1. Θεσπιές
Οι Θεσπιές ήταν μια από τις σημαντικότερες αρχαίες Βοιωτικές πόλεις στη κοιλάδα του ποταμού Θέσπιου στις ανατολικές υπώρειες του Ελικώνα. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση πήραν το όνομα τους από τον Θέσπιο, γιο του βασιλιά της Αθήνας, Ερεχθέα, ο οποίος ίδρυσε βασίλειο στη Βοιωτία και έγινε ο επώνυμος ήρωας της πόλης, αν και σύμφωνα με άλλη εκδοχή η ονομασία προέρχεται από τη νύμφη Θέσπια, κόρη του ποταμού Ασωπού.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν τη συνεχή κατοίκηση της θέσης από τη Νεολιθική ως τη Βυζαντινή εποχή. Οι οικισμοί της εποχής του Χαλκού, που έχουν βρεθεί στην περιοχή δεν έχουν ερευνηθεί συστηματικά. Στα ιστορικά χρόνια οι αντίπαλες σχέσεις και οι συγκρούσεις με τη Θήβα διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πόλης. Οι Θεσπιείς ήταν σύμμαχοι των Θηβαίων κατά τον 6ο π.Χ. και απέκρουσαν επίθεση των Θεσσαλών στη Βοιωτία. Στους Περσικούς πολέμους, σε αντίθεση με τη Θήβα, τάχθηκαν με το μέρος των Ελλήνων κατά των Περσών. Εύλογα διεκδικούν μερίδιο δόξας στη μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. αφού 700 Θεσπιείς πολέμησαν στο πλευρό των Σπαρτιατών και του Λεωνίδα. Ως εκδίκηση ο Ξέρξης κατέστρεψε την πόλη, ενώ οι κάτοικοι της κατέφυγαν στη Πελοπόννησο. Το 479 π.Χ στη μάχη των Πλαταιών 1800 Θεσπιείς οπλίτες πολέμησαν και πάλι εναντίον των Περσών.
Η Κλασική εποχή αποτελεί περίοδο ακμής για τις Θεσπιές, που γίνεται η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βοιωτίας μετά τη Θήβα, με πληθυσμό 13.000 κατοίκους και παρουσιάζει σημαντική πολιτική, θρησκευτική και καλλιτεχνική δραστηριότητα. Τον 5ο π.Χ. η πόλη ανοικοδομήθηκε και εξωραίστηκε με δημόσια κτήρια. Ταυτόχρονα εξελίχθηκε σε ισχυρό μέλος του Βοιωτικού κοινού έχοντας υπό τον έλεγχο της το γειτονικό ιερό των Μουσών, τις βοιωτικές πόλεις Άσκρα, Θίσβη, Λεύκτρα καθώς και τις πολίχνες Δονακών, Κερησσός και Εύτρησης, όπως και τα λιμάνια των Σιφών, της Κρεύσιος και των Κορσιών στον Κορινθιακό κόλπο, ενώ ανέπτυξε και στενές σχέσεις με την Αθήνα.
Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, το 424 π.Χ.οι βοιωτικές πόλεις αντιστάθηκαν στην επίθεση της Αθήνας κατά της Βοιωτίας και στη καθοριστική μάχη του Δηλίου οι Θεσπιείς πολέμησαν μαζί με τους υπόλοιπους Βοιωτούς εναντίον των Αθηναίων. Παρά τη νίκη των Βοιωτικών πόλεων οι Θεσπιείς είχαν τις περισσότερες απώλειες. Οι νεκροί της μάχης τάφηκαν σε δημόσιο ταφικό σήμα, το Πολυάνδριο. Το 423 π.Χ. οι Θηβαίοι επωφελούμενοι από την αποδυνάμωση των Θεσπιών μετά τη μάχη του Δηλίου, κατέλαβαν τις Θεσπιές και κατέστρεψαν τα τείχη τους. Η πόλη περνά στον έλεγχο της Θήβας, διοικήθηκε από ολιγαρχικούς, ενώ η προσπάθεια των δημοκρατικών το 414 π.Χ.να ανέλθουν στην εξουσία απέτυχε με παρέμβαση των Θηβαίων. Οι συγκρούσεις μεταξύ Θεσπιών και Θήβας συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Η σπαρτιατική φρουρά, που εγκαθίστανται το 379-378 π.Χ στις Θεσπιές εκδιώχθηκε από τους Θηβαίους γύρω στο 373 π.Χ. Το 372 π.Χ. οι Θεσπιές αναγκάζονται να συμμετάσχουν στη δεύτερη Βοιωτική Ομοσπονδία, ενώ τον επόμενο χρόνο η πόλη κυριεύτηκε και πάλι από τη Θήβα. Σημαντική είναι η πληροφορία που παραδίδει ο Παυσανίας ότι ο Επαμεινώνδας πριν τη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ, επέτρεψε στους Θεσπιείς να αποχωρήσουν από τις στρατιωτικές δυνάμεις του φοβούμενος τυχόν προδοσία. Γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. οι Θεσπιές ανοικοδομήθηκαν και το 335 π.Χ. συμμετείχαν στην καταστροφή των Θηβών από τον Μέγα Αλέξανδρο.
