1. Εισαγωγή
Μεσοελλαδική εποχή ονομάζεται η περίοδος από το 2000 μέχρι το 1700 π.Χ. στη Στερεά Ελλάδα. Κατά τη διάρκειά της παρατηρείται μια σαφής οπισθοδρόμηση σε σχέση με την Πρώιμη Χαλκοκρατία σε ό,τι αφορά κυρίως το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης. Η διαπίστωση αυτή, συγκρινόμενη ιδίως με το απόγειο του Μυκηναϊκού πολιτισμού, συνέτεινε στην παγίωση της εικόνας ενός μακρού σκοτεινού διαστήματος που χαρακτηρίζεται από πολλούς ερευνητές ως ο ''Μεσαίωνας της Προϊστορίας'', η δε περιοχή της Στερεάς Ελλάδας ως ο ''τρίτος κόσμος'' της Εποχής του Χαλκού.
Η ύπαρξη ενός προελληνικού ιδιώματος σε συνδυασμό με την πλήρως διαμορφωμένη ελληνική γλωσσα των μυκηναϊκών κειμένων οδήγησε παλαιότερα στη σύνδεση της Μεσοελλαδικής εποχής με την έλευση των Ινδοευρωπαίων, μια θεωρία που δεν υποστηρίχθηκε όμως ποτέ από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Σήμερα πιστεύεται ότι η Μεσοελλαδική περίοδος ήταν ένα διάστημα αφομοίωσης των στοιχείων που είχαν ήδη εισαχθεί από το Αιγαίο και την Ανατολή με τις ντόπιες παραδόσεις και το γόνιμο πεδίο όπου ρίζωσε και κατόπιν αναπτύχθηκε ο μυκηναϊκός πολιτισμός.
2. Κατοίκηση
Στη Βοιωτία συνεχίζεται συνήθως η κατοίκηση στους προϋπάρχοντες πρωτοελλαδικούς οικισμούς, πράγμα που σημαίνει ότι η επιλογή των παλαιότερων θέσεων κάλυπτε τις ανάγκες των μεσοελλαδιτών και δεν μεσολάβησαν συνθήκες που θα επέβαλλαν μια μετακίνηση του πληθυσμού. Σε ορισμένες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας παρατηρείται συρρίκνωση του πληθυσμού και εγκατάλειψη θέσεων, στη Βοιωτία όμως δεν παρατηρείται αυτό το φαινόμενο. Αντίθετα, ο αριθμός των θέσεων αυξάνεται. Επίσης δεν υπάρχει στρώμα βίαιης καταστροφής ή καύσης ανάμεσα στα πρωτοελλαδικά και τα μεσοελλαδικά στρώματα κατοίκησης. Οι αρχαιολογικοί ορίζοντες της μεταβατικής φάσης είναι λεπτές επιχώσεις που περιέχουν ευρήματα και των δυο περιόδων. Εκείνο όμως που είναι εμφανές μέχρι τώρα στη Βοιωτία είναι ότι τα βαθύτερα στρώματα περιέχουν κεραμική μιάς πλήρως διαμορφωμένης μεσοελλαδικής τεχνοτροπίας, ενώ πολύ συχνά λείπουν τα μεταβατικά ή τα πολύ πρώιμα στοιχεία της. Παρά τα πολυάριθμα τυχαία ευρήματα της Βοιωτίας, ο αριθμός των συστηματικά ερευνημένων θέσεων δεν έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Οι μαρτυρίες για την Μεσοελλαδική εποχή προέρχονται κυρίως από τους οικισμούς του Ορχομενού, της Εύτρησης και της Θήβας. Από αυτές τις θέσεις η Θήβα με την πληθώρα των σωστικών της ανασκαφών φέρνει συνεχώς στο φως νέα στοιχεία για την Μέση Χαλκοκρατία.
3. Αρχιτεκτονική
Το πολεοδομικό σχέδιο των μεσοελλαδικών οικισμών αποκαλύπτεται από τις ιδιαίτερα εκτεταμμένες ανασκαφές του Ορχομενού και της Εύτρησης. Με βάση αυτές τις θέσεις τα οικιστικά συγκροτήματα είναι εγκατεστημένα σε κορυφές και πλαγιές λόφων. Τα κτήρια ανάλογα με τον τύπο τους είναι ανεξάρτητα ή σε οργανωμένα σε νησίδες με ενδιάμεσους κοινόχρηστους χώρους. Δεν ακολουθούν συγκεκριμένο προσανατολισμό, αλλα εκτείνονται μερικές φορές παρατακτικά ή σε ακανόνιστη ακτινωτή διάταξη γύρω από αυλές. Αντίθετα με τα πρωτοελλαδικά, όλα τα μεσοελλαδικά κτήρια χαρακτηρίζονται ως απλές κατοικίες. Διαφέρουν μεν στο μέγεθος και στο σχήμα, αλλά δεν έχουν παρατηρηθεί κτήρια με ιδιαίτερο σχεδιασμό, μέγεθος ή λειτουργικότητα που θα παρέπεμπαν σε δραστηριότητες δημόσιου ή διοικητικού χαρακτήρα, όπως τα ''κτήρια με διάδρομο'' της Πρωτοελλαδικής εποχής.
