1. Σίφαι
Οι αρχαίες Σίφαι τις οποίες ο Παυσανίας (9.32.4) αποκαλεί Τίφα και συνδέει με τον ήρωα Τίφυ, τον κυβερνήτη της μυθικής Αργούς, έχουν ταυτισθεί με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, κυρίως οχυρωματικού χαρακτήρα, νοτίως της σημερινής Αλυκής στον κόλπο της Δόμβραινας.
Κατά πάσα πιθανότητα η πολίχνη εντάχθηκε στο χώρο κυριαρχίας των Θεσπιών κατά τον ύστερο 6ο αιώνα π.Χ. Σίγουρο είναι ότι το αργότερο το έτος 424 π.Χ. οι Σίφαι ελέγχονταν από τις Θεσπιές, διότι ο Θουκυδίδης (4.76) μνημονεύει την πολίχνη ως τμήμα των Θεσπικών εδαφών· αυτό συνάγεται και από αναφορά των Σιφών (όπως και της Κρεύσιδος) σε κατάλογο ιερών χρημάτων των Θεσπιέων του πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ. (SEG XXIV· I.Thespiai 38). Στα Ἀργοναυτικά του ο Απολλώνιος Ρόδιος (1.105) αναφερόμενος στον ήρωα Τίφυ αποκαλεί τις Σίφες δήμο των Θεσπιέων. Η κατανόηση της ακριβούς και κυρίως διαχρονικής σχέσεως μεταξύ Θεσπιών και Σιφών περιπλέκεται λόγω της ύπαρξης επιγραφής του ύστερου 3ου αιώνα π.Χ. από την Αιγόσθενα της Μεγαρίδος (IG VII 207), από την οποία τεκμέρεται ότι την εποχή αυτή οι Σίφαι ήταν ανεξάρτητη πόλη οι πολίτες της οποίας έφεραν το εθνικό Σιφειεύς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι ο Παυσανίας, αν και ξεκάθαρα χαρακτηρίζει την Κρεύσιδα ως επίνειο των Θεσπιών, δεν κάνει το ίδιο με τις Σίφες. Το σχετικό όμως κείμενο προδίδει ότι ο περιηγητής δεν πρέπει να επισκέφτηκε ποτέ την πολίχνη. Προφανώς κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής οι Σίφαι υπήρξαν για άγνωστο χρονικό διάστημα ανεξάρτητες.
Η γεωγραφική θέση των Σιφών μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η οικονομία θα πρέπει να βασιζόταν στο εμπόριο και τη ναυτιλία, αν και τα γύρω εδάφη προσφέρονται επίσης για περιορισμένης έκτασης αγροτική καλλιέργεια και κτηνοτροφία. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανία οι κάτοικοι των Σιφών θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τους καλύτερους ναυτικούς σε ολόκληρης τη Βοιωτία. Στο Περὶ ζώων ἱστορίας (2.8.34) ο Αριστοτέλης κάνει αναφορά σε λίμνη στις Σίφες περίφημη για τα ψάρια της.
Δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα στοιχεία για τη θρησκευτική ζωή των Σιφών. Μόνον ο Παυσανίας κάνει αναφορά σε ιερό και ετήσια γιορτή προς τιμή του Ηρακλή. Ένα μικρό αγροτικό ιερό στο όρος Μαυροβούνι στη σημερινή θέση Πύργος ίσως βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Σιφών. Σύμφωνα με δύο ελληνιστικές επιγραφές που βρέθηκαν στο χώρο, το ιερό ήταν μάλλον αφιερωμένο στην Αρτέμιδα Αγροτέρα (I.Thespiai 233-234).