Στους ελληνιστικούς χρόνους η πόλη διατήρησε την σημασία της και τα αρχαιολογικά ευρήματα προδίδουν την καλλιτεχνική ακτινοβολία της. Το 47 π.Χ. τιμήθηκε ως ελεύθερη πόλη (civitas libera) λόγω της υποστήριξης της Ρώμης εναντίον του Μιθριδάτη ΣΤ΄, ενώ τον 2ο αι. μ.Χ. υποστήριξε τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο στην εκστρατεία του εναντίον των Γερμανικών φύλων. Γενικότερα στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας η φήμη της πόλης συνδέεται στενά με το γειτονικό ιερό άλσος των Μουσών.
Στον Απόλλωνα Αρχηγέτη, προστάτη θεό της πόλης, ήταν αφιερωμένος ένα δωρικός περίπτερος ναός των κλασικών χρόνων, οικοδομικά λείψανα του οποίου βρέθηκαν 2 χλμ. νοτιοδυτικά των Θεσπιών. Φιλολογικές και επιγραφικές πηγές μαρτυρούν ότι στις Θεσπιές λατρεύονταν επίσης ο Διόνυσος, ο Ερμής, η Δήμητρα, ο Δίας και χθόνιες θεότητες (Δαίμονες). Ξεχωριστή όμως θέση είχε στη θρησκευτική ζωή των Θεσπιέων είχε η λατρεία του Έρωτα. Το ιερό του Έρωτα στις Θεσπιές υπήρξε ο αρχαιότερος και σημαντικότερος τόπος λατρείας του θεού στον Ελλαδικό χώρο. Προς τιμή του πραγματοποιούνταν κάθε πέντε χρόνια τα Ερωτίδεια, γιορτές που περιελάμβαναν θυσίες, μουσικούς και αθλητικούς αγώνες. Ο Παυσανίας περιγράφει ότι ο θεός παριστανόταν στο ιερό με τη μορφή ακατέργαστου λίθου, ωστόσο αγάλματα του θεού είχαν φιλοτεχνηθεί από τον Πραξιτέλη και τον Λύσιππο. Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης μαρμάρινα αγάλματα της Αφροδίτης και της Φρύνης, έργα του Πραξιτέλη που κοσμούσαν επίσης επί των ημερών του τον ιερό χώρο. Η Φρύνη διάσημη αθηναία Εταίρα και φίλη του Πραξιτέλη καταγόταν άλλωστε από τις Θεσπιές. Ο Παυσανίας περιγράφει και άλλα δημόσια οικοδομήματα της πόλης,όπως το θέατρο και την αγορά, όπου βρισκόταν ο αδριάντας του Ησιόδου καθώς και το ναό των Μουσών και τα ιερά της Αφροδίτης Μελαινίδος και του Ηρακλή, ο οποίος σύμφωνα με τη μυθική παράδοση είχε συνευρεθεί και με τις πενήντα κόρες του βασιλιά Θέσπιου μέσα σε μια νύχτα.
Κατά τον 4ο αι. και 5ο αι. μ.Χ. η κατοίκηση της θέσης συνεχίζεται, τον 6ου αι. μ.Χ. όμως οι Θεσπιές έπεσαν στην αφάνεια εξαιτίας των επιδρομών σλαβικών φύλων. Τον 13ο αι. αποτελούν πλέον ένα μικρό χωριό, με το όνομα Ερημόκαστρο, ονομασία που διατηρήθηκε ως τις μέρες μας. Ο άγγλος περιηγητής Wheler, που επισκέφθηκε το Ερημόκαστρο τον 17ο αι. αναφέρει ότι ο πληθυσμός του αποτελείται από Έλληνες και Αρβανίτες.
Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες, που διεξήχθηκαν στις Θεσπιές στο τέλος του 19ου αι. από τη Γαλλική σχολή, αποκάλυψαν πλήθος επιγραφών και γλυπτών τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή τείχους των πρώιμων βυζαντινών χρόνων. Το 1882 ο αρχαιολόγος Π. Σταματάκης αποκάλυψε τη θέση του Πολυάνδριου, όπου βρέθηκαν ο περίβολος του ταφικού μνημείου, διάφορα κτερίσματα, ο κορμός λιονταριου καθώς και οι λίθινες στήλες με τα ονόματα των πεσόντων στη μάχη του Δηλίου. Οι έρευνες συνεχίστηκαν το 1911 και τα λείψανα της αρχαίας πόλεως εντοπίστηκαν νότια από τα σημερινά χωριά Θεσπιές και Λεοντάρι. Στη δεκαετία του 1980 επιφανειακές έρευνες πραγματοποιήθηκαν στις Θεσπιές και στη γύρω περιοχή στα πλαίσια ερευνητικού προγράμματος του Πανεπιστημίου του Cambridge με σημαντικά αποτελέσματα για την μελέτη της ιστορίας της πόλεως.
Αρχαιολογική συλλογή με ευρήματα από το Πολυάνδριο και την ευρύτερη περιοχή στεγάζεται σήμερα στο παλαιό δημοτικό σχολείο του χωριού, ενώ γλυπτά από τις Θεσπιές εκτίθονται επίσης και στο Μουσείο της Θήβας καθώς και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στην είσοδο του χωριού μνημείο προς τιμή των 700 Θεσπιέων που έπεσαν στη μάχη των Θερμοπυλών μας καλωσορίζει στις Θεσπιές του σήμερα. Οι σύγχρονες Θεσπιές είναι ένα όμορφο χωριό, που σφύζει από ζωή , με δαιδαλώδεις δρόμους, νεόκτιστα σπίτια, παραδοσιακές ταβέρνες και καφετέρειες.
2. Λεοντάρι
Οι Θεσπιές και το Λεοντάρι βρίσκονται σε γειτονικούς λόφους, αλλά χωρίζονται μεταξύ τους με μια μικρή κοιλάδα. Το Λεοντάρι εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο γύρω στον 15ο αι., και επρόκειτο για ένα μικρό χωριό με το όνομα Zogra Kobil ( Ζόγρα Κομπίλ ), ενώ ο πληθυσμός του ήταν κυρίως Αρβανίτες. Αργότερα μετονομάστηκε σε Κασκαβέλι και το 1930 πήρε το όνομα Λεοντάρι, από το ολόγλυφο λιοντάρι του Πολυάνδριου. Η εκκλησία του Προφήτη Ηλία στο κέντρο του χωριού, που χρονολογείται τον 18ο αι αποτελεί ένα από τα αξιοθέατα του χωριού. Παραδοσιακές ταβέρνες και καφενεία πλαισίωνουν την κεντρική πλατεία, από όπου η θέα στο κάμπο και τα γύρω χωριά είναι εξαιρετική.
3. Μαυρομμάτι
Βορειοδυτικά από τις Θεσπιές, σε απόσταση 3 χλμ βρίσκεται το Μαυρομμάτι, το οποίο πιθανόν ιδρύθηκε από Αρβανίτες σε προϋπάρχουσα ερειπωμένη βυζαντινή θέση. Ο ιερός ναός στην κεντρική πλατεία του χωριού είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Στην έξοδο του χωριού στα βορειοδυτικά ο επισκέπτης συναντά τον μεταβυζαντινό ναό της μεταμόρφωσης του Σωτήρος ή της Αγίας Σωτήρας, που άρχισε να κτίζεται τον 12ο αι. π.Χ. Μέσα σε αυτή την εκκλησία πυρπολήθηκαν στις 26 Οκτωβρίου του 1825 από τους Τούρκους, ο οπλαρχηγός Αθανάσιος Σκουρτανιώτης και οι συντρόφοι του.
