1. Η εμφάνιση του κοινού στον ελληνικό κόσμο
Το «κοινόν» συνιστά μια μορφή ομοσπονδιακής κρατικής οργάνωσης που εμφανίζεται πρώτη φορά στον αρχαίο ελληνικό κόσμο κατά τον 5ο αι. π.Χ. Αποτελεί ένα συνδυασμό αμφικτονίας, συμπολιτείας και συμμαχίας, καθώς η κοινή φυλετική καταγωγή που υπαγόρευε την τέλεση της λατρείας σε κοινά ιερά αλλά και οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ανάγκες υπήρξαν οι κύριοι λόγοι συγκρότησης κοινών. Κάθε πόλη που προσχωρούσε σε ένα κοινό εκχωρούσε τα δικαιώματα της εξωτερικής της υπόστασης, ως κρατικής οντότητας, στην ομοσπονδία. Το κοινό ασκούσε την κυριαρχική του εξουσία με τις ομοσπονδιακές συνελεύσεις και τις εκκλησίες, στις οποίες είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλοι οι πολίτες των τοπικών βουλών. Η βουλή ήταν το σώμα εκείνο που εξέλεγε τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του κοινού, εφάρμοζε την εξωτερική πολιτική και προάσπιζε τα συμφέροντα του συνόλου.
2. Το Κοινό των Βοιωτών
Το παλαιότερο πρότυπο του πολιτικού αυτού συστήματος ήταν το Κοινό των Βοιωτών, που απαντά στους αρχαίους συγγραφείς με τους όρους «έθνος», «κοινόν» ή μόνο με το εθνικό όνομα «Βοιωτοί». Το γενικό σχήμα του ομοσπονδιακού αυτού κράτους ήταν διμερές στη δομή του: στην κορυφή ήταν η κεντρική κυβέρνηση, που απαρτιζόταν από τους αντιπροσώπους των πόλεων, και στη βάση βρίσκονταν οι πόλεις. Σημαντικότατοι θεσμοί του κεντρικού κράτους ήταν: ο βοιωτάρχης (αξίωμα με πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες), ο ίππαρχος και ο γραμματεύς. Υπήρχαν ακόμη: πρωτοβάθμια συνέλευση, ομοσπονδιακή βουλή, ομοσπονδιακοί νομογράφοι που κατάρτιζαν και αναθεωρούσαν τους νόμους, ομοσπονδιακό δικαστήριο, ομοσπονδιακός στρατός, ομοσπονδιακό ταμείο και ομοσπονδιακό νόμισμα με σήμα τη βοιωτική ασπίδα. Η διαίρεση σε χωρικές περιφέρειες, παρά τις αλλαγές οι οποίες σημειώνονταν κατά καιρούς στους συσχετισμούς των επιμέρους πόλεων που εντάσσονταν σε αυτές, αποτέλεσε τη βάση της αναλογικής τους αντιπροσώπευσης στη στρατιωτική οργάνωση, την εκλογή των αξιωματούχων, των δικαστών, των βουλευτών, ακόμη και του συστήματος πληρωμής των φόρων.
2.1. Η φυλετική διάσταση
Το φυλετικό κράτος των Βοιωτών προχώρησε γρήγορα, μετά την κάθοδό του και τη μόνιμη εγκατάστασή του στην πεδινή έκταση δυτικά της Κωπαΐδας (Θουκυδίδης Ι 12.6), ήδη από τις αρχές του 11ου αι. π.Χ., στη διάσπαση σε πολλές αυτοδιοικούμενες περιοχές, που μετεξελίχθηκαν κατά τις αρχές της Αρχαϊκής περιόδου σε πόλεις-κράτη. Σταδιακά έως τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. προχώρησε και ο συνοικισμός, δηλαδή η ενσωμάτωση μικρότερων γειτονικών οικισμών στους μεγαλύτερους και η δημιουργία οκτώ ή εννέα αυτοδιοικούμενων πόλεων-κρατών.
