1. Γεωγραφική θέση και ονομασία
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, η θέση του αρχαίου Δηλίου βρισκόταν στα ανατολικά παράλια της Βοιωτίας, στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Τανάγρας και σε μικρή απόσταση από τα αρχαία σύνορα της Βοιωτίας με την Αττική και τον Ωρωπό. Στο αρχαίο Δήλιον βρισκόταν το ιερό του Δηλίου Απόλλωνα, αφίδρυμα του μεγάλου Ιερού του Απόλλωνα στην Δήλο. Σήμερα, η θέση του αρχαίου Δηλίου τοποθετείται με βεβαιότητα στον σύγχρονο παράλιο οικισμό Δήλεσι, του οποίου το τοπωνύμιο είναι δημιούργημα των αλβανόφωνων παλαιών κατοίκων της περιοχής και προέρχεται από την αρχαία ονομασία Δήλιον.
2. Ιστορία και ανασκαφές
Το Δήλιον ανήκε στην αρχαία Ταναγραϊκή και αποτελούσε ένα από τα επίνεια της σημαντικότερης πόλης της, της Τανάγρας.
Ο παράλιος οικισμός που αναπτύχθηκε στην θέση αυτή, γνώρισε μεγάλη άνθηση στην κλασική περίοδο λόγω του ιερού, κυρίως όμως από τον 1ο έως και τον 6ο μ.Χ. αιώνα, σύμφωνα με την μαρτυρία των πρόσφατων σχετικά αρχαιολογικών καταλοίπων (εικ. 1).
Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή έγιναν από τον Α. Brown το 1905-1906. Σύμφωνα με την σύντομη αναφορά του, η χρήση αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών για κατασκευή σύγχρονης προβλήτας μήκους 30 μ., μαρτυρεί την προέλευσή τους από αρχαίο κτίσμα, το οποίο θα βρισκόταν εκεί κοντά.
2.1. Το ιερό του Δηλίου Απόλλωνος
Οι νεότερες έρευνες έγιναν από την Θ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με την μορφή σωστικών ανασκαφών. Συγκεκριμένα, τα έτη 1982-1983 αποκαλύφθηκαν κατά μήκος της παραλίας, σε μικρό βάθος, μόλις 0.40 εκατοστών από την επιφάνεια του εδάφους, τα πώρινα θεμέλια μεγάλου επιμήκους αρχαίου οικοδομήματος, σε μήκος 72,5 μέτρων και σε πλάτος 11,30 μέτρων (εικ. 2). Τα θεμέλια του κτηρίου συνεχίζονταν μέσα στη θάλασσα, σε μήκος 25 μέτρων περίπου, ήταν όμως έντονα διαβρωμένα, σχεδόν διαλυμένα. Το συνολικό μήκος του κτηρίου υπολογίζεται σε 106-111 μέτρα και το πλάτος του σε 15,80 μέτρα και ταυτίζεται με την μία από τις μεγάλες στοές του Ιερού του Δηλίου Απόλλωνος, αυτήν που όριζε την βόρεια πλευρά του. Η χρονολογία ίδρυσης του Ιερού αυτού ανάγεται στο μέσον του 5ο π.Χ. αιώνα. Η διάρκεια όμως χρήσης του συνεχίζεται τουλάχιστον μέχρι και τον 6ο αιώνα μ.Χ. που κατασκευάστηκε λιθορριπή πλάτους 5 μ. και μήκους 37 μ. στα δυτικά της στοάς, με φορά Β.-Ν. για την προστασία της από την άνοδο της θάλασσας.
Στο ιερό του Δηλίου Απόλλωνος διεξαγόταν αγώνας προς τιμήν του θεού, ο οποίος είχε καθιερωθεί από τους Βοιωτούς μετά την μάχη του Δηλίου, το 424 π.Χ. Η τελευταία αναφορά του αγώνα γίνεται σε επιγραφή του 3ου μ.Χ. αιώνα, η οποία αποτελούσε κατάλογο εφήβων και βρέθηκε το 2001 στον λόφο Αγριλέζα, σε δεύτερη χρήση, ως καλυπτήρια λακκοειδούς τάφου παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Οι εορτές στο ιερό του Δηλίου Απόλλωνος είχαν μεγάλη θρησκευτική και πολιτική σημασία για τους Βοιωτούς και κυρίως για τους Ταναγραίους, στους οποίους κυρίως ανήκε η διαχείρισή του, και συγκέντρωναν μεγάλο πλήθος προσκυνητών.
Το 1983 αποκαλύφθηκε σε επίπεδο θεμελίωσης, με την αφορμή μιας καταστροφής, η οποία προκλήθηκε από αυθαίρετες εργασίες σε κεντρικό οικόπεδο του σύγχρονου οικισμού, μια κυκλική κατασκευή από πώρινους δόμους, εσωτερικής διαμέτρου 7,40 μέτρων (εικ. 3). Στα μπάζα της παράνομης εκσκαφής βρέθηκαν 6 μαρμάρινοι λουτήρες διαστάσεων 1,22 Χ 0,71Χ 0,58 (εικ. 4).