Η κεραμική που βρέθηκε στην περιοχή των αρχαίων Σιφών υποδηλώνει ότι ο χώρος βρισκόταν σε συνεχή χρήση από την πρωτοελλαδική μέχρι και την υστεροελλαδική περίοδο. Η αναφορά στις Σίφες στο έργο του Θουκυδίδη δείχνει ότι οι Σίφαι ήταν σημαντικό λιμάνι ήδη στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. Παρόλ’ αυτά τα ορατά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα χρονολογούνται, με την εξαίρεση ίσως ενός μυκηναϊκού τοίχου, από τον 4ο αιώνα και μετά. Σε καλή έως εξαιρετική κατάσταση σώζεται μεγάλο τμήμα της οχύρωσης της πόλης στις δυτικές παρυφές του όρους Κορομπίλι. Το τείχος περιελάμβανε τουλάχιστον επτά πύργους και όχι μόνον περιέκλειε την πόλη, αλλά και με τα τμήματά του που την διέσχιζαν την χώριζε σε τρία τμήματα: την ακρόπολη, την άνω και την κάτω πόλη με το λιμάνι. Η αποκαλούμενη κάτω πόλη αποτελούσε το μεγαλύτερο τμήμα της αρχαίας πολίχνης. Τμήμα ανοικτού χώρου με πολυάριθμες βάσεις (για αγάλματα ή επιγραφές) ο οποίος ίσως αποτελούσε την αγορά εντοπίσθηκε στην παραλία, εν μέρει καλυμμένος από τη θάλασσα. Στην κάτω πόλη εντοπίσθηκαν και μελετήθηκαν τρεις σημαντικές πύλες. Η βορειοδυτική πύλη αποτελούσε μάλλον την κεντρική είσοδο στην πόλη, η ανατολική οδηγούσε προφανώς σε ένα – ίσως το κύριο – από τα νεκροταφεία των Σιφών, ενώ η δυτική πύλη συνέδεε την κάτω με την άνω πόλη. Μία τέταρτη πύλη οδηγούσε από την άνω πόλη στην ακρόπολη. Ελάχιστα είναι τα αρχιτεκτονικά λείψανα στο εσωτερικό του τείχους. Πρόκειται κυρίως για δεξαμενές, πηγάδια και πολυάριθμες κάκιστα διατηρημένες θεμελιώσεις κτηρίων ιδιωτικού χαρακτήρα. Τμήματα των λιμενικών εγκαταστάσεων, ανάμεσά τους και τα θεμέλια ενός ακόμη οχυρωματικού πύργου, είναι ορατά στη θάλασσα, η οποία σήμερα καλύπτει ένα μάλλον σημαντικό μέρος των αρχαίων Σιφών. Εκτός του τείχους και νοτίως των Σιφών πολύ κοντά στην παραλία εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα ενός μικρού ρωμαϊκού ναού κορινθιακού ρυθμού. Η πολίχνη θα πρέπει να παρέμεινε πυκνά κατοικημένη τουλάχιστον μέχρι και τους βυζαντινούς χρόνους.
Το αγροτικό ιερό στη θέση Πύργος ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος του 8ου αιώνα και εγκαταλείφθηκε προς το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. ή στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. Κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα π.Χ. το ιερό εντάχθηκε σε Σπαρτιατικό φρούριο. Μετά την εγκατάλειψη του ιερού δημιουργήθηκε κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους μικρό φρούριο. Στα βορειοδυτικά του ιερού κτίσθηκε στον ύστερο 4ο ή πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ. πύργος ο οποίος δεν είχε άμεσα οχυρωματικό χαρακτήρα, αλλά θα πρέπει να λειτουργούσε ως είδος παρατηρητηρίου.
2. Κρεύσις
Η αρχαία Κρεύσις την οποία ο Στράβων (9.2.14) αλλά και άλλοι συγγραφείς αποκαλούν Κρέουσα και κατάλογος ιερών χρημάτων των Θεσπιέων του πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ. (SEG XXIV· I.Thespiai 38) αναφέρει με τη μορφή Κρείσυις (ἐν Κρείσυϊ), ταυτίζεται με λείψανα ισχυρού τείχους στις νοτιοανατολικές παρυφές του όρους Κορομπίλι στον όρμο της Λιβαδόστρας ή Λιβαδόστρου.
Αν και ο Στέφανος ο Βυζάντιος βασιζόμενος στον Ηρωδιανό αποκαλεί την Κρεύσιδα πόλη της Βοιωτίας πρόκειται μάλλον για μικρό οχυρωμένο οικισμό που λειτουργούσε από πολύ νωρίς ως το βασικό λιμάνι των Θεσπιών στον Κορινθιακό κόλπο. Ο Παυσανίας (9.32.1) στην εξαιρετικά σύντομη αναφορά του στην Κρεύσιδα σημειώνει την πλήρη απουσία δημόσιων κτηρίων. Σχετικά ασήμαντο από ιστορικής απόψεως, το επίνειο ξεφεύγει από την αφάνεια το 371 π.Χ., όταν ο Κλεόμβροτος Α΄ ερχόμενος από τη Φωκίδα καταλαμβάνει την Κρεύσιδα και δώδεκα Θηβαϊκά πλοία αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Η κατάληψη του λιμανιού έθεσε σε συναγερμό τη Θήβα οδηγώντας τον Επαμεινώνδα στην απόφαση να παρατάξει τους Θηβαίους και τους συμμάχους τους στα Λεύκτρα στα βορειοανατολικά της Κρεύσιδος. Η μάχη που ακολούθησε και η ήττα που υπέστη ο Κλεόμβροτος σήμαναν τη λήξη της σπαρτιατικής κυριαρχίας στην Ελλάδα.
