1. Γεωγραφική θέση και εδαφική διαμόρφωση
Η Βοιωτία είναι επίκαιρα τοποθετημένη ανάμεσα στην Αττική, τη Φωκίδα και τη Λοκρίδα και βρέχεται από τον Ευβοϊκό και το Κορινθιακό κόλπο. Η γεωφυσική διαμόρφωση και η ευφορία της ευνόησαν όχι μόνο την πρώιμη κατοίκησή της αλλά και την αυτάρκειά της σε αγαθά. Οι κάτοικοί της παρέμειναν, ως το τέλος των αρχαίων χρόνων, προσηλωμένοι στις παραδόσεις, τους θεσμούς, τις λατρείες και τις ασχολίες τους και, παρά τον μεγάλο φυσικό διαμελισμό των παραλίων της χώρας τους, δεν στράφηκαν ποτέ προς τη θάλασσα και τις υπερπόντιες επιχειρήσεις. Παρά τον χαρακτηρισμό της από ιστορικούς της αρχαιότητας ως «τριθάλαττoς», η Βοιωτία θεωρείται ανέκαθεν περιοχή ηπειρωτική, με λίμνες, ποτάμια, πηγές, εκτεταμένες πεδιάδες και κλεισμένη από τα βουνά, που κυριολεκτικά την απομονώνουν από τον έξω κόσμο.
2. Κατοίκηση και ιστορία
Η κατοίκηση της Βοιωτίας είναι παλαιότατη, όπως υπαινίσσεται η μυθολογία της και όπως σαφέστατα αποδεικνύουν τα δεδομένα των αρχαιολογικών ερευνών. Οι πρώτοι της κάτοικοι ενδέχεται να ανήκαν σε κάποια προελληνικά φύλα, ενώ αργότερα και πάντως στη διάρκεια της Μέσης και της Ύστερης Εποχής του Χαλκού η Βοιωτία κατοικήθηκε από ελληνόφωνους πληθυσμούς. Σύμφωνα με την παράδοση που διέσωσε ο Θουκυδίδης (Ι, 12.16), οι Βοιωτοί εποίκισαν τη χώρα προς το τέλος της Χαλκοκρατίας, μετακινούμενοι σταδιακά από τις θεσσαλικές κοιτίδες τους, στις ανατολικές υπώρειες της Πίνδου. Τα πρώτα στάδια της καθόδου των Βοιωτών συμπίπτουν και συμφωνούν με την παρακμή και την εγκατάλειψη των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων, ενώ η εγκατάστασή τους στη φερώνυμη χώρα ολοκληρώθηκε στους πρώτους ιστορικούς αιώνες. Ακολούθησε η ίδρυση των πιο σημαντικών πόλεων-κρατών, η καθιέρωση λατρείας θεών και ηρώων στα πιο σπουδαία ιερά τους και τέλος η διάδοση της αλφαβητικής γραφής από το δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ.
Οι ανασκαφές και οι επιφανειακές έρευνες στην επικράτεια των αρχαίων βοιωτικών πόλεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η Θήβα, ο Ορχομενός, η Εύτρηση, η Τάναγρα, το Άρμα, ο Ελεών το Ακραίφνιο, οι Θεσπιές, οι Πλαταιές, η Αλίαρτος, η Λεβάδεια, η Χαιρώνεια, η Κορώνεια, η Θίσβη και οι Κορσιαί ή Χορσιαί, διαφώτισαν, άγνωστες ως τώρα, πτυχές για την εξέλιξη και την ιστορική τους πορεία.
