1. Το ευρύτερο πλαίσιο
Ήδη από τα τέλη του 9ου αιώνα, ολόκληρη η Νότια Ελλάδα ανήκε στην απόλυτη κυριαρχία του Βυζαντίου, ενώ οι επήλυδες πληθυσμοί, κυρίως Σλάβοι, σταδιακά εξελληνίζονταν. Μια σταθερή πολιτική και στρατιωτική διοίκηση, με τη μορφή του θεματικού θεσμού, νέα εκκλησιαστική οργάνωση και αξιόλογη οικονομική ζωή παγιώθηκαν και απέδιδαν καρπούς. Στο πλαίσιο αυτό η Βοιωτία ανήκε στο θέμα Ελλάδος, του οποίου η Θήβα ήταν η σταθερή πρωτεύουσα. Αλλά τον ίδιο χώρο επιθυμούσαν να αποκτήσουν οι αντίπαλοι του Βυζαντίου, κυρίως οι Βούλγαροι και δευτερευόντως οι Άραβες, είτε της Κρήτης είτε της Αφρικής. Αυτούς τους διεκδικητές είχε να αντιπαλέψει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι επιδρομές που πραγματοποιούσαν στα εδάφη της παρουσίαζαν μεν προσωρινό ληστρικό χαρακτήρα, αλλά είχαν απώτερο στόχο να κατακτήσουν το χώρο και να τον ενσωματώσουν στην επικράτειά τους. Έτσι, οι Άραβες της Κρήτης και της Βόρειας Αφρικής με την άλωση της Θεσσαλονίκης το 904 και την πειρατική δράση τους στο Αιγαίο και τα παράλια της Θεσσαλίας, της Ανατολικής Στερεάς (λεηλασία Δημητριάδας και Αττικής) και της Πελοποννήσου επιδίωκαν να κάμψουν την αντίσταση της αυτοκρατορίας, όμως δίχως επιτυχία. Μάλιστα, το Βυζάντιο αντεπιτέθηκε στην ίδια τη βάση τους, την Κρήτη, και τους εκδίωξε οριστικά από την Ανατολική Μεσόγειο.
Όμως οι Βούλγαροι ήταν αυτοί που δεδηλωμένα και έμπρακτα, ενίοτε και με ορισμένες επιτυχίες, επιχειρούσαν σε όλη τη διάρκεια του 10ου αιώνα να κατακτήσουν τον ελλαδικό χώρο και να τον ενσωματώσουν στο δικό τους βασίλειο των Βουλγάρων και των Ρωμαίων, όπως το αποκαλούσαν. Τους ενδιέφερε να υποκαταστήσουν τους «Ρωμαίους» αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης και να ιδρύσουν τη δική τους βουλγαρική αυτοκρατορία του ανατολικού χριστιανισμού. Οι δε τσάροι που ηγούνταν αυτών των επιχειρήσεων ήταν βυζαντινοτραφείς και ομόδοξοι και γι’ αυτό πιο επικίνδυνοι. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει, λοιπόν, να δει κανείς τις επιδρομές τους στο νοτιοελλαδικό χώρο και τη Βοιωτία.
2. Οι εισβολές στη Νότια Ελλάδα και τη Βοιωτία
2.1. Εισβολή και δηώσεις επί τσάρου Συμεών (918-927)
Η πρώτη βουλγαρική εισβολή στην περιοχή πραγματοποιήθηκε το έτος 918 και η παρουσία των Βουλγάρων εδώ φαίνεται ότι διήρκεσε περίπου μια δεκαετία. Ο τσάρος Συμεών, επίδοξος «βασιλεύς εν Χριστώ Βουλγάρων και Ρωμαίων», δε χρειάστηκε δικαιολογίες για να εισβάλει στη Νότια Ελλάδα: Η περιοχή αυτή ήταν η φυσική γεωγραφική συνέχεια της βουλγαρικής επικράτειας στη Βόρεια Ελλάδα, είχε υψηλή οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη, ήταν στρατιωτικά ανυπεράσπιστη και μακριά από την ήδη τρομοκρατημένη βυζαντινή πρωτεύουσα. Μετά τις βουλγαρικές νίκες στην Αγχίαλο και τους Κατασύρτες της Θράκης (917), ο Συμεών μπορούσε να εισβάλει ανενόχλητος στη Νότια Ελλάδα. Τα στρατεύματά του πέρασαν τις Θερμοπύλες, εισήλθαν στην πεδιάδα της Βοιωτίας, στράφηκαν στα παράλια του Κορινθιακού και κατά περιπτώσεις διαπεραιώνονταν προσωρινά στην Πελοπόννησο. Οι κάτοικοι τρομοκρατημένοι εγκατέλειπαν τους οικισμούς της υπαίθρου, άλλοι κατέφευγαν σε οχυρωμένες ακροπόλεις και τειχισμένες πόλεις, άλλοι στα μικρά νησιά του Κορινθιακού ή όπου αλλού μπορούσαν, όπως περιγράφει γλαφυρά ο βιογράφος του Οσίου Λουκά του Στειριώτη, η μοναδική πηγή μας.