Η κατασκευή ταυτίζεται με δημόσιες λουτρικές εγκαταστάσεις, η χρονολόγηση των οποίων ανάγεται πιθανότατα στην πρωτοβυζαντινή περίοδο βάσει παραλλήλων κυρίως αλλά και βάσει της ελάχιστης κεραμικής που είχε απομείνει μετά την καταστροφή τους.
Μία ακόμη ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε τα έτη 1992-1993, με αφορμή τις εργασίες ανέγερσης κτηρίου από τον ΟΤΕ, εντός ιδιόκτητου οικόπεδου του, επί των οδών Οδυσσέως και Εκάβης, σε κοντινή απόσταση από την παραλία όπου είχε ανασκαφεί το στωικό οικοδόμημα.
Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως μεγάλο συγκρότημα καταστημάτων και αποθηκών εμπορικού χαρακτήρα, με μεγάλο αριθμό εντοιχισμένων αρχιτεκτονικών μελών και μιας επιγραφής του 2ου αιώνα π.Χ., η οποία αποτελούσε απόδοση λογαριασμών ενός αγωνοθέτη, υπεύθυνου για την διοργάνωση των αγώνων των Δηλίων. Τα κατάλοιπα της ανασκαφής αυτής χρονολογούνται από τον 2ο μέχρι και τον 4ο μ.Χ. αιώνα, σύμφωνα με την νομισματική μαρτυρία. Μια πολύ μικρή συνέχεια των συγκεκριμένων καταλοίπων αποκαλύφθηκε τα έτη 2001-2004 σε όμορο οικόπεδο.
2.2. Νεκροταφεία
Νεκροταφεία ρωμαϊκών και υστερορωμαϊκών χρόνων έχουν εντοπιστεί στα παράλια του οικισμού, στη θέση Πλάκα το 2001, στην περιοχή της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, καθώς και στον λόφο Αγριλέζα το 1972 και τα έτη 2000-2002, με αφορμή μια λαθρανασκαφή στον χώρο (εικ. 5). Η ανασκαφή έφερε στο φώς εκτεταμένο νεκροταφείο με διάρκεια ζωής από τους κλασικούς χρόνους έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. Ο μεγαλύτερος όμως αριθμός των τάφων ανήκουν στην περίοδο από τον 4ο μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ. Οι τάφοι κατατάσσονται τυπολογικά σε κτιστούς κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς, λακκοειδείς, εγχυτρισμούς σε κυψέλες και σε καμαροσκεπείς, οι οποίοι απαντούν μόνο στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο. Από τους 48 τάφους που ανασκάφηκαν στην Αγριλέζα, οι 34 ήταν κτερισμένοι ή περιείχαν υπολείμματα κτερισμάτων μετά την σύλησή τους. Ακτέριστοι ήταν 14. Πολλαπλούς ενταφιασμούς περιείχαν 19 κιβωτιόσχημοι τάφοι (από 2 έως και 12 νεκρούς). Οι τάφοι αυτοί φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν για περισσότερες από μία γενιές. Οι λακκοειδείς, οι κεραμοσκεπείς και οι εγχυτρισμοί περιείχαν από έναν νεκρό. Η κεραμική τους παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σχημάτων κυρίως κλειστών μικρών αγγείων (οινοχόες, uguentaria, ληκύθια, αμφορίσκοι, κύπελλα, λύχνοι) και αποτελεί πιθανότατα προϊόν τοπικού εργαστηρίου.
Το 1996, κατά τη διάρκεια εργασιών του ΟΤΕ για την εγκατάσταση υπογείων καλωδίων, αποκαλύφθηκε σε βάθος 1 μ. από την επιφάνεια του οδοστρώματος της οδού Οδυσσέως, μεγάλος ορθογώνιος κεραμικός κλίβανος, υστερορωμαϊκών χρόνων (εικ. 6). Ο θάλαμος του κλιβάνου είχε διαστάσεις εξωτερικές 4,25Χ3 μ. και αποτελείτο από μία τοξωτή είσοδο πλάτους 0,85 μ. και ύψους 1,15 μ. Είχε συνολικό ύψος 1,40 μ. και διαμορφωνόταν σε δύο σήραγγες, πλάτους 0,75 μ., κατασκευασμένες από 7 τόξα εκάστη. Τα άκρα των τόξων πατούσαν στους εξωτερικούς επιμήκεις τοίχους του θαλάμου και σε κεντρικό τοιχίο στο μέσον του θαλάμου. Στα άκρα του θαλάμου δημιουργούνταν δύο κατά πλάτος διάδρομοι, οι οποίοι επικοινωνούσαν με τις σήραγγες. Η όλη κατασκευή ήταν πλίνθινη. Η είσοδος του θαλάμου βρισκόταν στα ανατολικά του και καλυπτόταν με εγκάρσιο τόξο μέχρι την τρίτη σειρά των διπλών τόξων. Το δάπεδο του κλιβάνου ήταν από πηλό και έφερε έντονα ίχνη καύσης. Το συνολικό ύψος του θαλάμου ήταν 1.40 μ.