Τους πλάνητες πληθυσμούς της Παλαιολιθικής και τους μόνιμους οικισμούς της Νεολιθικής περιόδου, διαδέχθηκαν από την αρχή της Χαλκοκρατίας (περί το 3000 π.Χ.) ακμαίοι οικισμοί, όπως η Θήβα, η Εύτρηση και ο Ορχομενός. Σε όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού, και ιδιαιτέρως στη Μυκηναϊκή περίοδο, υπήρχαν στη Βοιωτία αρκετοί οικισμοί, κατεσπαρμένοι σε πεδινές ή ημιορεινές περιοχές, σε παραθαλάσσιες, παραλίμνιες και παραποτάμιες θέσεις, συνήθως κοντά στους τόπους παραγωγής και στις οδικές αρτηρίες διακίνησης των αγαθών.
Τα επιτεύγματα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (π. 3000-2000 π.Χ.) τα διαδέχθηκε και στη Βοιωτία η στασιμότητα των πρώτων αιώνων της Μέσης Χαλκοκρατίας (2000-1680 π.Χ.). Στη συνέχεια η γόνιμη επαφή των Ελλαδιτών με τους προηγμένους πολιτισμούς των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης συνέβαλε στη ραγδαία μετεξέλιξη της αρχέγονης κοινωνίας τους. Η διάδοση υπερπόντιων αγαθών, τεχνών και ιδεών από το Αιγαίο και την Κρήτη είναι φανερή στη Βοιωτία και επέδρασε καταλυτικά στον υλικό και πνευματικό πολιτισμό της.
Αποτέλεσμα των διεργασιών αυτής της εποχής ήταν η δημιουργία και η εξέλιξη του λαμπρού μυκηναϊκού πολιτισμού (1680-1100 π.Χ.), του οποίου η Βοιωτία υπήρξε σπουδαίο θέατρο και κέντρο. Τα υλικά του κατάλοιπα και ιδιαιτέρως τα γραπτά του μνημεί, στην Γραμμική γραφή Β, αποτελούν τα κύρια τεκμήρια του υψηλού επιπέδου και της ακμής του κατά τον 14ο και 13ο αι. π.Χ. Την ακμή της μυκηναϊκής ανακτορικής περιόδου στα κύρια κέντρα της αντικατοπτρίζουν αμυδρά κάποια στοιχεία υλικού και πνευματικού πολιτισμού που διέσωσε η πρώιμη επική ποίηση, στα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου.
Η πολιτική κατάσταση που διαδέχθηκε το μυκηναϊκό πολιτισμό σε όλη την έκταση της σημερινής Βοιωτίας αντικατοπτρίζεται στον ομηρικό «Κατάλογο των Πλοίων». Οι 31 βοιωτικές πόλεις και οι εννιά πόλεις των Φωκέων, οι πέντε από τις εννιά σήμερα ανήκουν στη Βοιωτία (Ιλ. Β 494-524), εκφράζουν την πολιτική γεωγραφία της περιοχής στους μεταμυκηναϊκούς χρόνους. Φαίνεται μάλιστα ότι από τότε ιδρύθηκαν σταδιακά και άλλοι οικισμοί στην ύπαιθρο χώρα, καθώς οι Βοιωτοί και στα δυτικά οι Φωκείς, συνέχιζαν να μετακινούνται από βορρά προς νότον. Οπωσδήποτε κάποιοι από τους παλαιούς οικισμούς συνέχισαν τη ζωή τους με τη νέα κατάσταση ενώ, στα όσα από τα υπάρχοντα ιερά επιβίωσαν, προστέθηκαν τα νέα, που ιδρύονταν από τους κατακτητές στην πορεία τους προς τα νότια.
