1. Αρματολισμός
Το σύστημα τοπικής ασφάλειας που ονομάζεται αρματολισμός αναπτύχθηκε στις δύσβατες ορεινές επαρχίες της Ηπείρου, της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας και της δυτικής Μακεδονίας, σε περιοχές που ήταν απομακρυσμένες από τα πλησιέστερα οθωμανικά στρατιωτικά κέντρα. Σε αυτές τις περιοχές η ληστεία είχε ενδημικό χαρακτήρα και οι περιφερόμενες ομάδες ληστών («κλέφτες») συνιστούσαν πλήγμα για τις ορεινές κοινότητες, καθώς οι οθωμανικές αρχές επένδυαν το λιγότερο δυνατό στη διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας με την κινητοποίηση των δικών τους στρατιωτικών δυνάμεων. Στις συνθήκες αυτές, η αντιμετώπιση και εκδίωξη των κλεφτών αναθέτονταν σε εντόπιους οπλαρχηγούς («αρματολοί»), με τη σύμφωνη γνώμη των οθωμανικών αρχών και με τις κοινότητες να αναλαμβάνουν το κόστος συντήρησης των αρματολικών σωμάτων της επαρχίας τους.
Για να διατηρήσει τη θέση του ένας αρματολός θα έπρεπε να αποδεικνύει διαρκώς ότι προστατεύει την περιοχή από τους κλέφτες. Οι τελευταίοι ήταν πολύ συχνά ανταγωνιστές του, δηλαδή επεδίωκαν να πάρουν τη θέση του στο αρματολίκι. Με τη δράση τους (λεηλασίες, παράνομη φορολόγηση κοινοτήτων, απαγωγές κ.ά.) επεδίωκαν να καταδείξουν την ανικανότητα του αρματολού, αλλά και τη δική τους κυριαρχική ικανότητα στη χρήση της βίας: καθώς ο αρχηγός των κλεφτών έδειχνε ότι μπορούσε να πλήξει μια επαρχία, γνωστοποιούσε ταυτόχρονα ότι θα μπορούσε να την προστατεύει. Σκοπός του ήταν να εξαναγκάσει τις κοινότητες και τις οθωμανικές αρχές να αποκηρύξουν τον υφιστάμενο αρματολό και να αποδεχτούν αυτόν στο αρματολίκι της περιοχής. Κλέφτικες πρακτικές μετέρχονταν και οι πρώην αρματολοί, ώστε να ανακτήσουν το χαμένο αρματολίκι. Η μετάβαση ενός οπλαρχηγού από την παρανομία (κλέφτης) στη νομιμότητα (αρματολός) και αντιστρόφως ήταν συνηθισμένη, και δεν ήταν σπάνιο να μεταβαίνει κάποιος αρκετές φορές στη διάρκεια της ζωής του από τη μία κατάσταση στην άλλη.
2. Τα αρματολίκια
Η παράδοση θέλει το πρώτο αρματολίκι να έχει δημιουργηθεί στα Άγραφα. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς συστάθηκαν τα πρώτα αρματολίκια του νότιου βαλκανικού χώρου, ούτε την εξέλιξη του θεσμού στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Ο αριθμός τους πάντως πρέπει να μεταβάλλεται και τα όριά τους να αλλάζουν. Αλλά οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι αποσπασματικές και αμφίβολες, ιδίως για τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες του 19ου αιώνα. Η εικόνα γίνεται σαφέστερη –όχι όμως και απολύτως ευκρινής− μόνο μετά τον 18ο αι. και ιδίως τις παραμονές της επανάστασης του 1821, όπου τα τεκμήρια και οι μαρτυρίες πληθαίνουν.
