Δίστομο

1. Θέση

Η περιοχή του Διστόμου περιλαμβάνει τους οικισμούς του Διστόμου, της Παραλίας Διστόμου, του Αγίου Νικολάου και του Στειρίου. Εκτείνεται από τον Κορινθιακό Κόλπο προς την ενδοχώρα μεταξύ των υπωρειών του Ελικώνα, της Κίρφης και του Παρνασσού. Ο ημιορεινός χαρακτήρας της συνέβαλε στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, ενώ στη γειτνίαση με τη θάλασσα οφείλεται η ενασχόληση με την αλιεία. Ωστόσο και οι δύο δραστηριότητες έχουν τελευταία υποχωρήσει. Η σημαντικότερη πλουτοπαραγωγική πηγή είναι η εξορυκτική βιομηχανία και δευτερευόντως ο τουρισμός.

2. Η περιοχή του Διστόμου κατά την Αρχαιότητα

Η περιοχή στην Αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα της Φωκίδας. Κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα οι πόλεις της εντάχθηκαν στο Κοινό των Φωκέων και σε μεγάλο βαθμό ακολούθησαν παρόμοια ιστορική πορεία. Η Άμβροσσος (ή Άμβρυσσος), στη θέση του σημερινού Διστόμου, κατοικείτο από την Εποχή του Χαλκού. Κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο χάρη στην προνομιακή της θέση επί της αρτηρίας επικοινωνίας από τον Κορινθιακό Κόλπο προς στην ενδοχώρα της κεντρικής Ελλάδας.

Πολύ κοντά στο σημερινό Στείρι ίσως βρισκόταν ο οικισμός Φλυγόνιον που είχε συστήσει συμπολιτεία με την Άμβροσσο. Στη θέση Παλιό Στείρι κοντά στον Όσιο Λουκά βρισκόταν η αρχαία Στείρις. Η παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοί της προέρχονταν από Αθηναίους του δήμου της Στειρίας, χρησίμευε στη νομιμοποίηση των πολιτικών δεσμών μεταξύ των δύο περιοχών κατά τους κλασικούς χρόνους, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται πως απηχεί πραγματικά γεγονότα. Στους ελληνιστικούς χρόνους η Στείριδα συνέστησε συμπολιτεία με τον φωκικό Μεδεώνα.

Ο φωκικός Μεδεών στα ανατολικά παράλια του Κόλπου της Αντίκυρας (δεν πρέπει να συγχέεται με τον βοιωτικό Μεδεώνα) κατοικείτο ήδη από την Εποχή του Χαλκού. Μεταξύ των αρχαιολογικών καταλοίπων περιλαμβάνονται μυκηναϊκοί τάφοι, ένας θολωτός κι ένας θαλαμοειδής. Η ανάπτυξή του κατά τον 8ο αιώνα, απότοκο της στρατηγικής του θέσης στον Κορινθιακό Κόλπο, επισκιάστηκε αργότερα από την άνοδο των Δελφών. Σύμφωνα με τον Παυσανία, τον 2ο αιώνα μ.Χ. η πόλη ήταν ερειπωμένη.

Η θέση Καρακόλιθος, όπου οι Φωκείς ανήγειραν πύργο ως μέρος ενός συστήματος οχυρώσεων στα σύνορα της Φωκίδας με τη Βοιωτία, πιθανότατα ταυτίζεται με την αρχαία πολίχνη Τραχίδα.

Οι Φωκείς τάχθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων κατά την εκστρατεία του Ξέρξη και συμμετείχαν στην πρώτη φάση της Μάχης των Θερμοπυλών. Μετά τις καταστροφές που προξένησαν οι Πέρσες στη Φωκίδα, αρκετές πόλεις αναγκάστηκαν να προμηθεύσουν οπλίτες στο Μαρδόνιο κατά τη μάχη των Πλαταιών.