Ένα από τα ωραιότερα μοναστήρια της περιοχής είναι αυτό του Αγίου Γεωργίου στον δρόμο προς την Αλίαρτο, το οποίο οικοδομήθηκε τον 18ο αιώνα στη θέση υστεροβυζαντινής εκκλησίας . Σε μικρή απόσταση (1-2 χλμ.) βόρεια από το Μαυρομμάτι βρίσκεται η θέση Λίστη, όπου βρέθηκε κεραμική της μυκηναϊκής περιόδου καθώς και επιτύμβια ανάγλυφα και επιγραφές, που χρονολογούνται από τον 4ο αι. π.Χ. ως τους ρωμαϊκούς χρόνους.
4. Νεοχώρι
Στα ανατολικά των Θεσπιών βρίσκεται το Νεοχώρι. Ο αρχικός οικισμός βρισκόταν πιο ψηλά από το σημερινό χωριό και πρέπει να κατοικήθηκε κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους. Η τότε ονομασία του μας είναι άγνωστη, για το λόγο αυτό αποκαλείται στην έρευνα Παλαιονεοχώρι. Πιθανόν να ιδρύθηκε από κατοίκους του Ερημόκαστρου, ενώ γύρω στον 17ο αι. φαίνεται ότι ερημώθηκε. Τον 19ο αι. το Νεοχώρι επανιδρύεται από Έλληνες και Αρβανίτες στη πλαγιά λόφου, στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Στα χρόνια της Ελληνικής επανάσταστης χρησίμευσε ως ορμητήριο του οπλαρχηγού Αθανάσιου Σκουρτανιώτη. Ξεχωρίζει η πανέμορφη εκκλησία αφιερωμένη στη Κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία χτίστηκε το 1902. Δυτικά του χωριού βρίσκεται ο ιερός ναός της Ζωοδόχου Πηγής, που αναστηλώθηκε το 1957.
5. Άσκρα
Η Άσκρα (ή Άσκρη), βοιωτική πόλη στις ανατολικές υπερώες του Ελικώνα, βορειοδυτικά των Θεσπιέων ήταν η περίφημη γενέτειρα του Ησιόδου. Σύμφωνα με την μυθική παράδοση οι Αλωάδες, Εφιάλτης και Ώτος, γιοι του Ποσειδώνα ήταν οι οικιστές της πόλης. Η θέση κατοικήθηκε στην εποχή του Χαλκού,η ακμή της όμως τοποθετείται στην αρχαϊκή και κλασική περίοδο. Ήταν μέλος του Βοιωτικού κοινού υπό τον έλεγχο των Θεσπιέων. Η αρχαία ακρόπολη βρισκόταν κοντά στο σημερινό λόφο Πυργάκι και εκεί σύμφωνα με τον Παυσανία δέσποζε ο πύργος της Άσκρης το μόνο αξιόλογο μνημείο επί των ημερών του, που κατασκευάστηκε τον 4ο αι. π.Χ. και σώζεται σήμερα σε καλή κατάσταση. Τον 4ο αι.π.Χ. πιθανολογείται ότι η Άσκρα καταστράφηκε από τις Θεσπιείς και οι κάτοικοι της εγκαταστάθηκαν στον Ορχομενό.
Κατά την ύστερη αρχαιότητα και τους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους η πόλη γνώρισε νέα άνθηση και αποτέλεσε σημαντικό κέντρο κεραμικής παραγωγής. Στη Μεσοβυζαντινή περίοδο μετονομάστηκε σε Ζαρατοβα πιθανόν λόγω της εγκατάστασης των Σλάβων στη περιοχή και γίνεται έδρα επισκοπής. Ο ερειπωμένος μεσαιωνικός πύργος πάνω σε λόφο 2 χλμ δυτικά του σύγχρονου χωριού αποτελεί ανάμνηση της κυριαρχίας των Φράγκων στην περιοχή και αποκαλύπτει την θέση του ακμάζοντα μεσαιωνικού οικισμού. Από τον 16ο αιώνα χρησιμοποιείται η ονομασία Παναγιά, στην οποία πρέπει να ήταν αφιερωμένος ο επισκοπικός ναός του χωριού. Μέσα από τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα φαίνεται ότι η Παναγιά αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του καζά της Θήβας (Ιστιφά) με ελληνικό πληθυσμό και ισχυρή αγροτική οικονομία, που βασιζόταν στην παραγωγή σιταριού, βαμβακιού, μελιού και κρασιού, και την κτηνοτροφία. Τον 17ο αιώνα ο οικισμός μεταφέρθηκε ανατολικότερα στη θέση της σημερινής Άσκρας, και η ονομασία του Παναγιά ή Παλαιοπαναγιά διατηρήθηκε ως της μέρες μας. Η Άσκρα αποτελεί ένα από τα ωραιότερα χωριά της Βοιωτίας, με πολλές ταβέρνες στην κεντρική πλατεία των «9 Μουσών», ενώ φημισμένα είναι τα οινοποιεία του χωριού.
