Αντίκυρα

1. Εισαγωγή

Η Αντίκυρα είναι μία σύγχρονη κωμόπολη περίπου τριών χιλιάδων κατοίκων, χτισμένη στο μυχό καλά προστατευμένου κόλπου, ο οποίος σύμφωνα με τον Πλούταρχο έφερε στην αρχαιότητα όπως και στις μέρες μας το ίδιο όνομα με την πόλη. Η σύγχρονη πόλη κείται εν μέρει πάνω στην αρχαία, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την αρχαιολογική έρευνα. Σήμερα η Αντίκυρα είναι ένας από τους δυτικότερους οικισμούς του νομού Βοιωτίας αλλά στην αρχαιότητα ανήκε, όπως και η περιοχή του Διστόμου, της Δαύλειας και της Αράχοβας, στην επικράτεια της Φωκίδας.

2. Αρχαιότητα

Σύμφωνα με τον Παυσανία, τον περιηγητή του 2ου αι. μ.Χ., η Αντίκυρα πρέπει να ταυτιστεί με τον ομηρικό Κυπάρισσο, απ’ όπου απέπλευσε ο στόλος των Φωκέων για την Αυλίδα και κατόπιν για την Τροία. Πάντως, τα μυκηναϊκά ευρήματα είναι για την ώρα λιγοστά. Πρόκειται κυρίως για μία οικία στον τύπο του μεγάρου, για κεραμική της Υστεροελλαδικής περιόδου και για ένα σπάνιο δακτυλιόλιθο με παράσταση πλοίου. Η μυθολογική παράδοση για τον επώνυμο ιδρυτή της πόλης, τον Κυπάρισσο, φαίνεται να συνδέει την Αντίκυρα με το βασίλειο των Μινυών, αφού τον θέλει γιο του Μινύα και αδερφό του Ορχομενού.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ιδρυτής της πόλης ήταν ο Αντικυρέας, σύγχρονος του Ηρακλή, ο οποίος γιάτρεψε τον ημίθεο από τη μανία που τον είχε καταλάβει χορηγώντας του ελλέβορο. Ο ελλέβορος, ένα βότανο της περιοχής που σήμερα ταυτίζεται με τον helleborus niger ή με το veratrum album, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη φήμη και μάλλον και στην οικονομία της αρχαίας Αντίκυρας. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι γιατρεύει την επιληψία, την τρέλα και την κατάθλιψη και για το λόγο αυτό η Αντίκυρα, ήδη από τα Ύστερα Κλασικά χρόνια, αποτέλεσε κέντρο θεραπείας. Ήταν μάλιστα τόσο γνωστό, ώστε σύντομα κατέστη κοινός τόπος η μετωνυμική χρήση του ονόματός της. Η φράση «Ἀντικύρας σοῖ δεῖ» και η αντίστοιχη λατινική “Naviget Anticyram” ήταν ανάλογες της νεότερης «είσαι για το Δαφνί».

Για την πρώιμη ιστορία της πόλης δε γνωρίζουμε πολλά. Ένας αρχαϊκός ναός της Αθηνάς (πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ.) που έχει αποκαλυφθεί νοτιοδυτικά της πόλης και κινητά ευρήματα, κυρίως κεραμική, πήλινα και χάλκινα ειδώλια, φανερώνουν ότι είχε αναπτύξει σημαντικές εμπορικές σχέσεις με την Κόρινθο και κατόπιν με την Αθήνα.

Η Αντίκυρα δε συγκαταλεγόταν στις πόλεις των Φωκέων που, κατά τον Ηρόδοτο, πυρπόλησαν οι Πέρσες όταν μετά τις Θερμοπύλες κινήθηκαν προς τους Δελφούς. Συμμετείχε μαζί με τις υπόλοιπες πόλεις της Φωκίδας στη λεηλασία του δελφικού ιερού και για το λόγο αυτό καταστράφηκε από το Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας στο τέλος του Γ΄ Ιερού πολέμου (346 π.Χ.). Ωστόσο, τα αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια δείχνουν ότι μάλλον συνήλθε γρήγορα από την καταστροφή. Αυτό υποδηλώνει και το γεγονός ότι γύρω στο 330 π.Χ. οι Αντικυρείς παρήγγειλαν στον Πραξιτέλη, το γνωστό Αθηναίο γλύπτη, το άγαλμα της Αρτέμιδος Ειλειθυίας για το ναό της, ο οποίος έχει εντοπιστεί στη βόρεια βραχώδη κλιτύ της χερσονήσου Κεφαλή. Το άγαλμα δεν έχει βρεθεί, αλλά μας είναι γνωστό από παράστασή του σε χάλκινο νόμισμα της πόλης, χρονολογημένο στο 2ο αι. π.Χ. Κατά την Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, πρέπει να ήταν μία από τις τρεις ή τέσσερις πόλεις της Φωκίδας που έκοβαν χάλκινα νομίσματα για το Φωκικό Κοινό, τα οποία έφεραν τα αρχικά του ονόματος της κάθε πόλης («ΑΝ» για την Αντίκυρα).

Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., φαίνεται πως οι κάτοικοι της πόλης συμμετείχαν μαζί με άλλους Φωκείς στην απόκρουση των γαλατικών φύλων, γεγονός που αποτυπώνεται και στο επιτύμβιο επίγραμμα του Αριστάρχου, το οποίο είναι χαραγμένο σε στήλη που βρέθηκε στην Αντίκυρα.

Τα Ελληνιστικά χρόνια η πόλη βρέθηκε στο πεδίο σύγκρουσης ισχυρών αντιπάλων, άλλαξε πολλές φορές εξουσία και υπέστη μεγάλες καταστροφές. Τουλάχιστον από το 245 π.Χ. πρέπει να βρισκόταν υπό αιτωλικό έλεγχο, ενώ περίπου το 228 π.Χ. πέρασε στα χέρια του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας. Το 210 π.Χ. καταλήφθηκε από το Ρωμαίο στρατηγό Βαλέριο Λεβίνο· ο Πολύβιος περιγράφει ζοφερά τον εξανδραποδισμό του πληθυσμού της. Το 208 π.Χ. ανακαταλήφθηκε από το Φίλιππο Ε΄, για να καταλήξει οριστικά στους Ρωμαίους το 198 π.Χ., έπειτα από πολιορκία από το στρατηγό Τίτο Κόιντο Φλαμινίνο. Ο Φλαμινίνος την κατέστησε βάση για το στόλο του, καθώς είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του στην Ελάτεια.

Στα Ρωμαϊκά χρόνια, η πόλη φαίνεται πως άνθησε εκ νέου, εν μέρει χάρη στη φήμη του ελλέβορου, αλλά πιθανόν και ως κόμβος διαμετακομιστικού εμπορίου. Το βέβαιο είναι ότι το 2ο αι. μ.Χ., όταν την επισκέφθηκε ο περιηγητής Παυσανίας, η αγορά της ήταν γεμάτη από χάλκινους ανδριάντες (των οποίων αρκετά ενεπίγραφα βάθρα έχουν βρεθεί), διέθετε δύο γυμνάσια και μία σκεπαστή κρήνη. Στο ένα από τα γυμνάσια υπήρχε ανδριάντας του ολυμπιονίκη Ξενοδάμου, που ήταν νικητής στο παγκράτιο, ενώ το άλλο πιθανόν σχετίζεται με ένα συγκρότημα ελληνιστικών λουτρών που εντοπίστηκε δυτικά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Εκτός από το ναό της Αρτέμιδος με το άγαλμα του Πραξιτέλη, ο Παυσανίας αναφέρει έναν ακόμα μέσα στην πόλη αφιερωμένο στον Ποσειδώνα. Στο ναό αυτό υπήρχε χάλκινο άγαλμα του θεού που απηχούσε ένα πολύ γνωστό έργο του Λυσίππου, στημένο στο λιμάνι του Λεχαίου της Κορίνθου. Κατά τα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια, φαίνεται πως η Αντίκυρα έλεγχε ένα ακόμα ιερό, της Αρτέμιδος Δίκτυννας, στα βορειοανατολικά σύνορα της πόλης με την Άμβροσσο (Άμβρυσσο) (σημερινό Δίστομο), σύμφωνα με επιγραφές που τιμούν ιέρειές της. Επιγραφές περίπου της ίδιας εποχής από τους Δελφούς περιγράφουν με ακρίβεια το δυτικό και βορειοδυτικό σύνορο της Αντίκυρας με την ιερή γη του μαντείου του Απόλλωνα.

