Σίμων Ατουμάνος

1. Γέννηση – Οικογένεια

Ο Σίμων Ατουμάνος γεννήθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα του ήταν Ελληνίδα ορθόδοξη, ενώ ο πατέρας του Τούρκος, από τον οποίο πιθανολογείται ότι έλαβε το επίθετο Ατουμάνος ως παραφθορά του Οθωμανός. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη. Γνώριζε ελληνικά, λατινικά και εβραϊκά, γνώσεις τις οποίες αξιοποίησε τόσο στο διδακτικό όσο και στο συγγραφικό έργο του.

2. Δράση

Σύμφωνα με ιδιόχειρες σημειώσεις που άφησε ο ίδιος ο Ατουμάνος σηματοδοτώντας την πορεία του, στις 23 Ιουνίου του 1348 έλαβε το αξίωμα του επισκόπου Γεράσων στην Καλαβρία, μετά το θάνατο του Βαρλαάμ. Το 1363 έγινε επίσκοπος του Cassano της Καλαβρίας,μέχρι το 1366. Έχοντας προσχωρήσει στον καθολικισμό, στις 17 Απριλίου του ίδιου έτους ο πάπας Ουρβανός Ε΄ τον διόρισε αρχιεπίσκοπο της Λατινικής Αρχιεπισκοπής των Θηβών. Οι σχέσεις του με τους Καταλανούς που την περίοδο εκείνη είχαν την εξουσία στο Δουκάτο Αθηνών και Θηβών δεν ήταν ομαλές και, μετά την κατάληψη της Θήβας από την Εταιρεία των Ναβαρραίων το 1379, ο βασιλιάς Πέτρος Δ΄ της Αραγονίας κατηγόρησε τον αρχιεπίσκοπο ότι είχε υποστηρίξει την υπόθεση των Ναβαρραίων. Στη βάση αυτής της αντιπαράθεσης προσπάθησε με επανειλημμένες επιστολές προς τον πάπα Ουρβανό ΣΤ΄ να πετύχει την απομάκρυνση του Ατουμάνου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο προς όφελος του John Boyl, επισκόπου των Μεγάρων. Ωστόσο ο Ατουμάνος διατήρησε το θρόνο του μέχρι το θάνατό του.

Παρά την όποια αρχική υποστήριξή του προς τους Ναβαρραίους, οι σχέσεις του Ατουμάνου μαζί τους γρήγορα επιδεινώθηκαν. Υπό τις συνθήκες αυτές προτίμησε να εγκατασταθεί στη Ρώμη, όπου δίδαξε ελληνικά και εβραϊκά. Μαθητής του υπήρξε και ο Radulph de Rivo, περίφημος αρχιμανδρίτης της Tongres. Είναι μάλιστα πιθανό να διορίστηκε καθηγητής στην παπική αυλή από τον ίδιο τον πάπα Ουρβανό ΣΤ΄, στον οποίο και αφιέρωσε την τρίγλωσση έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης την οποία εξέδωσε. Έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του πάπα, το Μάιο του 1383 ανέλαβε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κράτησε ένα χρόνο.

Πριν ανέλθει στο θηβαϊκό αρχιεπισκοπικό θρόνο είχε συμβάλει στην ανάπτυξη του επαγγέλματος των αντιγραφέων παλιών χειρογράφων κατά την περίοδο της καταλανικής κυριαρχίας στην Αθήνα και στη Θήβα. Από τους αντιγραφείς αυτούς μάς έχουν διασωθεί ορισμένα ονόματα που δείχνουν ότι ήταν τόσο ελληνικής όσο και πιθανόν καταλανικής καταγωγής. Μετά την ανάδειξή του σε αρχιεπίσκοπο φρόντισε να ιδρύσει σχολεία στην πόλη της Θήβας διδάσκοντας μάλιστα ο ίδιος την ελληνική γλώσσα και γραφή, αποδεικνύοντας έτσι έμπρακτα το ενδιαφέρον του για την παιδεία των Ελλήνων. Ταυτόχρονα υπήρξε προσωπικός φίλος ενός επίσης σημαντικού λογίου της εποχής του, του Δημητρίου Κυδώνη, με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία.

3. Έργο

Το διάστημα της διαμονής του στην παπική αυλή ξεκίνησε τη συγγραφή της τρίγλωσσης έκδοσης της Παλαιάς Διαθήκης (Biblia Triglotta). Μέρος από την ελληνική μετάφραση σώθηκε σε χειρόγραφο κώδικα του ίδιου του Ατουμάνου, ο οποίος περιήλθε αργότερα στην κατοχή του καρδιναλίου Βησσαρίωνα και σήμερα φυλάσσεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας. Εικάζεται ότι η εβραϊκή μετάφραση έγινε είτε για να διευκολυνθεί το ιεραποστολικό έργο είτε για λόγους επιστημονικούς. Το έργο του περιλάμβανε και μεταφράσεις κειμένων αρχαίων συγγραφέων από τα ελληνικά στα λατινικά, όπως το έργο του Πλουτάρχου Για τον έλεγχο του θυμού. Επίσης σχολίασε έργα του Ευριπίδη, ενώ ασχολήθηκε και με την ποίηση, καθώς συνέθεσε ένα ποίημα για τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό.

4. Αποτίμηση – Κρίσεις

Ο ιστορικός K. Setton έχει χαρακτηρίσει τον Ατουμάνο αξιοπρόσεκτη φιγούρα στην ιστορία των βιβλικών και κλασικών σπουδών. Έχει μάλιστα καταγράψει μαρτυρίες των συγχρόνων του αρχιεπισκόπου, από τις οποίες αντιλαμβανόμαστε ότι ο Ατουμάνος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ανάμεσα στους διανοούμενους της εποχής του. Από την εποχή που βρέθηκε πρώτη φορά στην παπική αυλή έγινε γνωστός στους πνευματικούς κύκλους της Ρώμης. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Δημήτριος Κυδώνης ήταν προσωπικός φίλος του, ενώ ο Francesco Bruni –προσωπικός γραμματέας του Ουρβανού ΣΤ΄–, ο οποίος διδάχτηκε από τον Ατουμάνο τα ελληνικά, σημειώνει την καλή φήμη, τους εξαίρετους και ευχάριστους τρόπους, όπως και τη γοητεία του λόγου του. Για το χαρακτήρα και την έμφυτη καλοσύνη του επαινέθηκε και από το Φρειδερίκο Γ΄ της Σικελίας. Ο Coluccio Salutati, ουμανιστής από τη Φλωρεντία, αναφέρεται επίσης επαινετικά στον Ατουμάνο, καθώς σε μια συνομιλία του με τον Πετράρχη τον αναφέρει αξιοσέβαστο άνδρα.