Το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού το ακολούθησαν στη Βοιωτία και στην περιοχή της ανατολικής Φωκίδας οι Σκοτεινοί Αιώνες (1100-800 π.Χ.), που φωτίζονται αμυδρά μόνον από τις μυθικές παραδόσεις και από τα δεδομένα των ανασκαφών. Στη διάρκεια πάντως των Γεωμετρικών αιώνων (9ος-8ος αι. π.Χ.) την κληρονομική βασιλεία διαδέχθηκαν βαθμηδόν αιρετοί άρχοντες, κυρίως αριστοκράτες γεωκτήμονες, που εγκατέστησαν ολιγαρχικές κυβερνήσεις. Στη Βοιωτία, σε ορισμένες πόλεις, οι ολιγαρχίες διήρκεσαν ως τον Πελοποννησιακό πόλεμο, ενώ ουδέποτε εξελίχθηκαν σε τυραννίες. Όπως προαναφέρθηκε οι επήλυδες Βοιωτοί κατέλαβαν σταδιακά όλη τη χώρα και κατά τον 8ο αιώνα είχαν ήδη εγκατασταθεί οριστικά στις εστίες τους και διαμόρφωσαν εκεί τις μετέπειτα πόλεις-κράτη των ιστορικών χρόνων. Σταδιακά οι πλέον ισχυροί οικισμοί κάθε περιοχής απορρόφησαν τους υπόλοιπους, ενώ πολύ νωρίς ξεχώρισαν η Θήβα και ο Ορχομενός, των οποίων ο πρώιμος ανταγωνισμός είχε, ως φαίνεται, ακόμη παλαιότερες καταβολές. Στη διελκυστίνδα τους των δύο κορυφαίων βοιωτικών πόλεων για τον έλεγχο των μεγάλων βοιωτικών ιερών (Ιτωνίου, Αλαλκομενών, Ογχηστού, αργότερα και του Πτώου), επικράτησε τελικώς η Θήβα.
Η Γεωμετρική (900-700 π.Χ.) και ιδίως η Αρχαϊκή εποχή (700-480 π.Χ.) ήταν για τη Βοιωτία, περίοδοι προόδου και ουσιαστικών πολιτικών, κοινωνικών και καλλιτεχνικών εξελίξεων. Προς το τέλος μάλιστα του 6ου π.Χ. αι., ανάμεσα στις κύριες βοιωτικές πόλεις, φαίνεται ότι δημιουργείται, με την έμπνευση και υπό την ηγεσία των Θηβαίων, μια πρώτη μορφή συμμαχίας ή ομοσπονδίας. Αρχικός στόχος του Κοινού των Βοιωτών, όπως ονομάστηκε η ομοσπονδία, ήταν η προστασία των βοιωτικών πόλεων από την επιβουλή των Θεσσαλών και των Αθηναίων. Στη συνέχεια όμως ο θεσμός αυτός εξελίχθηκε σε όργανο και μοχλό επιβολής της θηβαϊκής ισχύος και πολιτικής στους λοιπούς Βοιωτούς αλλά στις όμορες χώρες, ενώ η λειτουργία του, εν μέσω πλείστων όσων αντιξοοτήτων, συνεχίστηκε ως τα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης. Παράλληλη ήταν και η ιστορική πορεία των φωκικών πόλεων που προς το τέλος του 6ου αι. αποτίναξαν την επικυριαρχία των Θεσσαλών και στη συνέχεια ίδρυσαν τη Φωκική Συμπολιτεία, της οποίας η έδρα, το Φωκικόν, έχει εντοπιστεί μεταξύ Αμβρόσσου (Διστόμου) και Δαυλίδος (Δαύλειας).
Η παράδοση αναφέρει την πρώτη σύγκρουση μεταξύ Θηβών και Ορχομενού καθώς και τη νικηφόρα, εναντίον των Θεσσαλών, μάχη του Κερησσού, που ίσως τοποθετούνται στον 7ο και στον 6ο αι. π.X. αντιστοίχως. Από τότε εκδηλώθηκε και η απαίτηση των Θηβαίων να ορίζουν τις τύχες ολόκληρης της Βοιωτίας, που επέφερε πλήθος δεινών στους ίδιους καθώς και στον λοιπόν ελληνικό κόσμο. Η Θήβα, επικεφαλής των Βοιωτών, πολέμησε καταρχήν εναντίον των Αθηναίων και ηττήθηκε κατά κράτος σε μάχη στον Εύριπο (507/6 π.Χ.).