2.3. Κεραμικοί Κλίβανοι
Επί της ίδιας οδού, σε ιδιόκτητο οικόπεδο, αποκαλύφθηκαν τα έτη 2006-2009, 5 ακόμη κεραμικοί κλίβανοι, ένα πηγάδι για παροχή νερού, απόθεση πηλού και δωμάτιο το οποίο χρησίμευε πιθανότατα ως αποθηκευτικός χώρος. Τα παραπάνω αποδεικνύουν την χρήση του χώρου ως εκτεταμένου κεραμικού εργαστηρίου κατασκευής εμπορικών οξυπύθμενων αμφορέων, σύμφωνα με τα ευρήματα της ανασκαφής. Μέρος του εργαστηρίου αυτού αποτελούσε και ο πρώτος κλίβανος που βρέθηκε το 1996.
Ο ένας από τους κλιβάνους του οικοπέδου, ο κλίβανος Ι, ήταν παρόμοιας κατασκευής με τον πρώτο ευρεθέντα κλίβανο αλλά λίγο μεγαλύτερου μεγέθους (5,45 μ. Χ 5,50 μ.). Η είσοδός του είχε άνοιγμα πλάτους 1,22 μ. και ο θάλαμος καύσης του αποτελείτο επίσης από δύο σήραγγες στεγασμένες με τόξα. Ως οπές εσχάρας φαίνεται να χρησίμευαν σε όλους αυτούς τους κλιβάνους τα κενά μεταξύ των τόξων τους. Στα νότια του κλιβάνου Ι βρέθηκε ο δεύτερος ορθογώνιος κλίβανος, ο IV, μικρότερων διαστάσεων, 3,30Χ 3,60 μ. και με άνοιγμα εισόδου 1,12 μ. Ο τρίτος κλίβανος, ο V, ορθογώνιος κι αυτός, είχε διαστάσεις 6,20 Χ 1,60 και η συνέχειά του βρίσκεται κάτω από το οδόστρωμα της Οδυσσέως. Όλοι οι ορθογώνιοι κλίβανοι είναι σύγχρονοι και χρονολογούνται από τα προϊόντα που κατασκευάζονταν σε αυτούς στον 4ο με 5ο αιώνα μ.Χ. (εικ. 7). Από την άφθονή θραυσμένη κεραμική της ανασκαφής συγκολλήθηκαν αρκετοί οξυπύθμενοι εμπορικοί αμφορείς.
Οι αμφορείς ανήκουν σε διάφορες παραλλαγές του τύπου LR2. Μία από τις παραλλαγές αυτές είναι και ο καροτόσχημος αμφορέας, ο οποίος απαντάται και στην Αφρική και χρονολογείται στον 4ο μ.Χ. αιώνα. Οι υπόλοιπες παραλλαγές που βρέθηκαν στο Δήλεσι χρονολογούνται στον 5ο κυρίως αιώνα μ.Χ. Χρησίμευαν για την αποθήκευση και εμπορία λαδιού, ενώ, σε κάποιες παραλλαγές τύπων με ευρύτερο στόμιο, φαίνεται πως αποθηκεύονταν και αποξηραμένοι καρποί.
Οι άλλοι δύο κλίβανοι που βρέθηκαν στο ίδιο οικόπεδο ήταν πεταλόσχημοι και χρονολογούνται βάσει των ευρημάτων στην ελληνιστική περίοδο. Τα προϊόντα που παράγονταν σε αυτούς ήταν σύμφωνα με τα ευρήματα μικρά αγγεία, πιθανόν και ειδώλια.
Οι σωστικές έρευνες στο Δήλεσι συμπληρώνουν εν πολλοίς την τοπογραφία του αρχαίου Δηλίου δίνοντας σημαντικά στοιχεία γι' αυτό, ως μεγάλου κέντρου κατασκευής εμπορικών αμφορέων και ως μεγάλου εμπορικού λιμανιού με μεγάλη ανάπτυξη, κυρίως κατά την ύστερη αρχαιότητα. Οι αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να έχουν καλυφθεί από την θάλασσα λόγω της ανόδου της στάθμης της, από την κλασική περίοδο μέχρι και σήμερα, κατά 1,5 μέτρο, ενώ η αρχαία ακτογραμμή θα πρέπει να βρισκόταν σε απόσταση 40-50 μ. βορειότερα από την σημερινή.
|
|
|