Τον 16ο αιώνα αναφέρεται ότι είχαν δημιουργηθεί αρματολίκια σε 14 περιοχές (σύμφωνα με τον Pouqueville και τον Γκόρντον) ή σε 15 περιοχές (σύμφωνα με τους Π. και Σπ. Αραβαντινό). Στις μαρτυρίες αυτές δεν γίνεται αναφορά στο αρματολίκι της Λειβαδιάς (όταν συγκροτήθηκε περιελάμβανε και χωριά που ανήκουν σήμερα στη Φθιώτιδα), αλλά ούτε και στα γειτονικά αρματολίκια των Σαλώνων και της Αταλάντης (περιελάμβαναν και περιοχές της σημερινής Βοιωτίας). Δημιουργήθηκαν πιθανώς αργότερα, ίσως κατά τον 18ο αιώνα, οπότε το σύστημα του αρματολισμού επεκτείνεται σε όλες σχεδόν της ορεινές επαρχίες του κεντρικού ελλαδικού χώρου. Στα τρία αρματολίκια που συνδέονται με τη Βοιωτία θα πρέπει να προστεθεί και το ιδιαίτερο καθεστώς ορισμένων κοινοτήτων στις βόρειες πλευρές της Πάρνηθας (Δερβενοχώρια), που προστάτευαν τη μετακίνηση από τη Θήβα προς την Αττική.
3. Το χειρόγραφο της οικογένειας Τράκα
Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε για συγκεκριμένους οπλαρχηγούς που καταστάθηκαν αρματολοί στα τρία προαναφερθέντα αρματολίκια ανάγονται χρονικά μετά την εξέγερση των Ορλωφικών (1770). Ο Ν. Κασομούλης, αν και αποτελεί την πολυτιμότερη μαρτυρία γενικά για τον αρματολισμό του ύστερου 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, δεν αναφέρει σχεδόν τίποτε για τα αρματολίκια της Αν. Στερεάς. Οι πληροφορίες μας πηγάζουν σχεδόν αποκλειστικά από το χειρόγραφο του Λεωνίδα Τράκα, γιου του αγωνιστή του 1821 Κομνά Τράκα, που δημοσιεύτηκε το 1980 από τον Τάκη Λάππα. Το χειρόγραφο διασώζει προφορικές μαρτυρίες της οικογένειας Τράκα και υπήρξε βασική πηγή πληροφόρησης για τον Γούδα, τον Σάθα και άλλους ιστοριογράφους που αναφέρθηκαν στους αρματολούς της περιοχής. Νεότερες μελέτες δεν απέδωσαν έως τώρα πρόσθετες ή διαφορετικές πληροφορίες.
Σύμφωνα λοιπόν με την παραπάνω μαρτυρία, ο Ιωάννης Καλπούζος αναγνωρίστηκε αρματολός Λειβαδιάς σε χρόνο άδηλο, πάντως μετά την επανάσταση των Ορλωφικών. Δεν γνωρίζουμε αν το αρματολίκι προϋπήρχε και, συνεπώς, αν ο Καλπούζος αντικατέστησε άλλον αρματολό. Είχε γεννηθεί στην Αγόριανη (Επτάλοφος), όπου προεστός ήταν ο Κομνάς Τράκας, ο αδελφός του πατέρα του. Η σύγκρουση της οικογένειας με κάποιον μπέη από τα Σάλωνα που διεκδικούσε το χωριό ως ιδιόκτητο, αλλά και οι ενδοκοινοτικές αντιπαραθέσεις στην Αγόριανη (το προυχοντικό αξίωμα διεκδικούσαν και άλλες οικογένειες), οδήγησαν στη δολοφονία του πατέρα του Καλπούζου και έσπρωξαν τον ίδιο και τον θείο του Κοσμά Τράκα στο να γίνουν κλέφτες. Το 1770 φαίνεται ότι πρωταγωνίστησαν στην εξέγερση των Σαλώνων και της Λιβαδειάς, αλλά αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Πελοπόννησο. Όταν επέτρεψαν, ο Καλπούζος ανέλαβε και πάλι κλέφτικη δράση, μαζί με τον γιο του Κομνά Τράκα, τον Θεόδωρο Τράκα, για τον οποίο αναφέρεται ότι ήταν αδελφοποιητός με τον πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Ως αποτέλεσμα της κλέφτικης δράσης τους ο Θ. Τράκας «αποκαταστάθηκε» προεστός της Αγόριανης και ο Καλπούζος αναγνωρίστηκε αρματολός της Λιβαδειάς. Ο δεύτερος παρέμεινε αρματολός έως τον θάνατό του, στη διάρκεια καταδίωξης ομάδας κλεφτών. Σύμφωνα με το χειρόγραφο του Λ. Τράκα, αντικαταστάτης του Ι. Καλπούζου στο αρματολίκι «διωρίσθη ο Καραδήμος όστις λόγω ανικανότητος αντικατεστάθη παρά του Αρβανιτογιάννη, μετά δε τούτον ο Στέφανος Κουτζοπέταλος και κατόπιν τούτου ο Οδυσσεύς Ανδρούτζου και τελευταίον ο Αθανάσιος Διάκος».