Σε αυτό το πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα έλαβε χώρα η εισβολή των Περσών στη Βοιωτία (480 π.Χ.), η πανελλήνια συστράτευση εναντίον τους και η νικηφόρα, τελική απόκρουσή τους στις Πλαταιές (479 π.Χ). Εκεί οι Θηβαίοι και όσοι Βοιωτοί τους ακολούθησαν συμπαρατάχθηκαν με τη στρατιά του Μαρδονίου και υπέστησαν τις συνέπειες της ήττας και του μηδισμού τους. Μετά τη μάχη τις Τανάγρας και των Οινοφύτων (458 π.Χ.) οι Αθηναίοι κυριάρχησαν στη Βοιωτία, ως την τελική εκδίωξή τους εκείθε μετά τη μάχη της Κορώνειας (447 π.Χ.). Στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.) οι Βοιωτοί, με την ηγεσία των Θηβαίων, πολέμησαν εξαρχής εναντίον των Αθηναίων στο πλευρό της Σπάρτης, κατέλαβαν και κατέστρεψαν τις Πλαταιές (427 π.Χ.) και τις Θεσπιές, την επαύριο της νίκης στο Δήλιο (424 π.Χ.). Αντίθετα προς το τέλος του 5ου και τις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα, υπήρξε αρχικά προσέγγιση προς τη δημοκρατική Αθήνα και ταυτόχρονα εχθρότητα προς την Σπάρτη, που οδήγησε στις μάχες της Αλιάρτου και της Κορώνειας (395 και 394 π.Χ.). Η επιβολή των όρων της Ανταλκιδείου ειρήνης (386 π.Χ.) εκ μέρους της Σπάρτης είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση του Κοινού των Βοιωτών. Εξάλλου η κατάληψη της Καδμείας (382 π.Χ.) και η εγκατάσταση και η εκδίωξη της σπαρτιατικής φρουράς επέφερε τη σύγκρουση των δύο άλλοτε συμμάχων. Οι Θηβαίοι Πελοπίδας και Επαμεινώνδας επικεφαλής και των λοιπών Βοιωτών αντιτάχθηκαν σε νικηφόρα, εναντίον των Λακεδαιμονίων, μάχη στα Λεύκτρα (371 π.Χ.). Στη συνέχεια οι Θηβαίοι, ως ηγεμόνες πλέον της Ελλάδος εισέβαλαν στην Πελοπόννησο, όπου ίδρυσαν την πόλη της Μεσσήνης (369 π.Χ.) και ενθάρρυναν τους Αρκάδες στην ίδρυση ομοσπονδίας με κοινή πρωτεύουσα, την Μεγάλη Πόλιν (σημ. Μεγαλόπολη). Λίγα χρόνια αργότερα στη μάχη της Μαντίνειας (362 π.Χ.) η συμμαχία Αθηναίων και Πελοποννησίων έθεσε τέρμα στη βραχύβια θηβαϊκή ηγεμονία.
Στη Βοιωτία και στη Φωκίδα οι πολεμικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν με τον Τρίτο Ιερό πόλεμο (356-346 π.Χ.). Η ανάμιξη του Φιλίππου στα πράγματα της Νότιας Ελλάδας, ως υπερασπιστή των δικαίων του δελφικού Μαντείου, οδήγησε στη φονική μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), όπου η ιδέα της ελληνικής πόλης-κράτους έδωσε τη θέση της στην ευρύτερη δυναστική διακυβέρνηση και σε μια νέα ιστορική εποχή. Η εκδήλωση της νέας τάξης πραγμάτων έγινε στην παράλογη εξέγερση των Θηβαίων, με την πολιορκία της μακεδονικής φρουράς της Καδμείας και τη συνακόλουθη καταστροφή της πόλης από το στρατό του Αλεξάνδρου Γ΄. Σπουδαίο ρόλο στα τραγικά αυτά συμβάντα έπαιξε και άσβεστη εχθρότητα ορισμένων βοιωτικών πόλεων (Πλαταιών, Θεσπιών και Ορχομενού), προς τη Θήβα, που εκδικήθηκαν για τα όσα αυτή διέπραξε εις βάρος τους την εποχή της δικής της παντοδυναμίας.
