλος του 13ου αι. π.Χ., ώστε, σε βραχύ σχετικώς διάστημα, να απεργαστούν την πλήρη διάλυση του ανακτορικού συστήματος μέσα από σειρά καταστροφών των κύριων και των δευτερευόντων οικιστικών κέντρων του. Τα τελευταία ουδέποτε πλέον ανέκαμψαν αλλά αντιθέτως παρήκμασαν και σε κάποιες περιπτώσεις εγκαταλείφθηκαν. Ιδέες, έθιμα, λατρείες και γενικώς πνευματικές και καλλιτεχνικές καταβολές και κατακτήσεις των Μυκηναίων, όσες προφανώς δεν σχετίζονταν με την οργάνωση και τη λειτουργία του πυρήνα του ανακτορικού συστήματος (οχυρώσεις, ανάκτορα, ιεραρχία, γραφή και αρχεία), επιβίωσαν και στη διάδοχο εποχή. Αντίθετα η ανάμνηση της ισχύος των κυκλώπειων ακροπόλεων, της ανδρείας των ηγεμόνων και της χλιδής των ανακτόρων υπέφωσκε αμυδρώς στα πρώιμα ελληνικά έπη και συντηρήθηκε με την άνθιση της ηρωολατρείας.