4. Άλλες μαρτυρίες
Δεν γνωρίζουμε πολλά στοιχεία για τους περισσότερους από τους παραπάνω οπλαρχηγούς. Ο Αρβανιτογιάννης εμφανίζεται ως αρματολός Λιβαδειάς και στο ανέκδοτο ποίημα των αρχών του 19ου αιώνα για την εξέγερση του Θύμιου Μπλαχάβα, που έτυχε εκτενούς σχολιασμού από τον Απ. Βακαλόπουλο. Πρόκειται πιθανώς για ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Ανδρίτσου (πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου) που αναφέρεται από τον Κασομούλη ως «Αρβανιτόγιαννος». Ο πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου είχε γίνει, σύμφωνα με τον Κ. Παπαμιχαλόπουλο, αρματολός της Λιβαδειάς ή, σύμφωνα με τον Γούδα, αρματολός «πάσης σχεδόν της Στερεάς», αφού πρώτα λεηλάτησε και έκαψε τη Λιβαδειά. Αυτές οι πληροφορίες αναπαράγονται συχνά στη βιβλιογραφία χωρίς να έχουν επιβεβαιωθεί από άλλες πηγές. Αντίθετα είναι πολλές οι μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν ότι αρματολός στη Λιβαδειά έγινε ο γιος του, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Διορίστηκε στο αρματολίκι της Λιβαδειάς από τον Αλή πασά, το 1816, και παρέμεινε έως το 1820. Τότε ο Αλή πασάς κηρύχθηκε αποστάτης και ο Ανδρούτσος επέστρεψε στα Ιωάννινα για να συμβάλει στην άμυνα της πόλης. Στο αρματολίκι της Λιβαδειάς αναδείχθηκε τότε ο Αθανάσιος Διάκος. Ο Διάκος καταγόταν από οικογένεια κλεφτών και στο παρελθόν ήταν και ο ίδιος κλέφτης αλλά και αρματολός στο Λιδορίκι (υπό τον Δήμο Σκαλτσά ή Σκαλτσοδήμο), στα Σάλωνα (υπό τον Λ. Σουλιώτη) και τέλος στη Λιβαδειά, ως πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, μαζί με τον Β. Μπούσγο. Η αναγνώριση του Διάκου ως αρματολού της Λιβαδειάς στις 26 Οκτωβρίου 1820, συνδέεται με την άρνησή του, αλλά και των οπλαρχηγών και των «αρχόντων» της Λιβαδειάς, να αποδεχτούν τα σχέδια του Ανδρούτσου και να συνδράμουν τον Αλή πασά εναντίων των σουλτανικών στρατευμάτων.
Από τον Δεκέμβριο 1820 έως την έναρξη της επανάστασης ο Διάκος αναγνωρίστηκε αρματολός και στο αρματολίκι της Αταλάντης. Παράλληλα, συμμετείχε στις προπαρασκευαστικές κινήσεις της ελληνικής επανάστασης. Στις 23 Απριλίου 1821, αμέσως μετά τον θάνατό του στην Αλαμάνα, οι οπλαρχηγοί και οι προεστοί της Λιβαδειάς σε σύσκεψη που έγινε στο Δαδί (Αμφίκλεια) αναγνώρισαν τον Β. Μπούσγο ως αρματολό. Τα έγγραφα αναγνώρισής του Διάκου ως αρματολού στη Λιβαδειά και στην Αταλάντη έχουν διασωθεί, όπως και το έγγραφο ορισμού του Μπούσγου ως αρματολού μετά τον θάνατο του Διάκου. Λίγες ημέρες αργότερα ο Ομέρ Βρυώνης διόρισε αρματολό της Λιβαδειάς τον Χρ. Παλάσκα, που τον ακολουθούσε στην εκστρατεία του στην Αν. Στερεά. Ωστόσο, επρόκειτο για μια κίνηση χωρίς αντίκρισμα. Μετά τη μάχη στο χάνι της Γραβιάς η ευρύτερη περιοχή του Παρνασσού και το αρματολίκι της Λιβαδειάς βρισκόταν στον έλεγχο της ελληνικής πλευράς υπό τον Ανδρούτσο, τον οποίο ο Μπούσγος αναγνώρισε ως αρχηγό του, ενώ και ο Παλάσκας εγκατέλειψε τον Ομέρ Βρυώνη και προσχώρησε στην υπόθεση της επανάστασης.
