1. Θίσβη
1.1 Αρχαία Θίσβη
Στην αρχαιότητα η Θίσβη ήταν σημαντική βοιωτική πόλη στους πρόποδες του όρους Ελικώνα, σε κοντινή απόσταση από τον Κορινθιακό κόλπο. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση πήρε το όνομα της από τη νύμφη Θίσβη, κόρη του ποτάμιου θεού Ασωπού. Ήταν μια από τις πόλεις, που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο και αναφέρεται από τον Όμηρο ως «πολυτρήρωνα Θίσβη» (Ιλ. 2,502) λόγω των περιστεριών που υπήρχαν στο πετρώδες λιμάνι της, όπως περιγράφει ο Στράβωνας (ΙΧ, 411). Ευρήματα άλλωστε των μυκηναϊκών χρόνων, αποκαλύπτουν την ύπαρξη ενός σημαντικού μυκηναϊκού οικισμού. Η κατοίκηση συνεχίστηκε κατά τους γεωμετρικούς και αρχαϊκούς χρόνους οι σωζόμενες χάλκινες πόρπες και τα ειδώλια αποτελούν δείγματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ενώ επιτύμβιο επίγραμμα του τέλους του 6ου π.Χ. αποκαλύπτει ότι ο πληθυσμός της πόλης αποτελείται από αστούς και ξένους.
Tην κλασική περίοδο η Θίσβη εντάχθηκε στο Βοιωτικό Κοινό. Αρχικά είχε υπαχθεί στις Θεσπιές, όπως και οι γειτονικές πόλεις Σίφαι και Κορσιαί και στη συνέχεια αποτέλεσε αυτόνομη πόλη, μέλος του Βοιωτικού Κοινού. Ισχυρός οχυρωματικός περίβολος, που κατασκευάστηκε τον 4ο αι. π.Χ., και είχε μήκος 2,5 χλμ., υποδηλώνει την στρατηγική και πολιτική σημασία της αρχαίας πόλεως και εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύνολο οχυρώσεων, που δημιουργήθηκαν μετά τη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ. σε πόλεις της νότιας Βοιωτίας. Λείψανα του αρχαίου τείχους διατηρούνται στις δυο οχυρωμένες ακροπόλεις της Θίσβης, το Παλαιόκαστρο και το Νεόκαστρο. Επιγραφές της ελληνιστικής περιόδου ( 3ος και α΄μισό του 2ου αι. π.Χ.) μαρτυρούν ότι η Θίσβη ανέπτυξε σχέσεις με τη Σικυώνα, τη Ναύπακτο, την Άμφισσα και τη Χαλκίδα, όπως επίσης και ότι συνήψε οικονομική συμφωνία με την γειτονική πόλη Κορσιαί. Τα σωζόμενα ειδώλια, που προέρχονται από τη Θίσβη θεωρούνται εξαιρετικά έργα κοροπλαστικής, προϊόντα πιθανόν τοπικού εργαστηρίου που λειτούργησε στη πόλη κυρίως κατά τους κλασικούς και πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους.
Το 172 π.Χ η Θίσβη τάχθηκε με το μέρος του βασιλιά Περσέα, πολιορκήθηκε όμως και κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 171 π.Χ. Η φιλομακεδονική παράταξη απομακρύνθηκε από την εξουσία, και τη διοίκηση της πόλης ανέλαβαν πολίτες προσκείμενοι στη Ρώμη. Επιγραφικές μαρτυρίες μάλιστα επιβεβαιώνουν ότι το 170 π.Χ. εσωτερικά θέματα της πόλεως που αφορούσαν τα όρια της χώρας, το λιμάνι, και τον τειχισμό της ακρόπολης, ρυθμίζονται με απόφαση της Ρωμαϊκής σύγκλητου. Στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας επιγραφικές πηγές κάνουν μνεία στη διαφωνία μεταξύ Θίσβης και Κορώνειας αναφορικά με τα σύνορα των δυο πόλεων, η οποία διευθετήθηκε από τους αυτοκράτορες Αδριανό και Αντωνίνο Πίο.