Οι οχυρώσεις των πόλεων της περιοχής, μεταξύ των οποίων αυτές που διέθετε η Άμβροσσος, συγκαταλέγονταν στις πιο εντυπωσιακές όλης της Ελλάδας και προέρχονται από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., οπότε το Κοινό των Φωκέων πρωταγωνιστούσε στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Το 346 π.Χ., μετά την ήττα από τον Φίλιππο Β΄ κατά τον Ιερό Πόλεμο που ακολούθησε την κατάληψη των Δελφών από τους Φωκείς, οι πόλεις της περιοχής καταστράφηκαν και οι Φωκείς υποχρεώθηκαν να καταβάλουν αποζημίωση για τη διαρπαγή των θησαυρών του ιερού. Ωστόσο, οι πόλεις εποικίστηκαν και πάλι με τη βοήθεια των Αθηναίων και των Θηβαίων.

Την ζωτικότητα των αστικών κέντρων μέχρι και την Πρωτοβυζαντινή Περίοδο μαρτυρούν οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές της περιοχής. Από τη βασιλική της Στείριδος (6ος αι.) κοντά στη Μονή του Οσίου Λουκά σώζονται αρχιτεκτονικά μέλη, γλυπτά και ψηφιδωτά. Στη θέση της ανεγέρθηκε αργότερα μικρή εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο. Το μέγεθος της τρίκλιτης βασιλικής της Αμβρυσσού (5ος αι.) και η ποιότητα των ψηφιδωτών που κοσμούνται με γεωμετρικά, φυτικά και ζωικά μοτίβα υποδηλώνουν την ευρωστία της πόλης.

Μία εποπτική ματιά στις αρχαιότητες της περιοχής προσφέρει η Αρχαιολογική Συλλογή Διστόμου. Στεγάζεται στο παλιό δημοτικό σχολείο και περιλαμβάνει ευρήματα κεραμικής από τους Μυκηναϊκούς ως τους Ρωμαϊκούς χρόνους από την Αντίκυρα και τον Μεδεώνα, κλασικές και ελληνιστικές επιτύμβιες στήλες, καθώς και εκθέματα από την παλαιοχριστιανική βασιλική που υπήρχε στην Άμβροσσο.

3. Μέσοι Χρόνοι: Η μονή του Οσίου Λουκά

Η οικιστική συνέχεια στην περιοχή φαίνεται πως κλονίστηκε κατά τους λεγόμενους «σκοτεινούς χρόνους», ενδεχομένως και ως αποτέλεσμα των σλαβικών εγκαταστάσεων. Ως νέο λατρευτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της περιοχής αναδείχθηκε τον 10ο και τον 11ο αιώνα η μονή του Οσίου Λουκά.

Ο όσιος Λουκάς γεννήθηκε στο Καστόριο (που, σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, ταυτίζεται με τη Δόμβραινα και όχι με τους Δελφούς, όπως πιστευόταν) και μόνασε στην Αθήνα, τη Φωκίδα και τη βόρεια Πελοπόννησο. Εγκαταστάθηκε κοντά στο Στείρι το 946, όπου και έζησε ως το θάνατό του το 953. Στον βίο του τονίζονται η ασκητική ζωή του, οι θεραπευτικές του ικανότητες και το χάρισμα να προλέγει το μέλλον, στοιχεία που τον κατέστησαν δημοφιλή και ώθησαν την τοπική ελίτ να θέσει υπό την προστασία της τον χώρο όπου είχε μονάσει. Πριν από τον θάνατό του χρηματοδοτήθηκε η ανέγερση του ναού της Αγίας Βαρβάρας στο χώρο της άσκησής του, ενώ σύντομα συγκροτήθηκε μια μοναστική κοινότητα και οικοδομήθηκαν τα κελιά των μοναχών. Η σταδιακή ειρήνευση της περιοχής από τις επιθέσεις των Βουλγάρων, η εξέλιξη της μονής σε κέντρο προσκυνήματος και η θέση της επί του άξονα επικοινωνίας μεταξύ Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας οδήγησαν στην ανάληψη οικοδομικών προγραμμάτων υπό την αιγίδα αξιωματούχων και αυτοκρατόρων. Η εκκλησία της Παναγίας (β΄ ήμισυ 10ου αιώνα) οικοδομήθηκε πιθανότατα στη θέση του ναού της Αγίας Βαρβάρας. Η εξαιρετική τοιχοδομία και η ποιότητα των γλυπτών μερών είναι δείκτες του υψηλού κόστους της ανέγερσης. Το καθολικό της μονής (αρχές 11ου αιώνα), μεγάλο σε διαστάσεις και πλούσια διακοσμημένο, έχει εξαιρετικά ψηφιδωτά, οργανωμένα σε ένα ευρύτατο εικονογραφικό πρόγραμμα. Τοιχογραφίες κοσμούν τα πλάγια διαμερίσματα του ναού. Στην θέση του «ιερού ευκτηρίου», του ναού που οικοδομήθηκε στον τάφο του οσίου, ανεγέρθηκε η κρύπτη, όπου φυλάσσονται τα λείψανά του.