2.2. Η θρησκευτική-λατρευτική διάσταση
Σημεία σύγκλισης των βοιωτικών πόλεων υπήρξαν οι δύο θρησκευτικές αμφικτιονίες, οι οποίες είχαν τη φροντίδα της συντήρησης των ιερών και της διοργάνωσης εθνικών εορτών: ασχολούνταν με τα Παμβοιώτια, που γίνονταν στο Ιτώνιο, το πανάρχαιο ιερό της Αθηνάς Ιτωνίας στην Κορώνεια, και με τις εορτές που τελούνταν στο Ποσειδώνιο, το ιερό άλσος του Ποσειδώνος στην Ογχηστό, κοντά στην Αλίαρτο.
2.3. Η στρατιωτική διάσταση
Όπως συμπεραίνεται από τις πληροφορίες των πηγών, έως τα Περσικά δεν μπορεί να γίνει λόγος για ομοσπονδιακό βοιωτικό κράτος. Πρόκειται κυρίως για μια πολιτική και στρατιωτική ένωση πόλεων στην οποία σταδιακά η Θήβα κατέλαβε ηγεμονική θέση με το να ελέγχει μεγάλο μέρος του βοιωτικού εδάφους, να καθορίζει την εξωτερική πολιτική των Βοιωτών, να ηγείται των πολεμικών συγκρούσεων και να προσπαθεί να επιβάλει την προσχώρηση των πιο αδύναμων σε αυτήν. Πρωταρχικός σκοπός αυτής της ένωσης, που διαφέρει από τις θρησκευτικού χαρακτήρα ενώσεις της προηγούμενης περιόδου, ήταν η σύμπηξη μιας ισχυρής αμυντικής συμμαχίας απέναντι στις επεκτατικές τάσεις των Θεσσαλών και των Αθηναίων. Η βουλή, η αλίη (Ηρόδοτος V 79), που λάμβανε τις αποφάσεις, συγκαλούνταν στη Θήβα, υπό την ισχύ της τελευταίας. Τον πυρήνα της πρώτης αυτής πολιτικής ένωσης αποτέλεσαν, εκτός από τη Θήβα, η Τανάγρα, η Κορώνεια και οι Θεσπιές. Η Τετρακωμία (Μυκαλησσός, Φαρές, Ελεώνας, Άρμα), η Αυλίδα, η Αλίαρτος και η Ακραιφία περιλαμβάνονταν πιθανότατα ως πόλεις-δορυφόροι. Απουσίαζαν οι Πλαταιές, που είχαν συμμαχήσει με τους Αθηναίους από το 519 π.Χ. (Ηρόδοτος VI 108), και ο Ορχομενός, που έχοντας τη θεσσαλική υποστήριξη έμεινε ανεξάρτητος έως το 507 π.Χ. Λίγο αργότερα προσχώρησαν στην ένωση η Λεβάδεια, η Χαιρώνεια και η Υηττός.
3. Τα μέλη του βοιωτικού κοινού
Έως το τέλος των Περσικών πολέμων έντεκα πόλεις-κράτη συγκαταλέγονταν στα μέλη της ένωσης [Θήβα, Τανάγρα, Θεσπιές, Κορώνεια, Αλίαρτος, Ακραιφία, Τετρακωμία, Ορχομενός, Λεβάδεια, Κώπες, Ανθηδόνα (ή Χαιρώνεια)]. Μετά τα Περσικά και παρ’ όλη την ταπείνωση που υπέστησαν οι Βοιωτοί, κυρίως οι Θηβαίοι, από τους συνασπισμένους Έλληνες για τη φιλοπερσική στάση τους, το Κοινό δε διαλύθηκε (Διόδωρος ΧΙ 81.2· Ιουστίνος ΙΙΙ 6.10). Η Θήβα έχασε όμως την ηγεμονία της και ο ρόλος της μειώθηκε σημαντικά, καθώς πόλεις-μέλη, όπως η Τανάγρα, που αύξησε τη χωρική της περιφέρεια έως τον Εύριπο, και ο Ορχομενός, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία αυτή για να αποστατήσουν. Το γεγονός μάλιστα ότι η Τανάγρα έκοψε αυτή την εποχή για λογαριασμό του Κοινού στατήρες (δίδραχμα) με τα δικά της αρχικά Τ-Α ή Τ-Τ στην εμπρόσθια όψη έκανε ορισμένους ερευνητές να υποστηρίξουν ότι αντικατέστησε τη Θήβα στην ηγεμονία της ένωσης.