Ο περιηγητής Παυσανίας, που επισκέφθηκε την Θίσβη τον 2ο αι. μ.Χ., περιγράφει τον ναό του Ηρακλή με το μαρμάρινο άγαλμα του και αναφέρεται στα Ηράκλεια, τις γιορτές προς τιμή του ήρωα. Σύμφωνα με επιγραφές στη Θίσβη λατρευόταν επίσης ο Απόλλωνας, η Αθήνα, η Αφροδίτη, η Δήμητρα, η Άρτεμις, ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος. Ο Παυσανίας αναφέρεται και σε ένα ανάχωμα για τη διευκόλυνση της αγροτικής ζωής των κατοίκων, που κατά την αρχαιότητα βασιζόταν κυρίως στη καλλιέργεια ελιάς και σιταριού, κύρια προϊόντα της τοπικής παραγωγής μέχρι τις μέρες μας. Κάποιοι μελετητές υποθέτουν ότι επρόκειτο για τεχνητό φράγμα, τμήμα αποστραγγιστικού έργου για την αποφυγή των πλημμυρών στην περιοχή, το οποίο ανάγεται στους μυκηναϊκούς χρόνους, αν και σύμφωνα με άλλη άποψη χρονολογείται με βάση την τοιχοποϊία του τον 3ο αι. π.Χ.. Ερείπια αυτής της κατασκευής διατηρούνται σήμερα παράλληλα προς το δρόμο που οδηγεί από τη Θίσβη προς τον Αγ. Ιωάννη. Λαξευτοί τάφοι με αρκοσόλια της παλαιοχριστιανικής περιόδου βρέθηκαν επίσης στους λόφους Παλαιόκαστρο και Νεόκαστρο.
1.2. Η Θίσβη κατά τους Μέσους και Οθωμανικούς χρόνους
Τους βυζαντινούς χρόνους η Θίσβη μετονομάστηκε σε Καστόριον και ταυτίζεται με τον τόπο γέννησης του Οσίου Λουκά. Μέχρι τον 10ο αι. το Καστόριον ανάφερεται σε λόγιες πηγές ως κώμη, ενώ κατά τον 11ο και 12ο αι. γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση λόγω του εμπορίου μεταξιού και της παραγωγής πορφύρας, έγινε έδρα επισκοπής και εξελίχθηκε στη σημαντικότερη πόλη της Βοιωτίας μετά τη Θήβα. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των βυζαντινών μνημείων πιστοποιούν την ευημερία και σπουδαιότητα της πόλεως. Από τους σωζόμενους χριστιανικούς ναούς ξεχωρίζουν ο ναός του Οσίου Λουκά, ο ναός της Αγίας Τριάδος και ο μονόχωρος ναός του Αγίου Κωνσταντίνου της μεσοβυζαντινής περιόδου όπως και οι μονόχωροι ναοί του Προφήτη Ηλία, των Ταξιαρχών και του Αγίου Βλάσιου της μεταβυζαντινής περιόδου.
Κατά την Οθωμανική περίοδο το Καστόριον έχει περιέλθει σε ένδεια και έφερε την ονομασία Κακόσιον ή Κακόσι, από κάποιον κακό μοναχό που σύμφωνα με την τοπική παράδοση ασκητεύσε στην περιοχή. Η ονομασία αυτή του χωριού διατηρήθηκε ως τις μέρες μας.
1.3. Ιστορία της έρευνας
Στους νεότερους χρόνους πολλοί ξένοι περιηγητές επισκέφθηκαν την περιοχή. Τον 17ο αι. ο G. Wheler ταυτίζει λανθασμένα τη θέση με τις Θεσπιές, στις αρχές όμως του 19ου αι., ο Άγγλος W. Leake αναγνωρίζει ότι πρόκειται για την αρχαία Θίσβη και περιγράφει ερείπια και επιγραφές της. Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν στα μέσα του 19ου αι. από την Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρία, ενώ ενδιαφέρον εκδηλώνεται και από τις ξένες αρχαιολογικές σχολές. Το 1889 ο S.C. Rolfe διεξήγαγε σύντομη ανασκαφική έρευνα και το 1915 ο W. Heurtley θεώρησε ότι ανακάλυψε προϊστορικούς τάφους, σύμφωνα όμως με πρόσφατες έρευνες πρόκειται μάλλον για θαλάμους μοναστικής κοινότητας της Πρωτοβυζαντικής περιόδου. Το 1958 F.G. Maier δημοσίευσε επιστημονική μελέτη για την οχύρωση της πόλης. Από το 2002 συστηματικές επιφανειακές έρευνες πραγματοποιούνται στην περιοχή από το τμήμα Βυζαντινών σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ.
