1. Εισαγωγή
Το σπήλαιο Σαρακηνού είναι το σπουδαιότερο από τα εκατοντάδες μικρά και μεγάλα σπήλαια και τις βραχοσκεπές της περιοχής Κωπαΐδας και δεν επηρεάστηκε από τις διακυμάνσεις της λίμνης που υπήρχε στο παρελθόν, αφού βρίσκεται σε υψόμετρο 190 μ., δηλαδή 100 μ. πάνω από τη σημερινή πεδιάδα. Πρόκειται για σπήλαιο μεγάλων διαστάσεων, έκτασης 3.000 τ.μ. (εικ. 1), με ευρύχωρη φωτεινή είσοδο, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κατοίκηση, αποθήκευση, ενταφιασμό κ.λπ.
Ανασκαφή στο σπήλαιο Σαρακηνού άρχισε ο Θ. Σπυρόπουλος (1973, 1973α), ο οποίος είχε αναφέρει πλούσια ευρήματα της Μεσοελλαδικής (ΜΕ), Πρωτοελλαδικής (ΠΕ) και Νεολιθικής περιόδου. Ωστόσο, ουδέποτε έγινε δημοσίευση των ευρημάτων που φυλάσσονται στις αποθήκες του μουσείου Θηβών και έχουν χάσει τις ενδείξεις τους λόγω παρέλευσης χρόνου, ενώ βρίσκονται χωρίς context. Συστηματική έρευνα στο σπήλαιο άρχισε ο Αδαμάντιος Σάμψων το 1994 και από το 2000 μέχρι σήμερα η ανασκαφή συνεχίζεται από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί στη λεπτομερή μελέτη της στρωματογραφίας, η οποία αποτελεί τη βάση για τη χρονολόγηση της Νεολιθικής στη Βοιωτία και ευρύτερα στο στερεοελλαδίτικο χώρο. Η ανασκαφή στοχεύει στην ακριβή χρονολόγηση των στρωμάτων, στη διερεύνηση της χρήσης του σπηλαίου κατά περιόδους και στην άντληση γνώσεων για την οικονομία κάθε εποχής.
2. Οι ανασκαφικές τομές
Η τομή Α, διαστάσεων 4 × 4 μ., ήταν η πρώτη που ανοίχτηκε στο σπήλαιο και αποτέλεσε τη βάση για τη διάκριση των προϊστορικών στρωμάτων. Στη συνέχεια ανοίχτηκαν άλλες πέντε, που ενοποιήθηκαν και αποτελούν έναν εκτεταμένο χώρο 160 τ.μ. Αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι σε όλες τις τομές υπάρχει η ίδια ακολουθία στρωμάτων χωρίς καμία διατάραξη, πράγμα πολύ σπάνιο για σπήλαιο.
Το τελευταίο στρώμα κατοίκησης, σχεδόν στην επιφάνεια του σπηλαίου, με πάχος 50-60 εκ. ανήκει στη Μεσοελλαδική περίοδο (2000-1600 π.Χ.). Η παρουσία μυλόλιθων και σφοντυλιών δείχνει ότι οικιακές δραστηριότητες εκτελούνταν μέσα στο σπήλαιο. Τα οστά ζώων ανήκαν σε αιγοειδή και βοοειδή, αλλά η διατροφή ποίκιλλε με όστρεα και ψάρια της λίμνης, η οποία πρέπει να υφίστατο ακόμη την εποχή αυτή. Στη συνέχεια ακολουθεί λεπτό στρώμα της Πρωτοελλαδικής περιόδου (πάχους 20-25 εκ.) με αφθονία κεραμικής, κυρίως μικρών φιαλών. Το πρωτοελλαδικό στρώμα που βρέθηκε στις τομές Α και Β φαίνεται ότι ήταν ενιαίο, χωρίς διαταράξεις και έντονες καύσεις, ενώ η διάρκειά του ήταν αναμφίβολα μικρή. Πρόκειται για την ώριμη φάση της περιόδου, την ΠΕ II, όπως τη γνωρίζουμε από τη Βοιωτία και την Εύβοια.