Κατά τη διάρκεια της αθηναϊκής κυριαρχίας στη Βοιωτία (458-447 π.Χ.) το Βοιωτικό Κοινό υπήρξε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας (Θουκυδίδης Ι 107-108). Αυτό φανερώνουν και τα νομίσματα που συνεχίζουν να φέρουν το σύμβολο του Κοινού, την ασπίδα, αλλά δεν επιγράφονται με το εθνικό ΒΟΙΟ. Η θέση της Θήβας δεν ήταν κυρίαρχη. Αντίθετα, οι Πλαταιές φαίνεται ότι την εποχή αυτή προσχώρησαν στο Κοινό με ιδιαίτερα προνόμια –παρείχαν δύο βοιωτάρχες–, ενώ ίσως συμμετείχαν εν τέλει ως εκπρόσωποι των ίδιων των αθηναϊκών συμφερόντων.
Μετά τον τερματισμό της αθηναϊκής κυριαρχίας στη Βοιωτία (446 π.Χ.) η Θήβα, με τη συμμετοχή και την υποστήριξη των Ορχομενίων (Θουκυδίδης Ι 113), κέρδιζε συνεχώς έδαφος στο ανασυγκροτημένο Κοινό, που τώρα λάμβανε πλέον πρώτη φορά ομοσπονδιακό χαρακτήρα. Η πρώτη βοιωτική ομοσπονδία επιβίωσε με μικρές αλλαγές επί δύο γενιές, από το 446 π.Χ. έως την Ειρήνη του Βασιλέως (387/386 π.Χ.). Όπως μας παραδίδεται από πάπυρο της αιγυπτιακής πόλης Οξυρρύγχου (Hellenica Oxyrhynchia XVI 3), στον οποίο σώζεται απόσπασμα άγνωστου αρχαίου Έλληνα ιστορικού, η βοιωτική επικράτεια χωριζόταν σε έντεκα μέρη. Η διαίρεση σε χωρικές περιφέρειες και η εκλογή αντιπροσώπων από αυτές φαίνεται πως έχει τις ρίζες της στην παλαιά θρησκευτική αμφικτιονία. Σε κάποιες περιπτώσεις μικρότερες πόλεις ενσωματώνονταν στις μεγαλύτερες, αυξάνοντας έτσι το ποσοστό αντιπροσώπευσης στα συλλογικά όργανα.
4. Οργάνωση και λειτουργία
Με βάση, λοιπόν, το κείμενο του παπύρου της Οξυρρύγχου, κάθε μέρος συμμετείχε στο Κοινό με ένα βοιωτάρχη, που συνιστούσε την ανώτατη ομοσπονδιακή αρχή, 60 βουλευτές, 1.000 οπλίτες και 100 ιππείς. Τα καθήκοντα των βοιωταρχών ήταν κατεξοχήν στρατιωτικά και διοικητικά και σε καμία περίπτωση δικαστικά ή νομοθετικά. Οι βοιωτάρχες ήταν υπόλογοι στην ομοσπονδιακή βουλή, που αριθμούσε συνολικά 660 μέλη. Η ομοσπονδιακή βουλή διαιρούνταν σε τέσσερα επιμέρους τμήματα, στις τοπικές βουλές, εκ των οποίων ένα τμήμα, δηλαδή 165 βουλευτές, συγκροτούσε εκ περιτροπής ένα προβουλευτικό σώμα, που επεξεργαζόταν τα σχέδια νόμων και αναλάμβανε να τα θέσει υπόψη των υπόλοιπων τμημάτων. Οι τοπικές βουλές, που δε διέφεραν στη λειτουργία τους από τις βουλές των πόλεων, συνεδρίαζαν από κοινού στην ακρόπολη της Θήβας (Καδμεία) και λάμβαναν τις τελικές αποφάσεις.