2. Δομβραίνα
Σε άμμεση γειτνίαση με τη Θίσβη βρίσκεται η Δoμβραίνα. Η ονομασία της είναι σλαβικής προέλευσης, και προέρχεται προφανώς από τα σλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκαν τον 6ο αι στην περιοχή. Στους οθωμανικούς χρόνους αποτέλεσε ακμάζουσα κωμόπολη με ανθηρή οικονομία, χάρη στο εμπόριο αλατιού από τη γειτονική Αλυκή, τη γεωργική παραγωγή και την κτηνοτροφία. Η ευημερία της πόλης εκφράστηκε στις μεγάλες πέτρινες κατοικίες της, κάποιες μάλιστα από αυτές σώζονται μέχρι σήμερα. Την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης οι κάτοικοι της Δομβραίνας και της Θίσβης συμμετείχαν ενεργά στον απελευθερωτικό αγώνα - ο Πύργος του Καραϊσκάκη χτισμένος σε κορυφή λόφου μαρτυρά άλλωστε τη δράση του αγωνιστή στην περιοχή.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1944 η Δομβραίνα και τα χωριά Θίσβη και Πρόδρομος καταστρέφονται από τους Γερμανούς ως αντίποινα για την σθεναρή αντιστασιακή δράσης των κατοίκων τους. Μεταπολεμικά οι περισσότεροι κάτοικοι των χωριών αυτών αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στην Αθήνα και τη Θήβα, ή να ακολουθήσουν τον δρόμο της ξενιτειάς και να μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σήμερα η Δομβραίνα έχει εξελιχθεί σε σημαντικό οικονομικό κέντρο, λόγω των βιομηχανικών μονάδων σωληνουργείας και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν αναπτυχθεί στην ευρύτερη περιοχή, ενώ φημίζεται επίσης και για την παραγωγή τοπικού μαρμάρου.
3. Περιοχή Θίσβης
Η περιοχή της Θίσβης περιλαμβάνει εκτός από την ομώνυμη κωμόπολη και τη Δόμβραινα, τα χωριά Πρόδρομος, Ξηρονομή και Ελλοπία, καθώς και τους παραθαλάσσιους οικισμούς Αλυκή, Άγιο Νικόλαο και Άγιο Ιωάννη.
3.1. Άγιος Ιωάννης
Ο παραθαλάσσιος γραφικός οικισμός του Αγίου Ιωάννη αποτελεί το σημερινό λιμάνι της Δομβραίνας, ίσως μάλιστα να ήταν το επίνειο της αρχαίας Θίσβης, αν και πολλοί μελετητές ταυτίζουν το Βαθύ με το αρχαίο θισβιακό λιμάνι. Πιθανολογείται πάντως ότι και τα δυο λιμάνια χρησιμοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα.
3.2 Μοναστήρι Παναγιάς της Μακαριώτισσας
Σε απόσταση έξι χλμ βορειανατολικά της Δομβραίνας στη νότια πλαγιά του Ελικώνα βρίσκεται το Μοναστήρι της Παναγιάς της Μακαριώτισσας, το οποίο ιδρύθηκε κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους. Το καθολικό της μονής ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου ναού με οκταγωνικό τρούλλο, ενώ κελλιά και διάφορα προσκτίσματα συνθέτουν τους βοηθητικούς χώρους του συγκρότηματος. Στο πέρασμα των αιώνων η μονή επλήγη από διάφορες καταστροφές. Η μεγαλύτερη μάλιστα καταστροφή συνέβη στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, όταν η μονή πυρπολήθηκε και ερημώθηκε. Σήμερα το Μοναστήρι της Μακαριώτισσας λειτουργεί και γίνεται προσπάθεια συντήρησης των οικοδομημάτων του.
3.3 Πρόδρομος - Κορσιαί
Κοντά στο χωριό Προδρόμος σώζονται τα ερείπια της παραθαλάσσιας αρχαίας βοιωτική πόλης των Χορσιών ή Κορσιών, γνωστής από λόγιες και επιγραφικές πηγές. Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης χρονολογούνται στην Πρώιμη Ελλαδική περίοδο, ενώ ευρήματα της Γεωμετρικής, της Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου πιστοποιούν τη συνεχή κατοίκηση της θέσης. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. οι Κορσιές υπαγόταν στις Θεσπιές, ενώ το 346 π.Χ. καταλαμβάνονται από τους Φωκείς και χρησιμοποιούνται ως βάση των επιχειρήσεων τους στη Βοιωτία. Το 346 π.Χ. καταστρέφονται από τη Θήβα και ο πληθυσμός τους πιθανόν υποδουλώνεται. Επιγραφικές μαρτυρίες επιβεβαίωνουν τη λατρεία της Ήρας και την ύπαρξη Ηραίου, ενώ πιθανολογείται στη πόλη να λατρευόταν και ο Δίας. Τμήματα οχύρωσης του 4ου αι. π.Χ., που περιέβαλαν την ακρόπολη και την κάτω πόλη, διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Το σύγχρονο χωριό Πρόδρομος ή Χωστιά χτισμένο αμφιθεατρικά στις πλαγιές λόφου είναι ένα από τα πιο όμορφα χωριά της Βοιωτίας, ενώ η γειτονική παραλία του Σαράντη αποτελεί φημισμένο παραλιακό θέρετρο. Στην περιοχή αξίζει επίσης να επισκεφθεί κανείς την ιερά Μονή Οσίου Σεραφείμ Δομβούς, αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, που βρίσκεται στη νότια πλαγιά του Ελικώνα και ιδρύθηκε στο τέλος του 16ου αι. καθώς το βυζαντινό μοναστήρι των Ταξιαρχών βόρεια της ακρόπολης των αρχαίων Κορσιών.