Η οινονομική ζωή του οικισμού θα πρέπει να περιστρεφόταν εξ ολοκλήρου γύρω από το λιμάνι. Η διοίκησή του βρισκόταν στα χέρια αξιωματούχου από τις Θεσπιές. Σύμφωνα με επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων από την Κρεύσιδα (IG VII 1826· I.Thespiai 266) ο τίτλος του αξιωματούχου αυτού ήταν λιμενάρχης. Η επιγραφή αναφέρεται στον Δέκμο Σερτίνιο Εισίωνα με την ιδιότητα του λιμενάρχη, ενώ σύμφωνα με επιγραφή από τις Θεσπιές (SEG XXXI 521· I.Thespiai 426) το ίδιο πρόσωπο υπηρέτησε και ως πολέμαρχος και ιερέας στην πόλη των Θεσπιών.
Ο Παυσανίας και αρχαιολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες από την περιοχή της Λιβαδόστρας μάς βοηθούν να ανασυνθέσουμε τουλάχιστον ένα μικρό τμήμα της θρησκευτικής ζωής στο λιμάνι της Κρεύσιδος. Μαρμάρινο ανάγλυφο του 5ου αιώνα π.Χ. – σήμερα στο Βερολίνο – με παράσταση πολεμιστή υπήρξε μάλλον ανάθημα σε τοπικό ήρωα. Η επιγραφή του Δέκμου Σερτίνιου Εισίωνα αποτελεί τμήμα βάσης αναθηματικού αγάλματος αφιερωμένου στους Διόσκουρους μετά τη θητεία του αναθέτη για δύο έτη ως λιμενάρχη. Η παρουσία λατρείας, ίσως και ιερού, των Διοσκούρων σε αρχαίο λιμάνι δεν μας εκπλήσσει διότι οι Διόσκουροι θεωρούνταν προστάτες των ναυτικών. Η θέση ανεύρεσης της επιγραφής – κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου – φανερώνει ότι το ιερό των Διοσκούρων ήταν εκτός των τειχών. Επιτύμβιος βωμός με παράσταση ανθρώπινης μορφής συνοδευόμενης από άλογο που χρονολογείται στον 2ο αιώνα μ.Χ. υποδηλώνει την απόδοση τιμών σε αφηρωισμένους νεκρούς. Η επιγραμματική αναφορά του Παυσανία στην Κρεύσιδα κάνει λόγο για ιδιώτη που είχε στην κατοχή του γύψινο άγαλμα Διονύσου διακοσμημένο με χρώμα. Το περίφημο πρώιμο κλασικό άγαλμα του Ποσειδώνα της Λιβαδόστρας προέρχεται από τον Άγιο Βασίλειο που στην αρχαιότητα λειτουργούσε ως το λιμάνι των Πλαταιών και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να συνδεθεί με τη λατρεία Ποσειδώνα στην Κρεύσιδα.
Τα εντυπωσιακά κατάλοιπα του τείχους της Κρεύσιδος σώζονται σήμερα μόνο στο δυτικό τους τμήμα, διότι το ανατολικό καταστράφηκε κατά τη διάνοιξη του σύγχρονου δρόμου που οδηγεί στην παραλία. Το τείχος χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ., αν και η κεραμική φανερώνει ότι ο χώρος βρισκόταν σε χρήση ήδη από την Αρχαϊκή εποχή. Κατά τόπους τμήματα πρωιμότερων κτηρίων, ίσως ενός αρχαιότερου τείχους, έχουν ενσωματωθεί στην κατασκευή της ύστερης κλασικής εποχής. Το τείχος είχε τουλάχιστον δύο οχυρωματικούς πύργους στο δυτικό του τμήμα. Πύλες, τόσο στο δυτικό όσο και στο ανατολικό τμήμα, οδηγούσαν στο εσωτερικό του οχυρωμένου οικισμού. Στο εσωτερικό του φρουρίου τοιχάρια και λαξεύματα στο βράχο υποδηλώνουν την ύπαρξη οικισμάτων. Το νεκροταφείο της Κρεύσιδος θα πρέπει να βρισκόταν στα βορειοδυτικά του λιμανιού, στην περιοχή της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Ο οικισμός βρισκόταν σε χρήση τουλάχιστον μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
Πάνω στο λοφίσκο στην ανατολική πλευρά του όρμου δεσπόζουν σήμερα τα ερείπια μεσαιωνικού πύργου. Εδώ διαπιστώθηκε επίσης η ύπαρξη αρχαίου περιβόλου άγνωστης χρήσης. Ο λόφος χρησιμοποιήθηκε χωρίς διακοπή από την πρωτοελλαδική μέχρι και την υστεροελλαδική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους η χρήση του ξεκινά πάλι κατά την κλασική εποχή και προφανώς συνεχίζεται μέχρι και τους βυζαντινούς χρόνους. Μάλλον πρόκειται για τμήμα του οικισμού της Κρεύσιδος εκτός του οχυρωματικού τείχους.
Έχει εντοπισθεί ο αρχαίος δρόμος που συνέδεε την Κρεύσιδα με τις Θεσπιές και τη Θήβα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο δρόμος αυτός χρησιμοποιείτο από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και τη μεταβυζαντινή εποχή.