Στην Ελληνιστική περίοδο (323-31π.Χ.), μετά τον πρόωρο θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, τα μεγάλα ή μικρότερα δυναστικά κράτη επιδίωξαν να θέσουν υπό την ηγεσία τους τις κατακερματισμένες δυνάμεις του ελληνισμού. Όμως οι συνθήκες ζωής, η λατρεία, τα πατροπαράδοτα ήθη και οι αλλοτινή πολιτική και στρατιωτική ισορροπία μεταξύ των διαφόρων πόλεων είχαν αλλάξει ανεπιστρεπτί μετά τη μεγαλειώδη έξοδο των Ελλήνων προς την Ανατολή. Η Βοιωτία αποτέλεσε επί μακρόν πεδίο συνεχών και σφοδρών συγκρούσεων. Η επίκαιρη, από στρατιωτική άποψη, θέση της και η εχθρότητα ανάμεσα στις πόλεις της ευνόησε την πληθώρα των μαχών στο έδαφός της. H παλαιά της πρωτεύουσα η Θήβα φαίνεται ότι, παρά την επανίδρυσή της από τον Κάσσανδρο, δεν αποτελούσε πλέον την ηγεμονική δύναμη του παρελθόντος αλλά αντίθετα πόλη μετρίου μεγέθους με προϊούσα τάση εξασθένησης. Οι λοιπές βοιωτικές πόλεις και κώμες, σύμφωνα με τους ιστορικούς και τους περιηγητές των ύστερων ελληνιστικών και των ρωμαϊκών χρόνων, με εξαίρεση τις Θεσπιές και την Τανάγρα, που είχαν ακόμη αρκετό πληθυσμό, είχαν παρακμάσει, συρρικνωθεί και ορισμένες μάλιστα ερημωθεί. Οι συνεχείς συγκρούσεις και στρατολογήσεις κατέστησαν τη Βοιωτία αδύναμη και χειμαζόμενη χώρα, κυριολεκτικά υποχείριο στους ποικιλώνυμους εισβολείς και στη διαπάλη αρχικά μεταξύ των ηγεμόνων και άλλων διεκδικητών των ελληνιστικών βασιλείων και αργότερα μεταξύ των Ρωμαίων πολέμαρχων ή των μνηστήρων της αυτοκρατορικής εξουσίας. Ανάμεσα στις τραγικές συνέπειες των πολεμικών συγκρούσεων της ήταν η πλήρης καταστροφή της Αλιάρτου, της Κορώνειας και της Θίσβης από τους Ρωμαίους (171 π.Χ.) επειδή στη διαπάλη τους με τον Περσέα, τάχθηκαν στο πλευρό του.
Ιδιαιτέρως καταστροφική για τη Βοιωτία και την ευρύτερη περιοχή της κεντρικής Ελλάδας στάθηκε η εισβολή των Ρωμαίων (148 και 146 π.Χ.), οι εκστρατείες του Μιθριδάτη Στ΄, υπό τον Αρχέλαο, και των Ρωμαίων, υπό τον Σύλλα, που κατέληξαν στις αναμετρήσεις κοντά στη Χαιρώνεια και τον Ορχομενό (86 π.Χ.). Τα γεγονότα αυτά, που τα περιγράφουν οι αρχαίοι συγγραφείς, επιμαρτυρούνται επίσης από μνημεία και επιγραφές. Όλες οι πηγές συμφωνούν για τις καταστροφικές τους συνέπειες για την περιοχή, στο ανθρώπινο και στο πολιτιστικό της κεφάλαιο. Οι κατοπινές εμφύλιες συγκρούσεις των Ρωμαίων, στους Φιλίππους και το Άκτιο, επέτειναν τον μαρασμό των αρχαίων βοιωτικών πόλεων. Αντίθετα η μακρόχρονη αυτοκρατορική ειρήνη βοήθησε στην σχετική ευδαιμονία τους πριν από τις επιδρομές των Ερούλων και άλλων φύλων, κατά τους τελευταίους αιώνες της αρχαιότητας.