4.1. Το πρώτο Κοινό των Βοιωτών
Τα μέρη του πρώτου Κοινού ήταν τα εξής: Η Θήβα, που είχε υπό τον έλεγχό της σχεδόν όλη την κεντρική Βοιωτία έως τον Εύριπο και την Ανθηδόνα στα βόρεια-βορειοανατολικά, τις Φαρές στα ανατολικά και την Κωπαΐδα στα δυτικά, παρείχε αρχικά δύο βοιωτάρχες. Μετά το 427 π.Χ., όμως, που ισοπέδωσε τις Πλαταιές, πήρε και το μερίδιό τους και προσάρτησε όλη την Παρασωπία (Πλαταιές, Σκώλος, Ερυθρές,Σκάφαι), νότια του Ασωπού ποταμού, με αποτέλεσμα να παρέχει στην ομοσπονδία άλλους δύο βοιωτάρχες και κατ’ επέκταση 240 συνολικά βουλευτές, 4.000 οπλίτες και 400 ιππείς. Το σημαντικό είναι όμως ότι οι δύο πρόσθετοι βοιωτάρχες δεν εκλέγονταν από τις προσαρτημένες περιοχές (π.χ. τις Πλαταιές) αλλά πάλι από τη Θήβα. Ο Ορχομενός μαζί με τις Υσιές (ή την Υηττό) παρείχαν δύο βοιωτάρχες. Οι Θεσπιές, που έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Βοιωτίας, μαζί με την Εύτρηση, τις Σίφες (σημερινή Αλυκή), τη Θίσβη και τις Κορσιές (σημερινός Πρόδρομος), έως το 423 π.Χ. που καταστράφηκαν από τη Θήβα, παρείχαν επίσης δύο βοιωτάρχες. Η Τανάγρα, που έλεγχε μια μικρή περιοχή της ανατολικής Βοιωτίας και έως το 424 π.Χ. και το Δήλιον (σημερινό Δήλεσι), παρείχε ένα βοιωτάρχη. Η Αλίαρτος, η Κορώνεια και η Λεβάδεια, που έλεγχαν τη νότια-νοτιοδυτική πλευρά της κωπαϊδικής λεκάνης, παρείχαν ένα βοιωτάρχη. Τέλος, οι Κώπες και η Ακραιφία μαζί με τη Χαιρώνεια, από το 395 π.Χ., συγκρότησαν το τελευταίο μέρος και παρείχαν ένα βοιωτάρχη.
Η Ειρήνη του Βασιλέως (387/386 π.Χ.), που προέβλεπε την αυτονομία των ελληνικών πόλεων, είχε συνέπεια την κατάλυση και της βοιωτικής ομοσπονδίας υπό την πίεση της Σπάρτης, εντολοδόχου του Πέρση βασιλιά. Η έκδοση ομοσπονδιακού νομίσματος διακόπηκε, ενώ κάθε πόλη έκοβε δικό της νόμισμα.