Τα νεολιθικά στρώματα αρχίζουν σε βάθος 1,15 μ. και δείχνουν αρκετά μακροχρόνια χρήση, εάν κρίνουμε από τις εστίες και τα επάλληλα δάπεδα κατοίκησης. Η Νεότερη Νεολιθική (ΝΝ) ΙΙ, αυτή που μέχρι τώρα καλoύνταν Τελική Νεολιθική (δηλαδή από το 4200 έως περίπου το 3300 π.Χ.), κάνει έντονη την παρουσία της. Από στρώματα της ΝΝ ΙΙ προήλθαν μεγάλες ποσότητες απανθρακωμένων σπόρων σιτηρών, που αν συνδυαστούν με τους άφθονους μυλόλιθους δείχνουν τροφοπαρασκευή στον ίδιο χώρο, ενώ μπορεί να σημαίνουν και κάποιου είδους αποθήκευση.
Η Νεότερη Νεολιθική Ι είναι επίσης παρούσα στο σπήλαιο και εντυπωσιάζει με την εξαιρετική ποιότητα και ποικιλία κεραμικής της (εικ. 2). Στα πρώιμα στάδια της περιόδου, που είναι αντίστοιχα με τη φάση Τσαγγλί (Θεσσαλία) και τη Βάρκα Ψαχνών (Εύβοια), η χρήση του σπηλαίου φαίνεται να είναι αραιή. Στη συνέχεια ακολουθεί παχύ στρώμα της Μέσης Νεολιθικής (5800-5300 π.Χ.), το οποίο παρουσίασε εξαιρετική γραπτή κεραμική με λεπτότατα τοιχώματα, που έχει έντονες ομοιότητες με την αντίστοιχη κεραμική από τη Χαιρώνεια και την Ελάτεια.
Η παρουσία αδιατάρακτων στρωμάτων μεγάλου πάχους της Αρχαιότερης Νεολιθικής (6700/6600-5800 π.Χ.) και της Μεσολιθικής (περίπου 9500-6900 π.Χ.) είναι πολύ σημαντική και ίσως μοναδική μέχρι στιγμής και μπορεί να προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για την άκρως ενδιαφέρουσα μετάβαση από τη μία περίοδο στην άλλη. Το μεγάλο ενδιαφέρον του σπηλαίου είναι ότι μετά το στρώμα της Μεσολιθικής αρχίζει αμέσως αυτό της Αρχαιότερης Νεολιθικής, χωρίς να μεσολαβεί στρωματογραφικό κενό. Τα τελευταία χρόνια η έρευνα έχει επικεντρωθεί στη λεπτομερή εξέταση της στρωματογραφίας και για το σκοπό αυτό έχουν γίνει δεκάδες χρονολογήσεις δειγμάτων και αναλύσεις και σήμερα γνωρίζουμε άριστα τη διαδοχή των στρωμάτων στο σπήλαιο στις διαφορετικές τομές. Μια σημαντική διαπίστωση είναι ότι στο τέλος της Μεσολιθικής και στην αρχή της Αρχαιότερης Νεολιθικής υπάρχει η ίδια πανίδα στο σπήλαιο και συνηθίζεται η χρήση εργαλείων από ασβεστολιθικές πέτρες, γεγονός που φανερώνει έναν απομονωτισμό.
Στο πρωιμότερο στάδιο της Μεσολιθικής (βάθος 4,80 μ.) βρέθηκε εκτεταμένη καύση και παχύ καμένο χώμα που έδωσε τις πολύ πρώιμες ηλικίες 10.050±50 πριν από σήμερα (9870-9360 π.Χ.) και 9940±60 πριν από σήμερα (9680-9270 π.Χ.). Πρόκειται για τις παλαιότερες ηλικίες που έχει δώσει μεσολιθικό στρώμα στον ελληνικό χώρο. Σε βάθος 5,10 μ. εμφανίστηκε το στρώμα της Ανώτερης Παλαιολιθικής που περιείχε χαρακτηριστικές μικρολεπίδες από πυριτόλιθο και απολιθωμένα οστά. Ένα δείγμα άνθρακα έδωσε την ηλικία 11.910±60 πριν από σήμερα, που αντιστοιχεί στο τελικό στάδιο της Ανώτερης Παλαιολιθικής.