3. Τέχνη και πολιτισμός
Η τέχνη και ο πολιτισμός της αρχαίας Βοιωτίας, αν και έγιναν γνωστά στην έρευνα από αρκετά νωρίς, κυρίως από το πλήθος των ετερόκλητων έργων τέχνης που πλούτισαν τις συλλογές των, εντός και εκτός Ελλάδας μουσείων, δεν αξιολογήθηκαν στην πραγματική τους διάσταση. Αιτία των ανωτέρω στάθηκε η σύγκριση με τα ανώτερα αττικά έργα ή με δημιουργήματα γνωστών καλλιτεχνών άλλων περιοχών του αρχαίου κόσμου (Κυκλάδων, Άργους, Κορίνθου, Μ. Ασίας). Εξαίρεση απετέλεσαν τα πήλινα ειδώλια, η τέχνη των οποίων επιχωρίαζε στη Βοιωτία από τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια και γνώρισε ασυνήθιστη ακμή κατά την κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Περιζήτητα για τους συλλέκτες και τις συλλογές των μεγάλων μουσείων αποδείχθηκαν, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., τα γυναικεία ειδώλια των εργαστηρίων της Τανάγρας οι περίφημες «ταναγραίες», που απεικονίζουν γυναίκες σε στιγμές περιπάτου με κομψή και πλούσια ενδυμασία και περίτεχνη κόμμωση. Όντως η εξελικτική πορεία της βοιωτικής κοροπλαστικής παράδοσης εκπροσωπεί μακρά και ποικίλη σειρά γυναικείων και ανδρικών ειδωλίων καθώς και ομοιωμάτων ζώων ή αντικειμένων, που παρήχθησαν για τις ανάγκες των ιερών και των νεκροταφείων από την ύστερη γεωμετρική ως και την ύστερη ελληνιστική περίοδο.
Στη Βοιωτία άνθησαν οι τέχνες και τα γράμματα σε πολλές περιόδους και σε πολλούς τομείς. Η κεντρική τοποθέτησή της πάνω στο σταυροδρόμι των επικοινωνιών και των πολιτισμών ευνόησε τη συμμετοχή των κατοίκων της στα δίκτυα επαφών και πολιτιστικών ανταλλαγών με τα διάφορα σημεία του ελληνικού και του ευρύτερου μεσογειακού κόσμου. Στις διάφορες λοιπόν φάσεις της προϊστορίας οι οικισμοί και αργότερα τα κύρια αστικά κέντρα συμμετείχαν στις εξελίξεις και στις πολιτιστικές κατακτήσεις από τη νεολιθική ως την μυκηναϊκή εποχή. Στην τελευταία αυτή περίοδο σημειώθηκε σημαντική πρόοδος των τεχνών στην ηπειρωτική Ελλάδα και δη στη Βοιωτία. Ιδιαίτερη ακμή παρουσίασε η κεραμική τέχνη, με πολλές εισαγωγές και επιδράσεις από γειτονικές περιοχές (Αττική, Εύβοια και Κορινθία), όπου και αναπτύχθηκαν πρωιμότατα και υψηλού επιπέδου εργαστήρια, ιδίως στην αρχαϊκή περίοδο. Από τις αρχές μάλιστα του 6ου αιώνα ο μελανόμορφος ρυθμός υιοθετήθηκε και στη Βοιωτία υπό την επίδραση κορινθιακών και αττικών εισαγωγών και ενισχύθηκε από την εγκατάσταση αττικών αγγειογράφων στην περιοχή της. Την εποχή μάλιστα αυτή καταγράφεται και η παραγωγή τοπικών βοιωτικών εργαστηρίων, όπως των Θηβών, της Τανάγρας και του Ακραιφνίου, τα έργα των οποίων δείχνουν πρωτοτυπία και εφευρετικότητα.