Η βοιωτική ύπαιθρος, όπως και άλλα τμήματα του νοτιοελλαδικού χώρου, κυριεύτηκαν από το Βούλγαρο τσάρο. Δε γνωρίζουμε τι είδους διοικητικό μηχανισμό μπόρεσε να εγκαθιδρύσει εδώ ο Συμεών, ούτε τι ακριβώς συνέβη με τις οχυρωμένες πόλεις, όπως η Θήβα. Ο Καισαρείας Αρέθας, ανησυχώντας για την τύχη της πόλης, σημειώνει στο περιθώριο ενός χειρογράφου της βιβλιοθήκης του: «δέδοικα μη και ταύτην [την Καδμείαν=Θήβα] Βούλγαροι κατεστρέψαντο». Μάλιστα, πρόσφατες αρχαιολογικές ενδείξεις μαρτυρούν καταστροφές στα μέσα αυτού του αιώνα που μόνο από εχθρική εισβολή δικαιολογούνται, όπως έχει παρατηρήσει η αρχαιολόγος Χαρίκλεια Κοιλάκου. Σε κάθε περίπτωση, ο βουλγαρικός έλεγχος στην περιοχή πρέπει να παρέμεινε κυρίως φορολογικός, ώστε, όταν πέθανε ο Συμεών (927), ο στρατός κατοχής εγκατέλειψε αμέσως τη Βοιωτία, οι δε κάτοικοί της επέστρεψαν στις εστίες τους, σύμφωνα πάντα με το Βίο του Οσίου Λουκά (§47): «ο αλιτήριος Συμεών εξ ανθρώπων γίνεται [δηλ. πέθανε]... ηνίκα και πάντων επί τας οικείας πόλεις τε και κώμας ανασωζομένων...».
2.2. Εισβολή επί τσάρου Σαμουήλ (986-996)
Η δεύτερη φορά που οι Βούλγαροι απείλησαν το νοτιοελλαδικό χώρο τοποθετείται μεταξύ των ετών 986 και 996. Επρόκειτο πιθανότατα για μια επανάληψη των γεγονότων που είχαν λάβει χώρα επί Συμεών. Ξεκινώντας από τη σταθερή πλέον βάση τους, τη Λάρισα, οι Βούλγαροι οδήγησαν τα στρατεύματά τους στη Νότια Ελλάδα επιδιδόμενοι σε λεηλασίες και αιχμαλωσία πληθυσμών. Με μια τέτοια περίπτωση ξεκινά την αφήγησή του ο συντάκτης του Χρονικού του Γαλαξειδίου: «Τον καιρό της βασιλείας Κωνσταντίνου του Ρωμανού αγριωποί και χριστιανομάχοι άνθρωποι, Μποργάροι λεγάμενοι, εμπήκασι στην Ελλάδα και από σπαθίου και κονταρίου εχαλάσασι τους Χριστιανούς και ετραβήξασι ίσα στον Μορέα». Φαίνεται ότι κατά τις επιδρομές αυτές οι Βούλγαροι δε συνάντησαν καμιά ισχυρή τοπική αντίσταση, εκτός ίσως στον Ισθμό της Κορίνθου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι στο πλαίσιο αυτών των επιχειρήσεων επιδόθηκαν και στη λεηλασία της πλούσιας Βοιωτίας, των οικισμών και των μοναστηριών της.
Σε μια τέτοια επιδρομή, επιστρέφοντας στη βάση τους κατάφορτοι από αγαθά και αιχμαλώτους, συνάντησαν στο Σπερχειό το βυζαντινό στρατό του Νικηφόρου Ουρανού (996). Η καταστροφή τους υπήρξε θεαματική· πάντως, ο ίδιος ο Σαμουήλ και ο γιος του Ραδομήρος μπόρεσαν να διαφύγουν τη νύχτα και να επιστρέψουν σε μια πιο σταθερή βάση, 400 χιλιόμετρα βορειότερα, στην Αχρίδα. Ο υπόλοιπος στρατός καταστράφηκε στην τρομερή αυτή νυχτερινή επίθεση των Βυζαντινών. Αυτό υπήρξε και το τέλος της βουλγαρικής παρουσίας στη Νότια Ελλάδα. Μερικά χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ κατόρθωσε να υποτάξει το βουλγαρικό κράτος (1018). Αυλαία της περιόδου αυτής μπορεί να θεωρηθεί η επίσκεψη του νικηφόρου αυτοκράτορα στη Νότια Ελλάδα με κατάληξη την Αθήνα, πριν από τη θριαμβευτική επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη. Πιθανότατα κατά τη διαδρομή αυτή ο Βασίλειος πέρασε από την έδρα του θέματος Ελλάδας, τη Θήβα, έστω κι αν στις πηγές δεν υπάρχει κάποια σχετική μνεία.