Η ακμή της μονής, την οποία επισημαίνουν και τα πολυάριθμα μετόχια της που στις αρχές του 11ου αιώνα εκτείνονταν έως την Εύβοια, αντικατοπτρίζει το ρόλο των μοναστικών κέντρων στην αναδιοργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής στον ελλαδικό χώρο. Η μονή σήμερα αποτελεί, μαζί με τη μονή Δαφνίου και τη Νέα Μονή Χίου, μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

Μετόχι του Οσίου Λουκά με οκταγωνικό ναό του 11ου αιώνα υπήρχε εκεί όπου βρίσκονται σήμερα οι εγκαταστάσεις της εταιρείας «Αλουμίνιον της Ελλάδος». Για την ανέγερσή του χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό από τον αρχαίο Μεδεώνα. Άλλο μετόχι της μονής στην ίδια περιοχή είναι ο Άγιος Σπυρίδων. Οι μεταβυζαντινές τοιχογραφίες του έχουν μεταφερθεί και εκτίθενται στον παλαιό στάβλο της μονής του Οσίου Λουκά. Γλυπτά μέλη από τη μονή και τη γύρω περιοχή περιλαμβάνονται στη συλλογή γλυπτών που φιλοξενείται στην παλαιά τράπεζα της μονής.

4. Ύστερος Μεσαίωνας και Νεότεροι Χρόνοι

Τους επόμενους αιώνες η περιοχή του Διστόμου φαίνεται πως ακολουθεί τη γενικότερη δημογραφική πορεία της Βοιωτίας: την ακμή του 13ου αιώνα ακολουθεί η πτώση που προκαλούν οι πολεμικές επιχειρήσεις και η πανώλη του 14ου αιώνα, πτώση που αντισταθμίζεται με την εγκατάσταση αλβανόφωνων πληθυσμών, των γνωστών Αρβανιτών, σε μικρότερο, ωστόσο, βαθμό από όσο στην ανατολική Βοιωτία. Κατά τον 16ο αιώνα, η περιοχή γνωρίζει σημαντική δημογραφική άνοδο, η οποία ακολουθείται από πτώση κατά τον 17ο αιώνα, ελαφριά ανάκαμψη στον 18ο και νέα άνοδο από τον 19ο αιώνα. Κατά τους Νεότερους Χρόνους διαμορφώνεται ο σημερινός οικιστικός χάρτης της περιοχής.

Από τον ύστερο Μεσαίωνα το σημαντικότερο λιμάνι είναι η Αντίκυρα, που συχνά αναφέρεται με το όνομα Στείρι (ονομασία που από την Υστεροβυζαντινή Περίοδο αφορά ενίοτε ολόκληρο τον κόλπο της Αντίκυρας) ή Άσπρα Σπίτια (ονομασία που σήμερα φέρει ο κύριος οικισμός της Παραλίας Διστόμου). Σπουδαίο ρόλο συνέχισε να παίζει η μονή του Οσίου Λουκά. Ενδεικτικά, κατά τον ύστερο 18ου αιώνα είχε δυναμικό 100 μοναχών και 30 βοσκών, κατείχε περίπου 5500 αιγοπρόβατα και βοοειδή και παρήγαγε σημαντική ποσότητα σίτου και κριθής. Στα τέλη Μαρτίου του 1821 ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας κήρυξε την Επανάσταση στη μονή, με την οποία συνέδεσαν τη δράση τους και οι οπλαρχηγοί Αθανάσιος Διάκος, Πανουργιάς Πανουργιάς και Ιωάννης Δυοβουνιώτης.