Στο περιβάλλον των μεγάλων αρχαϊκών και κλασικών πόλεων και των ιερών τους ήδη από τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια άκμασε η μεταλλοτεχνία και η μεγάλη πλαστική με επείσακτα και εντόπια έργα, δείγματα των οποίων βρέθηκαν στα νεκροταφεία (Τάναγρα, Θήβα, Θεσπιές, Ακραίφνιο) και στα ιερά (Θήβα, Πτώο, Καβείριο). Η τέχνη της μεγάλης πλαστικής έχει παλιές και ισχυρές ρίζες στη Βοιωτία και τα πρώτα έργα της, που προέρχονται από ιερά και νεκροταφεία, ανάγονται στο πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. Αν και σπανιότερα σε σχέση με τα πήλινα, τα ορειχάλκινα ειδώλια, κοσμήματα, όπλα, αγγεία και εργαλεία έχουν μακρά παράδοση και παρουσία στο περιβάλλον των βοιωτικών ιερών και των νεκροπόλεων, ως αναθήματα και κτερίσματα αντιστοίχως.
Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν στη Βοιωτία μετά τα Μηδικά και οι μεγάλες αλλαγές που ακολούθησαν τη μάχη της Χαιρώνειας, την επικράτηση των Μακεδόνων και την πρωτοφανή καταστροφή των Θηβών, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία και εξέλιξη της βοιωτικής τέχνης των κλασικών και των μετέπειτα χρόνων. Η επίδραση των αττικών προτύπων σε περιοχές που κατά περιόδους και λόγω της πολιτικής τους (Θήβα, Πλαταιές, Θεσπιές) ή λόγω της γεωγραφικής θέσης τους (Τάναγρα) βρέθηκαν σε στενή επαφή με την Αθήνα, ανιχνεύεται στα τοπικά βοιωτικά εργαστήρια. Φαίνεται μάλιστα ότι κατά το τέλος του 5ου ή τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. στη Θήβα και στην Τανάγρα δημιουργήθηκε σχολή παραγωγής εγχάρακτων και ζωγραφικών έργων με αθηναϊκές καταβολές και πυρήνα. Ορισμένα μνημεία προδίδουν ξένους τεχνίτες στη Βοιωτία και άλλα ικανούς Θηβαίους ή Ταναγραίους, που σύμφωνα και με αρχαίες μαρτυρίες μαθήτευσαν κοντά σε ταλαντούχους Αθηναίους γλύπτες, χαλκοπλάστες και ζωγράφους, και μετέφεραν τα διδάγματά τους και στη βοιωτική καλλιτεχνική σκηνή δημιουργώντας ενίοτε πρωτότυπα και υψηλής πνοής έργα. Η μικρή σειρά εγχάρακτων επιτύμβιων στηλών από μαύρο τοπικό λίθο προέρχεται από νεκροταφεία της Θήβας και την Τανάγρας και χρονολογούνται από τα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου αι. π.Χ.
Μια ιδιαίτερη και όχι ευκαταφρόνητη ομάδα αγγείων, οι καβιρικοί σκύφοι, εμφανίστηκε στα εργαστήρια της περιοχής των Θηβών από τον 5ο και κυρίως από τις αρχές του 4ου αι.π.Χ. Τα αγγεία αυτά συνδέονταν με τη μυστηριακή λατρεία στο περίφημο θηβαϊκό ιερό και περιέχουν στοιχεία από τον βοιωτικό μελανόμορφο ρυθμό και θέματα από τη διονυσιακή τελετουργία και τη μυθική παράδοση με διάθεση διακωμώδησης διαφόρων επεισοδίων της. Αγγεία ιδιάζοντος μεγέθους και σχήματος, συνήθως μικκύλα, πήλινα ειδώλια και προτομές καθώς και πλοχμοί από στάχυα ή άνθη έχουν βρεθεί στο περιβάλλον άλλων βοιωτικών ιερών, που έχουν ανασκαφεί κατά καιρούς.