3.4. Αλυκή - Σίφαι - Άγιος Νικόλαος
Η Αλυκή φημισμένος παραθαλάσιος οικισμός της Βοιωτίας, γνωστός για την παραγωγή αλατιού, αλλά και τις ψαροταβέρνες του στον ανατολικό μυχό του κόλπου της Δομβραίνας, ταυτίζεται με την αρχαία πόλη Σίφαι ή Τίφα, επίνειο των Θεσπιέων κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα και μέλος του Βοιωτικού Κοινού. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση ήταν ο τόπος καταγωγής του Τίφη, κυβερνήτη της Αργούς, του πλοίου της Αργοναυτικής εκστρατείας, και για το λόγο αυτό οι κάτοικοί της φημίζονταν κατά την αρχαιότητα ως ικανοί θαλασσοπόροι. Η θέση κατοικήθηκε κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους. Σώζονται λείψανα οχυρωματικού τείχους του 4ου αι. π.Χ. και διαφορών άλλων κτισμάτων της ρωμαϊκής εποχής, ανάμεσα στα οποία αναγνωρίζεται ένα μικρός ναός, που πιθανόν ταυτίζεται με το Ηράκλειο, ναό αφιερωμένο στη λατρεία του Ηρακλή προς τιμή του οποίου πραγματοποιούνταν στη πόλη ετήσιες γιορτές, όπως περιγράφει ο Παυσανίας.
Στο λόφο Μαυροβούνι ή Γουλά πάνω από την Αλυκή, σώζονται τα λείψανα της οχυρωμένης πόλης των Άνω Σιφών καθώς και ιερό της γεωμετρικής εποχής, αφιερωμένο πιθανόν στη λατρεία της Άρτεμις Αγροτέρας, το οποίο λειτουργούσε ως τους ελληνιστικούς χρόνους.
Σε μικρή απόσταση από την Αλυκή βρίσκεται και η παραλία του Αγίου Νικολάου, μια από τις πιο όμορφες παραλίες της Βοιωτίας στις ακτές του Κορινθιακού κόλπου, που πήρε την ονομασία της από το μικρό εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου στα βόρεια της παραλίας.
3.5 Ξηρονομή
Η «γη των Δονακών» (καλαμιών), που αναφέρεται από τον Παυσανία εντοπίζεται ίσως βόρεια της Ξηρονομής στη περιοχή Τάτιζα, όπου σύμφωνα με την μυθική παράδοση βρισκόταν η πηγή στην οποία ο Νάρκισσος αντικρύσε και ερωτευτήκε το είδωλο του. Ελάχιστα οικοδομικά κατάλοιπα έχουν σωθεί στη θέση αυτή. Χτισμένη σε κατάφυτη κοιλάδα η Ξηρονομή, αποτελεί ένα από τα ομορφότερα χωριά της περιοχής. Οι κάτοικοι του χωριού έχουν αναπτύξει έντονη πολιτιστική δραστηριότητα και έχουν δημιουργήσει από το 1979 τον Σύλλογο Ξηρονομαίων, ενώ στο χωριό λειτουργεί και το ιδιωτικό Λαογραφικό Μουσείο του Γ. Μπλάνου.
3.6 Ελλοπία
Το χωριό Ελλοπία, χτισμένο στα ΝΔ ενός βραχώδους λόφου, έφερε παλαιότερα την ονομασία Καραντάς, λέξη τουρκικής ετυμολογίας , αν και πιθανολογείται ότι πρόκειται για αρβανίτικο τοπωνύμιο. Το 1916 ονομάστηκε Ελλοπία, τοπωνύμιο το οποίο παραδίδεται από τον Στέφανο Βυζάντιο και το οποίο αποτελούσε πιθανόν κάποιον οικισμό στην περιοχή των Θεσπιέων.