Το Νοέμβριο του 1826 το Δίστομο έγινε το ορμητήριο των Ελλήνων κατά την επιχειρήσεις εκδίωξης των Οθωμανών από την ανατολική Στερεά υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Μετά τις επιτυχίες του τελευταίου, ο Κιουταχής, που πολιορκούσε την Αθήνα, απέστειλε εκστρατευτικό σώμα κατά του Διστόμου. Στις 19 Ιανουαρίου 1827 οι υπερασπιστές του απώθησαν την οθωμανική επίθεση. Ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στο Δίστομο περνώντας μέσα από τις εχθρικές γραμμές και στη μάχη της 31ης Ιανουαρίου οι Οθωμανοί υπέστησαν νέα ήττα. Λίγο αργότερα εγκατέλειψαν το στρατόπεδο και έσπευσαν στη Λιβαδειά. Οι επιχειρήσεις των Ελλήνων αναζωπύρωσαν την Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και περιόρισαν τους Οθωμανούς σε λίγες οχυρές θέσεις.

5. Η σφαγή του Διστόμου

Ωστόσο, το Δίστομο έχει ταυτιστεί στη συλλογική μνήμη με μια τραγική στιγμή της πρόσφατης ιστορίας. Στις 10 Ιουνίου 1944, μετά από τη σύγκρουση μονάδας των SS με δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο Στείρι, οι SS περικύκλωσαν το Δίστομο και, σε μια απίστευτη έκρηξη καταστροφικής παραφροσύνης, σαδισμού και βαρβαρότητας, εξόντωσαν όλους όσοι βρίσκονταν στον οικισμό. Από τους πάνω από διακόσιους νεκρούς οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά ηλικίας από δύο μηνών έως 10 ετών. Τα σπίτια των κατοίκων λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί εκτέλεσαν 22 κατοίκους στο χωριό Καλάμι, ενώ εκείνοι που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο τους τουφεκίστηκαν εν ψυχρώ.

Ο αντιστασιακός τύπος ανακήρυξε μάρτυρες τους νεκρούς του Διστόμου και κάλεσε σε κλιμάκωση της πάλης ενάντια στους Γερμανούς. Ως προς το διεθνή αντίκτυπο, χαρακτηριστικό είναι πως η πρώτη εικόνα του αφιερώματος του περιοδικού Life της 27ης Νοεμβρίου 1944 με τίτλο «Τι έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα» είναι η πασίγνωστη πια φωτογραφία της διστομίτισσας Μαρίας Παντίσκα-Μίχα.

Στα θύματα της σφαγής είναι αφιερωμένο το Μαυσωλείο Διστόμου που έχει ανεγερθεί στο λόφο Κάναλες και περιλαμβάνει οστεοφυλάκιο των νεκρών.Σε χωριστή αίθουσα του παλιού δημοτικού σχολείου φιλοξενείται το Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού με φωτογραφίες και τεκμηριωτικό υλικό για τη σφαγή του Διστόμου.

6. Η εξορυκτική βιομηχανία

Η οικονομία της περιοχής κατά τον 20ο αιώνα συνθέθηκε με την εξόρυξη και επεξεργασία του βωξίτη. Την ανακάλυψη κοιτασμάτων από τον Ιωάννη Μπάρλο το 1917 ακολούθησε η ίδρυση της «Μπάρλος Βωξίται», που πραγματοποίησε σημαντικές εξαγωγές ειδικά κατά τη δεκαετία του 1950. Η εταιρεία «Αλουμίνιον της Ελλάδος», συμφερόντων της γαλλικής Pechiney, ιδρύθηκε το 1960. Το 1966 στη θέση Άγιος Νικόλαος άρχισε να λειτουργεί το εργοστάσιο αλουμίνας και αλουμινίου της εταιρείας, μια από τις σημαντικότερες μονάδες βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα. Το γραφείο του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δοξιάδη ανέλαβε το 1961 το σχεδιασμό του οικισμού Άσπρα Σπίτια για τους εργαζομένους της εταιρείας. Ο οικισμός, λειτουργικός και φιλικός παράλληλα, εντάσσεται ομαλά στο φυσικό περιβάλλον. Η «Αλουμίνιον της Ελλάδος» πέρασε το 2007 υπό τον έλεγχο του Ομίλου Μυτιληναίου.