4.2. Το δεύτερο Κοινό των Βοιωτών
Η εκδίωξη της σπαρτιατικής φρουράς το 379 π.Χ. από την ακρόπολη της Θήβας (Καδμεία), όπου ήταν εγκατεστημένη από το 382 π.Χ., είχε αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση του Κοινού. Η ακριβής ημερομηνία ανασύστασης του αποκαλούμενου δεύτερου Βοιωτικού Κοινού δεν είναι γνωστή· ωστόσο, είναι βέβαιο ότι υπήρχε το 371 π.Χ., εφόσον στη μάχη των Λεύκτρων αναφέρεται η συμμετοχή επτά βοιωταρχών (Διόδωρος XV 52.1, 53.3· Παυσανίας IX 13.7). Η νέα ομοσπονδία είχε δημοκρατικότερο σύστημα διοίκησης. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν από την Εκκλησία –κατά το αθηναϊκό πρότυπο–, ενώ την εκτέλεσή τους την αναλάμβανε το σώμα των βοιωταρχών, οι οποίοι εκλέγονταν απευθείας από το δήμο, καθώς η βουλή έχει πλέον καταργηθεί. Είναι δε ενδεικτικό ότι σε προξενικά ψηφίσματα (IG VII 2407, 2408) αυτής της περιόδου οι βοιωτάρχες απαριθμούνται χωρίς εθνικά επίθετα, κάτι το οποίο θα μπορούσε να σημαίνει ότι ήταν όλοι Θηβαίοι. Παρόλο που δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τη διαίρεση της βοιωτικής επικράτειας σε γεωγραφικές περιφέρειες και τη συνακόλουθη αναλογική τους αντιπροσώπευση στην ομοσπονδία, αυτό φαίνεται βέβαιο. Από τις έντεκα περιφέρειες του πρώτου Κοινού, απουσίαζαν τώρα οι δύο ψήφοι των Θεσπιών και οι δύο του Ορχομενού, εξαιτίας της καταστροφής αυτών των δύο πόλεων από τους Θηβαίους το 373 και το 364 π.Χ. αντίστοιχα. Συνεπώς στο δεύτερο Κοινό συμμετείχαν επτά περιφέρειες που εξέλεγαν αντίστοιχα επτά βοιωτάρχες. Έτσι οι ψήφοι πρέπει να ήταν ως εξής: Θήβα: 4· Τανάγρα: 1· Αλίαρτος, Κορώνεια, Λεβάδεια: 1· Ακραιφία, Κώπες, Χαιρώνεια: 1. Τα νομίσματα της ομοσπονδίας δεν έφεραν πλέον τα αρχικά της πόλης αλλά το ακρωνύμιο του υπεύθυνου για τη λειτουργία του νομισματοκοπείου. Ένας ακόμη νεωτερισμός του δεύτερου Κοινού είναι η εισαγωγή του θεσμού του επώνυμου άρχοντα, ενός αξιωματούχου με ενιαύσια μάλλον θητεία, χωρίς πολιτική εξουσία, που εκτελούσε απλώς καθήκοντα προέδρου. Η έδρα του, όπως άλλωστε και η διοικητική έδρα του Κοινού, ήταν η Θήβα έως το 338 π.Χ.
4.3. Το τρίτο Κοινό των Βοιωτών
Μόνο μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και την ανασύσταση του τρίτου Βοιωτικού Κοινού από το Μακεδόνα βασιλέα Φίλιππο Β΄ η έδρα της ομοσπονδίας μεταφέρθηκε, έως το 197 π.Χ., στην Ογχηστό, κοντά στην Αλίαρτο. Η Θήβα, μετά την καταστροφή της από τον Αλέξανδρο Γ΄ (335 π.Χ.), δεν ανέκτησε πλέον το παλαιό κύρος της. Παρά τη σταδιακή ανοικοδόμησή της από τον Κάσσανδρο, που ξεκίνησε το 316/315 π.Χ., προσχώρησε ξανά στο Κοινό των Βοιωτών μόλις το 287 π.Χ. –κατά μία άλλη άποψη προσχώρησε το διάστημα 308-292 π.Χ., αποχώρησε και ξαναπροσχώρησε το 287 π.Χ.–, όταν ο Δημήτριος Πολιορκητής επέστρεψε στους Θηβαίους την πολιτεία τους (Πλούταρχος, Δημήτριος 46.1).