Νοτιοδυτικά της Άσκρης βρίσκεται ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ή ναός του Χριστού, ο οποίος αποτελούσε πιθανόν κοιμητηριακό ναό, της άλλοτε ακμάζουσας εκεί μονής, ανάγεται στο δεύτερο μισό του 9ου αι. ή στις αρχές του 10ου αι και είναι κατασκευασμένος από αρχαίο οικοδομικό υλικό.
6. Η Κοιλάδα των Μουσών
Το φημισμένο ιερό άλσος των Μουσών βρισκόταν στις ανατολικές υπώρειες του Ελικώνα σε κατάφυτη τοποθεσία με πηγές και ποτάμια. Η λατρεία στο χώρο αυτό πρέπει να ξεκίνησε γύρω στο 6ο π.Χ., και συνεχίστηκε ως τη ρωμαϊκή περίοδο. Σύμφωνα με τον Παυσανία εκεί εορτάζονταν τα Μουσεία, γιορτές, που διοργανώνονταν κάθε πέντε χρόνια από τους Θεσπιείς προς τιμή των εννέα Μουσών και περιλάμβαναν μουσικούς, δραματικούς και αθλητικούς αγώνες. Έργα διάσημων καλλιτεχνών της αρχαιότητας όπως του Κηφισόδοτου, του Λυσίππου και του Μύρωνα, αγάλματα των Μούσων, θεών, ποιητών και μουσικών καθώς και ανάγλυφα κοσμούσαν σύμφωνα με τον Παυσανία το ελικώνιο ιερό.
Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα σωζόμενα λείψανα των κτιρίων του ιερού, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν το θέατρο, το οποίο κτίστηκε γύρω στα τέλη του 3ου με αρχές του 2ου αι. π.Χ. και διέθετε σκηνή με δωρικό προσκήνιο. Το αρχαίο θέατρο δεν είχε λίθινα καθίσματα και ως κοίλο φαίνεται ότι χρησίμευε η φυσική πλαγιά. Ο ναΐσκος ή βωμός των Μουσών βρέθηκε στη θέση του μεταγενέστερου ναού της Αγ. Τριάδος και ήταν ένα μικρό ορθογώνιο κτήριο του 3ου αιώνα π.Χ. Δυτικότερα υπήρχε μια ιωνική στοά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ιερού, που χρονολογείται επίσης τον 3ου αι. π.Χ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σωζόμενα βάθρα αγαλμάτων των εννέα μουσών που προέρχονται από ένα ενιαίο σύνταγμα, έργο του γλύπτη Ονέστου, το οποίο ανέθεσαν οι Θεσπιείς στο ιερό την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου. Ξένοι περιηγητές, όπως ο G. Wheler και o W.M. Leake, επισκέφθηκαν την κοιλάδα των Μουσών. Οι ανασκαφικές έρευνες στο ιερό πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 19ου αι. από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και την εποχή εκείνη πολλά ξωκκλήσια χτισμένα από αρχαίο υλικό ήταν διασκορπισμένα στη κοιλάδα, από τα οποία σήμερα διατηρείται μόνο το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής.
Στην κορυφή Μοτσάρα ή Ζαγαρά του Ελικώνα πάνω από την κοιλάδα των Μουσών βρέθηκε κρηναία κατασκευή των κλασικών χρόνων που ταυτίζεται με την κρήνη του Ίππου, την οποία αναφέρει ο Παυσανίας. Σύμφωνα με την μυθική παράδοση η πηγή της Ιπποκρήνης ανέβλυσε από κτύπημα της οπλής του Πήγασου. Σήμερα ονομάζεται «Κρύο Πηγάδι» από όπου συνεχίζει να τρέχει άφθονο κρύο νερό. Λίγο ψηλότερα βρέθηκαν και τα ερείπια ενός πύργου του 4ου αι. π.Χ., ενώ σε αυτή τη θέση πιθανολογείται ότι βρισκόταν και ο βωμός για τις θυσίες στον Ελικώνιο Δία, τον πατέρα των Μουσών.