Την ίδια εποχή, το αρματολίκι των Σαλώνων κατείχε ο γερο Πανουργιάς, παλιός κλέφτης και σύγχρονος του Ανδρίτσου. Σύμφωνα με τον Γούδα, ο Πανουργιάς αναγνωρίστηκε αρματολός από το 1813 έως το 1816. Τότε ο Αλή πασάς επέτεινε τις προσπάθειές του να ελέγξει τις επαρχίες της ανατολικής Στερεάς και τοποθέτησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στη Λιβαδειά και τον Λάμπρο Σουλιώτη στα Σάλωνα. Ο Πανουργιάς ξανάγινε κλέφτης για ένα διάστημα, αλλά αμνηστεύθηκε χάρη στην παρέμβαση του Ανδρούτσου. Αναγνωρίστηκε και πάλι αρματολός το 1820, όταν πλέον οι «αληπασαλήδες» αρματολοί (Λ. Σουλιώτης, Οδ. Ανδρούτσος) είχαν ήδη εγκαταλείψει την περιοχή. Ο Κομνάς Τράκας υποστηρίζει ότι για ένα μικρό διάστημα (καλοκαίρι-φθινόπωρο 1820) ήταν αυτός επικεφαλής στο αρματολίκι των Σαλώνων. Ωστόσο, το έγγραφο του διορισμού του από τον βοεβόδα Σαλώνων, στις 25 Ιουνίου 1820 (που δημοσίευσε ο Γούδας) δείχνει ότι τοποθετήθηκε μάλλον κολιτζής, δηλαδή επικεφαλής σε ένα τμήμα του αρματολικιού.
5. Αρματολοί και οι προεστοί
Το πεδίο των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών ενός αρματολού αφορούσε πρωταρχικά και κύρια την καταδίωξη της ληστείας. Ωστόσο, η εμπλοκή των αρματολών στους ενδοκοινοτικούς ανταγωνισμούς, αλλά και η συμμετοχή τους στους μηχανισμούς αναδιανομής του πλούτου (π.χ. εκμισθώσεις φορολογικών προσόδων), μαρτυρούν το εύρος της συμμετοχής τους στα κοινοτικά δρώμενα των ορεινών επαρχιών. Οι ισχυρές αρματολικές οικογένειες, εκείνες που διατηρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τη θέση του αρματολού και τη μεταβίβαζαν στις επόμενες γενιές με όρους που θυμίζουν κληρονομική διαδοχή, υπήρξαν για τις επαρχίες τους σημαντικοί οικονομικοί και κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες. Λειτουργούσαν ως τοπική εξουσιαστική ομάδα με κοινωνικά χαρακτηριστικά που ήταν συνήθως διακριτά από τα αντίστοιχα των προεστών, με τους οποίους έρχονταν συχνά σε αντιπαράθεση.