3. Η ειδωλοπλαστική στο σπήλαιο Σαρακηνού
Μέχρι το 2006 είχαν βρεθεί λίγα πήλινα ειδώλια που ανήκαν στη Νεότερη Νεολιθική Ι (5η χιλιετία π.Χ.). Πρόκειται για ειδώλια με λοξή διατομή της κεφαλής, τύπος που μέχρι σήμερα έχει βρεθεί στη Θεσσαλία, την Εύβοια (Θαρρούνια), την Κεφάλα της Κέας και πρόσφατα στη Φτελιά της Μυκόνου. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η εύρεση τα τελευταία χρόνια σε συγκεκριμένο χώρο του σπηλαίου πολλών εκατοντάδων ειδωλίων στα στρώματα της Νεότερης Νεολιθικής ΙΙ, μιας εποχής κατά την οποία δε συνηθίζεται τόσο πολύ η χρήση τους.
Τα ειδώλια αυτά του Σαρακηνού αποτελούν αξιόλογο σύνολο, αριθμητικά αλλά και ποιοτικά. Πρόκειται κυρίως για πήλινες απεικονίσεις ανθρώπινων μορφών αλλά και μερικών ζώων, με εξαίρεση μικρό αριθμό μαρμάρινων ειδωλίων (εικ. 3). Η απόδοσή τους είναι απλουστευμένη, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται και μια τάση για μεγαλύτερη φυσιοκρατία. Εάν κρίνουμε από το μεγάλο μέγεθος των κεφαλιών, των ποδιών ή των πελμάτων οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι πολλά από τα ειδώλια αυτά ήταν στην ουσία μικρά αγάλματα, ύψους μέχρι και 60 εκ. πιθανόν όμως και μεγαλύτερου. Ανάλογα μεγάλα νεολιθικά ειδώλια έχουν βρεθεί σε σπάνιες περιπτώσεις και στη Θεσσαλία.
Πολυπληθή είναι και τα ανδρικά ειδώλια και μάλιστα πρέπει να υπογραμμίσουμε την ύπαρξη ενός νέου τύπου, ο οποίος απ’ όσο γνωρίζουμε δεν έχει ακόμη τυπολογικά παράλληλα. Πρόκειται για ανδρικά ειδώλια καθιστά στο δάπεδο, με τα πόδια ευρέως ανοικτά, ώστε να φαίνεται το πέος, το οποίο και αποδίδεται με πλαστικό τρόπο, με συνέπεια να τονίζεται το φύλο τους. Κατά τη Λ. Ορφανίδη, που μελετά το συγκεκριμένο υλικό του σπηλαίου, τα ειδώλια αυτά αποτελούν τα ανδρικά παράλληλα των γυναικείων ειδωλίων σε στάση τοκετού. Είναι η πρώτη φορά που ανευρίσκεται τόσο μεγάλη συγκέντρωση ειδωλοπλαστικού υλικού σε ελληνικό σπήλαιο, ενώ η φύση και η θέση του προβληματίζουν και ως προς τη χρήση του. Κέρατα ελαφιών που βρέθηκαν τοποθετημένα πάνω σε δάπεδα με μεγάλα και μικρά ειδώλια γύρω από αυτά (εικ. 4) παραπέμπουν πιθανόν σε συλλογικές εκδηλώσεις των χρηστών του σπηλαίου κατά διαστήματα και σε συμβολικές πρακτικές που σχετίζονταν με την αποθήκευση. Πάντως το γενικά μεγάλο μέγεθος πολλών ειδωλίων της συγκεκριμένης θέσης τη διαφοροποιεί από άλλα γνωστά σπήλαια της Νεότερης Νεολιθικής. Από την άλλη πλευρά, η σημειολογία των πρακτικών αυτών ίσως περιλάμβανε τόσο τα ανδρικά ειδώλια με τα ανοιγμένα πόδια, όσο και τα γυναικεία με τα ενωμένα πόδια. Ελπίζουμε ότι θα υπάρξουν νεότερα δεδομένα από την επέκταση της ανασκαφής, γιατί κατά έτος η έρευνα αποκαλύπτει πλήθος υλικού.