Ένας νέος τίτλος αξιωματούχου, πιθανότατα με θρησκευτικές αρμοδιότητες, εμφανίστηκε τώρα στην ομοσπονδία, παράλληλα με το παλαιότερο αξίωμα του βοιωτάρχη και του επώνυμου άρχοντα, ο αφεδριατεύων. Σε αναθηματικές επιγραφές που χρονολογούνται στο διάστημα 308-280/270 π.Χ. (IG VII 2724b, 2724, 2724a, 2723) αναφέρονται επτά ή οκτώ αφεδριατεύοντες και ένας μάντης, ενώ από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. και όλο το δεύτερο μισό του αιώνα προστίθεται και ένας γραμματεύς (IG VII 2724c, 1795, 3207, 1672-1674, 2724d). Η αύξηση του αριθμού των αξιωματούχων από επτά σε οκτώ, ίσως και σε εννιά, συνδέεται χωρίς αμφιβολία με τις προσθήκες νέων εδαφικών περιφερειών στη βοιωτική επικράτεια. Έτσι, σε επιγραφή από το ιερό του Αμφιαράου στον Ωρωπό, που χρονολογείται στο διάστημα 263-255 π.Χ., εμφανίζεται όγδοος βοιωτάρχης από τον Οπούντα (σημερινή Σκάλα Αταλάντης) παράλληλα με ένα γραμματέα (SEG XV 282).
Από τα εθνικά επίθετα που συνοδεύουν τους αξιωματούχους στα επιγραφικά κείμενα της περιόδου αυτής προκύπτει ότι οι τέσσερις πόλεις που επαναλαμβάνονται σταθερά, η Θήβα, η Τανάγρα, ο Ορχομενός και οι Θεσπιές, είναι αυτές που είχαν δικαίωμα ψήφου. Η ουσιαστική αλλαγή σε σύγκριση με το δεύτερο Κοινό είναι ότι πλέον κάθε πόλη είχε δικαίωμα εκλογής ενός και μόνο βοιωτάρχη. Κάποιες μικρότερες πόλεις, που συγκροτούσαν μεταξύ τους ομάδες των δύο ή τριών, εξέλεγαν εκ περιτροπής ένα βοιωτάρχη κάθε χρόνο ως εξής: Αλίαρτος, Ακραιφία, Ανθηδόνα – μαζί με τη Χαλκίδα το διάστημα 308-304 π.Χ.: 1· Λεβάδεια, Κορώνεια, Θίσβη: 1· Πλαταιές, Ωρωπός, έως το 252/251π.Χ.: 1· Χαιρώνεια, Κώπες, Υηττός – και Ωρωπός μετά το 252/251 π.Χ.: 1· Οπούντια Λοκρίδα τα έτη 272-245 και 235-228 π.Χ.: 1. Σε αυτή τη νέα διαίρεση των περιφερειών, που καλούνταν περίπου από το 260 π.Χ. τέλη, κατά τα πρότυπα των Κοινών των Αιτωλών και των Ακαρνάνων, εναρμονίζεται απολύτως και η μετέπειτα αναδιοργάνωση του ομοσπονδιακού ιππικού, στο οποίο κάθε τέλος συμμετέχει με έναν ίππαρχο και τέσσερις ιλάρχους.
Περί τα τέλη του 3ου και το 2ο αι. π.Χ. σημειώνονται δύο σπουδαίες αλλαγές στους θεσμούς της ομοσπονδίας. Ο επώνυμος άρχοντας αντικαθίσταται από το στρατηγό (praetor) (Titus Livius XXXIII 1.3, XLII 43.9· Πολύβιος ΧΧΙΙ 4,12), κατά το πρότυπο της Αχαϊκής Συμπολιτείας, σύμφωνα με το οποίο αναπροσαρμόζονται τώρα όλα τα Κοινά της Ελλάδας. Η ύπαρξή του βεβαιώνεται επιγραφικά μόλις το 177/176 π.Χ. (SGDI 1872) αλλά ο θεσμός θα μπορούσε να ανάγεται στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Η δεύτερη αλλαγή, απόρροια της προσπάθειας ανάμειξης της ρωμαϊκής συγκλήτου στους πολιτειακούς θεσμούς της Ελλάδας, είναι η λήψη αποφάσεων από το συνέδριο (concilium), που συγκαλούνταν από το 197 π.Χ. και εξής στη Θήβα, στην οποία επέστρεψε η έδρα του Κοινού (Titus Livius XXXIII 2.1, 2.7). Στις εργασίες του συνεδρίου, εκτός από τους συνέδρους που είναι ισάριθμοι για κάθε τέλος –6 μέλη, δηλαδή συνολικά 42– συμμετείχε πλέον ο Ρωμαίος ανθύπατος, ο βασιλιάς του Περγάμου και ο στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας (Titus Livius XXXIII 2).