Από τη Βοιωτία, περιοχή με σημαντικό αριθμό ανεξάρτητων πόλεων, πλήθος λατρειών και ιερών και παλαιά παράδοση στον γραπτό λόγο, προέρχεται μεγάλος αριθμός επιγραφών. Στα μουσεία της Θήβας, Χαιρώνειας και Σχηματαρίου, καθώς και στην Αρχαιολογική Συλλογή του Διστόμου στην περιοχή της αρχαίας Ανατολικής Φωκίδας υπάρχει μεγάλος αριθμός ενεπίγραφων λίθων, κυρίως επιτυμβίων αλλά και αρκετών αναθηματικών, ο οποίος ολοένα μεγαλώνει. Οι περισσότερες επιγραφές χρονολογούνται στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή και, μαζί με τα λοιπά ευρήματα και τα νομίσματα από οικισμούς και νεκροπόλεις, παρέχουν πολύτιμα στοιχεία για την κοινωνία και τους θεσμούς της Βοιωτίας και της ευρύτερης περιοχής, κατά τις ως άνω πολυτάραχες ιστορικές περιόδους.
Η κοπή και κυκλοφορία νομισμάτων στη Βοιωτία έχει μακρά και ενδιαφέρουσα ιστορία και στη μακραίωνη πορεία της επηρρεάστηκε από πλήθος παραγόντων μεταξύ των οποίων οι εσωτερικές αντιθέσεις των πόλεων, η υπεροπλία των Θηβών στο πλαίσιο της Ομοσπονδίας, οι διαρκείς συγκρούσεις και αλλαγές στρατοπέδων στα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια.
Η έρευνα των πόλεων, των τειχισμένων ακροπόλεων, των ιερών και των νεκροπόλεων της Βοιωτίας είναι ευκαιριακή και περιορισμένη χρονικά και τοπικά. Έλαβε χώραν, ως επί το πλείστον, σε εποχές και κάτω από συνθήκες, που δεν ευνόησαν τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της, τα οποία συχνά παρουσιάζονταν συντόμως ή και ελλιπώς. Πολλά μάλιστα από τα αρχαία νεκροταφεία της, στην Τανάγρα, τις Θεσπιές και τη Θήβα, υπέστησαν ολοσχερή σύληση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι βαθιές επιχώσεις ή αντιθέτως η διάβρωση των εδαφών δεν επέτρεψαν την έρευνα των καταλοίπων της αρχαιότητας. Επί πλέον τα ερείπια των αρχαίων βοιωτικών πόλεων, πρωτίστως της Θήβας, και δευτερευόντως των Θεσπιών, της Θίσβης, των Πλαταιών, της Τανάγρας, του Ελεώνα, της Λιβαδειάς, της Αλιάρτου, του Ακραιφνίου, του Ορχομενού και της Χαιρώνειας, χρησιμοποιήθηκαν επί μακρόν και κατ’εξακολούθησιν σε δεύτερη χρήση, μια καταστροφική πρακτική που την ενέτεινε η μηχανική καλλιέργεια και η οικοδομική και βιομηχανική δραστηριότητα των τελευταίων δεκαετιών.
Κατά τα τελευταία χρόνια, η διεξαγωγή μεγάλου αριθμού και, όχι σπανίως, μεγάλης έκτασης ανασκαφών με την ευκαιρία εργασιών ανοικοδόμησης και κατασκευής δημοσίων υποδομών, επέτρεψε την έρευνα πολλών θέσεων διάσπαρτων σε πολλά σημεία της Βοιωτίας.