3. Ύστερη Αρχαιότητα - Μέσοι Χρόνοι

Στα Πρώιμα Βυζαντινά χρόνια η Αντίκυρα ήταν έδρα επισκοπής και η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε τμήμα μιας μεγάλης πεντάκλιτης βασιλικής με καλοδιατηρημένο ψηφιδωτό δάπεδο. Το οικοδόμημα χρονολογείται στις αρχές ή τα μέσα του 5ου αιώνα, ενώ το ψηφιδωτό στις αρχές του 6ου αιώνα. Την ίδια περίοδο χρονολογούνται αρκετές μεγάλες ιδιωτικές κατοικίες με κεντρικές αυλές, μία που έχει θεωρηθεί επισκοπικό μέγαρο και μία άλλη με θερμαινόμενο λουτρό. Η ακμή της πόλης διακόπηκε βίαια στις αρχές του 7ου αιώνα από σεισμό που έπληξε την περιοχή του βόρειου Κορινθιακού.

Στους αιώνες που ακολούθησαν η Αντίκυρα ήταν ένα ασήμαντο ψαροχώρι, στην περιοχή του οποίου πιθανόν ασκήτεψε για σύντομο διάστημα ο όσιος Λουκάς ο Στειριώτης, στα μέσα περίπου του 10ου αιώνα. Λείψανα ενός βυζαντινού και κατόπιν καταλανικού κάστρου στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Κεφαλής ταυτίζονται με την οχυρή θέση Port de Aragó, η οποία ανήκε στον κόμη των Σαλώνων Frederic de Aragó. Ωστόσο, η μνήμη της Αντίκυρας διατηρήθηκε λόγω του ελλέβορου, τον οποίο μνημόνευε η αρχαία γραμματεία, και πέρασε στη νεότερη ευρωπαϊκή γραμματεία, με αναφορές στο Λούθηρο, τον Καλβίνο, τον Τζιορντάνο Μπρούνο, τον Έρασμο, το Μονταίνιο, το Ραμπελέ και τον Ιμάνουελ Καντ.

4. Νεότεροι χρόνοι

Κατά το 19ο αιώνα, το ψαροχώρι ονομαζόταν Άσπρο Σπίτι ή Άσπρα Σπίτια και πρώτος ο Εγγλέζος περιηγητής William Leake το ταύτισε, χάρη σε επιγραφές, με την αρχαία Αντίκυρα. Οι κάτοικοι ζούσαν από το ψάρεμα και το κυνήγι της μεσογειακής φώκιας, όπως μας πληροφορούν περιηγητές που ταξίδεψαν στην περιοχή. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, η Αντίκυρα αποτελούσε επίνειο της γειτονικής Δεσφίνας, στους κατοίκους της οποίας ανήκε σχεδόν ολόκληρος ο ελαιώνας της.

Τον Απρίλιο του 1941 στον κόλπο της Αντίκυρας βομβαρδίστηκαν από τη γερμανική αεροπορία ένα νοσοκομειακό και δύο πετρελαιοφόρα πλοία. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής η Αντίκυρα ήταν μία από τις βάσεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Ναυτικού (ΕΛΑΝ) στον Κορινθιακό, με σημαντική δράση παρενοχλήσεων και δολιοφθορών ενάντια στις δυνάμεις κατοχής. Τη δράση αυτή τιμά το σύγχρονο μνημείο των δύο ναυτικών στην κεντρική πλατεία της πόλης.

Τη δεκαετία του 1950, εγκαταστάθηκε στο δυτικότερο μυχό του κόλπου της Αντίκυρας η βάση καυσίμων της Ελληνικής Αεροπορίας, η οποία συνέβαλε στη μεταπολεμική ανάπτυξη του μικρού οικισμού. Ωστόσο, καθοριστική για την ανάπτυξη στάθηκε η εγκατάσταση στην παραλία Μετόχι, απέναντι από την Αντίκυρα, του εργοστασίου «Αλουμίνιον της Ελλάδος».

Ο κάποτε μικρός ψαράδικος οικισμός έχει μεταβληθεί στις μέρες μας σε μια ευχάριστη παραλιακή κωμόπολη που πασχίζει να διατηρήσει το τοπικό χρώμα της με μεγάλο αριθμό από ψαρόβαρκες και καΐκια στο λιμάνι της κι ένα γραφικό πέτρινο φάρο στο λιμενοβραχίονα. Ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες σφύζει από ζωή, καθώς αποτελεί τη μοναδική διέξοδο προς τη θάλασσα για ολόκληρη τη δυτική Βοιωτία.