5. Η διάλυση του βοιωτικού Κοινού και η ανασύστασή του υπό ρωμαϊκή εξουσία
Μετά την καταστροφή της Αλιάρτου από το Ρωμαίο πραίτορα Λουκρήτιο (171 π.Χ.) η βοιωτική oμοσπονδία διαλύθηκε. Κατά μια άποψη, την επαύριο της Πύδνας (168 π.Χ.) η Ρώμη ανασύστησε το Κοινό, ακρωτηριασμένο όμως, αφού έλειπε η Αλίαρτος, που περιήλθε στους Αθηναίους (167 π.Χ.), και ο Ωρωπός, που αυτονομήθηκε. Πάντως μετά τη λήξη του Αχαϊκού πολέμου (146 π.Χ.) το Βοιωτικό Κοινό διαλύθηκε οριστικά και έπρεπε να υποστεί τις σκληρές συνέπειες της οργής του υπάτου Λεύκιου Μόμμιου εξαιτίας της αντιρωμαϊκής στάσης των Βοιωτών κατά τη διάρκεια της σύρραξης. Ανασυστάθηκε πολύ αργότερα, ίσως κατά τους Μιθριδατικούς πολέμους, τη δεκαετία 80-70 π.Χ., σε μια προσπάθεια του υπάτου Λεύκιου Λούκουλλου να ανακουφίσει τις πόλεις που είχαν υποστεί τη σκληρή συμπεριφορά του Σύλλα [Θήβα, Λεβάδεια, Ανθηδόνα, Λάρυμνα, Αλές (σημερινή παραλία Αγίου Ιωάννη Θεολόγου)].
Το Κοινό της Ρωμαϊκής περιόδου δεν ήταν κατά κανένα τρόπο ομοσπονδιακό κράτος, ούτε είχε νομοθετικές ή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Ανώτατος άρχων είναι ο επώνυμος, όπως στην Ανθηδόνα, τη Λεβάδεια, τον Ωρωπό και τις Θεσπιές. Οι επιστολές του Ρωμαίου αυτοκράτορα απευθύνονταν στη βουλή και το δήμο για έγκριση των ψηφισμάτων. Η βουλή δεν ήταν πια αιρετή, είχε ολιγαρχική δομή εφόσον αποτελούνταν από αριστοκράτες, ενώ οι ψηφοφορίες του δήμου δεν παρουσίαζαν εκπλήξεις, αφού τα ψηφίσματα προτείνονταν από μια βουλή αφοσιωμένη στη Ρώμη.
Το κύριο μέλημα του Κοινού περιορίστηκε πλέον στη διοργάνωση μεγάλων γιορτών (Παμβοιώτια στην Κορώνεια) και πανελλήνιων αγώνων (Μουσεία και Ερωτίδεια στις Θεσπιές, Βασίλεια και Τροφώνια στη Λεβάδεια, Πτώα στην Ακραιφία, Αμφιαράεια Ρωμαία στον Ωρωπό). Συχνά, μαζί με τα Κοινά των Αχαιών, των Φωκέων, των Λοκρών και των Ευβοέων, το Βοιωτικό Κοινό συμμετείχε στην απότιση της οφειλόμενης λατρείας στον αυτοκράτορα. Ομοσπονδιακός ιερέας της αυτοκρατορικής λατρείας δεν ήταν πια ο βοιωτάρχης. Στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. (IG VII 3426) μία γυναίκα από τη Χαιρώνεια υπήρξε συγχρόνως ιέρεια της αυτοκρατορικής λατρείας του Κοινού των Βοιωτών, της Αθηνάς Ιτωνίας και της Ομονοίας. Το Κοινό των Βοιωτών επιβίωσε έως περίπου τα 250-260 μ.Χ., όταν μαρτυρείται η τέλεση των ύστατων Τροφωνίων στη Λεβάδεια.
|