Η αντιπαράθεση αρματολών-προεστών για τον έλεγχο των κοινοτήτων και των οικονομικών λειτουργιών τους ήταν συνηθισμένη στις περισσότερες επαρχίες που δημιουργήθηκαν αρματολίκια. Στην ιστορία του αρματολισμού είναι πολλές οι περιπτώσεις σύγκρουσης αρματολών και προεστών κατά τον ύστερο 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα, εποχή για την οποία διαθέτουμε επαρκείς και διασταυρωμένες πληροφορίες. Σε κάποιες περιπτώσεις τα επεισόδια της σύγκρουσης ήταν ιδιαίτερα βίαια και κάποιες φορές ακολουθούσαν τις πρακτικές της αντεκδίκησης, όπως έγινε μεταξύ των Κοντογιανναίων και των Χατζισκαίων από το Πατρατζίκι (Υπάτη). Πολλά κλέφτικα τραγούδια αναφέρονται σε αντιπαράθεση αρματολών και προεστών, ενώ και στην ιστοριογραφία του αρματολισμού η αντίθεση αρματολών και προεστών έχει προταθεί ως ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση του φαινομένου.
Κάποτε όμως οι φορείς της κοινοτικής και της αρματολικής εξουσίας φαίνεται να υιοθετούν διαφορετικές, λιγότερο συνηθισμένες, επιλογές. Δεν επιδιώκουν μέσω της σύγκρουσης την κοινωνική αναπαραγωγή της θέσης και της ισχύος τους σε τοπικό επίπεδο. Ενώνουν τις δυνάμεις τους μέσω συγγενικών δεσμών, γίνονται σύμμαχοι και επιμερίζονται έτσι τα οφέλη από τους προυχοντικούς και αρματολικούς ρόλους που εκπληρώνουν. Δεν πρόκειται ασφαλώς για «παράβαση» κάποιου κανόνα ή για την «εξαίρεσή» του. Είναι μία από τις δυνατότητες που –λιγότερο συχνά− επιλέγουν οι κοινωνικοί πρωταγωνιστές. Χάρη στον Κασομούλη γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι η οικογένεια των Στορναραίων σταθεροποίησε τη θέση της στο αρματολίκι Ασπροποτάμου συνάπτοντας δεσμούς συγγένειας (μεταξύ άλλων και) με την οικογένεια Χατζηπέτρου, δηλαδή των ισχυρών προεστών της επαρχίας. Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε τον αρραβώνα του Αθ. Διάκου με την κόρη του Ιωάννη Φίλωνα, ενός από τους ισχυρούς «άρχοντες» της Λιβαδειάς. Οι δεσμοί αγχιστείας ενισχύουν τη θέση του Διάκου στο αρματολίκι, καθώς διευρύνουν τα ερείσματά του στο περιβάλλον των ισχυρών κοινοτικών παραγόντων της πόλης.
Αλλά και η διάκριση των τοπικών εξουσιαστικών ομάδων μιας επαρχίας σε ανταγωνιστικά κοινωνικά μορφώματα προεστών και αρματολών κάποτε αμβλύνεται και παύει να υπάρχει. Συναντάμε δηλαδή οικογένειες που τα μέλη της καταλαμβάνουν αδιακρίτως και τα κοινοτικά και τα «στρατιωτικά» αξιώματα της περιοχής. Η περίπτωση της οικογένειας Τράκα από την Αγόριανη είναι χαρακτηριστική. Ένα μέλος της εμφανίζεται ως αρματολός στη Λιβαδειά (Καλπούζος). Ένα άλλο μέλος της, ο Κομνάς Τράκας, υποστηρίζει ότι αναδείχθηκε αρματολός των Σαλώνων για μερικούς μήνες κατά το 1820, ενώ ο πατέρας και ο παππούς του (Θεόδωρος και Κομνάς αντίστοιχα) είχαν υπάρξει κατά διαστήματα προεστοί Αγόριανης αλλά και κλέφτες. Μάλιστα, η κλέφτικη δράση του Θ. Τράκα μετά τα Ορλωφικά απέδωσε τελικά την «αποκατάσταση» των Τρακαίων στην κοινοτική ηγεσία της περιοχής τους. Στην περίπτωση αυτή η κλέφτικη δράση, δηλαδή οι λεηλασίες, οι καταστροφές και η σύγκρουση με τα οθωμανικά αποσπάσματα, δεν αποσκοπούσε μόνο στη διεκδίκηση του αρματολικιού, που τελικά κατέλαβε ο Καλπούζος, αλλά και στην ενεργοποίηση των μηχανισμών αντικατάστασης και ανανέωσης των κοινοτικών αυθεντιών.