Οι σε μεγαλύτερη έκταση ερευνημένοι οικισμοί της Θήβας και της Εύτρησης δείχνουν ότι συνυπάρχουν δύο διαφορετικά σχήματα οικιών, τα αψιδωτά και τα ορθογώνια χωρίς να είναι απόλυτα σαφές, αν τα ορθογώνια διαδέχονται πάντοτε τα αψιδωτά ή αν οι δύο τύποι συνυπάρχουν. Η ύπαρξη των δυο αυτών οικοδομικών προτύπων ισχύει μάλλον και για τον Ορχομενό όπου τα ορθόγωνια ξεκάθαρα διαδέχονται τα αψιδωτά. Το εμβαδόν τους είναι γύρω στα 30 τ.μ. Και οι δυο τύποι έχουν ένα ή δύο εσωτερικά χωρίσματα και στα δωμάτια βρίσκονται συχνά εστίες, σχάρες και μερικές φορές πλακοστρωμένες επιφάνειες. Από τα λεγόμενα αψιδωτά δεν έχουν σωθεί πλήρη περιγράμματα και έτσι δεν γνωρίζουμε αν το σχήμα τους είναι πραγματικά αψιδωτό ή ελλειπτικό όπως χαρακτηρίστηκε για πρώτη φορά στον Ορχομενό. Οι τοίχοι, πάχους περίπου 50 εκ., ήταν κατασκευασμένοι από αργούς ακατέργαστους λίθους με γέμισμα από μικρότερες πέτρες. Τα σωζόμενα τμήματα είναι τα κατώτερα τμήματα των τοίχων, ενώ η ανωδομή ήταν κατασκευασμένη απο πλίνθους που δεν έχουν διατηρηθεί.
4. Υλικός πολιτισμός
Σε πλήρη αντίθεση με την Πρωτοελλαδική περίοδο, η Μέση Χαλκοκρατία δεν έχει να επιδείξει ευρήματα που μαρτυρούν μια σύνθετη κοινωνική οργάνωση, όπως οι σφραγίδες, λατρευτικές τελετουργίες, όπως τα ειδώλια ή τεχνολογία αιχμής, όπως τα μεταλλουργικά εργαλεία, παρά μόνο αντικείμενα και σκεύη οικιακής χρήσης και εργαλεία οικοτεχνίας. Ορισμένα σπάνια τέτοια ευρήματα όπως ένας σφραγιδοκύλινδρος από το βοιωτικό Μεδεώνα είναι μάλλον εισηγμένα.
Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Μεσοελλαδικής εποχής στη Βοιωτία είναι η ιδιάζουσα κεραμική παραγωγή της. Ονομάστηκε μινυακή επειδή βρέθηκε για πρώτη φορά στον Ορχομενό. Η κεραμική αυτή βρίσκεται σε τέτοιες ποσότητες, ποικιλίες και ποιότητες στους Μεσοελλαδικούς οικισμούς της Βοιωτίας, ώστε να επιβεβαιώνει αδιάλλειπτα την βοιωτική της εντοπιότητα, πράγμα που είχε αναγνωριστεί ήδη απο την εποχή των πρώτων ερευνών. Στον Ορχομενό μάλιστα απαντάται σε ποσοστό 80% επί του συνόλου της λεπτότεχνης κεραμικής.
Η τεχνολογία της μινυακής κεραμικής είναι πολύ εξελιγμένη. Αν και εξακολουθούν να κατασκευάζονται χειροποίητα αγγεία καθόλη τη διάρκεια της Μεσοελλαδικής, τα περισσότερα είναι φτιαγμένα σε γρήγορο κεραμικό τροχό ή με μια σύνθετη τεχνική συνδυασμού των δυο μεθόδων. Τα αγγεία είναι ψημένα σε υψηλές θερμοκρασίες και η επιφάνεια είναι στιλβωμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται μια σκληρή και λεία επιφάνεια που δίνει στα αγγεία τη χαρακτηριστική ''σαπωνοειδή αφή''. Η αναγωγική καύση έδινε στα αγγεία ένα ομοιόμορφο γκρίζο χρώμα που σε συνδυασμό με τη άψογη λείανση έδινε στα αγγεία μια όψη μεταλλική. Παράλληλα υπό συνθήκες οξείδωσης κατασκευαζόταν η κίτρινη και μια κοκκινωπή ποικιλία. Παρά την επισήμανση πολλών δειγμάτων ανώτερης ποιότητας στη Βοιωτία, υπάρχουν και εδώ διαβαθμίσεις της ποιότητας και αρκετές ποικιλίες που μπορεί να αντιπροσωπεύουν διαφορετικά εργαστήρια ή χρονολογικά στάδια παραγωγής.
Το σχηματολόγιο της μινυακής κεραμικής δείχνει μια σαφή τάση δημιουργίας έντονα γωνιωδών σχημάτων και μια προτίμηση στα ανοικτά αγγεία πόσης. Το πιο χαρακτηριστικό σχήμα αποτελούν οι ευρύστομες κύλικες, ένα σχήμα παρόμοιο με τις σημερινές φρουτιέρες που έχει δυο κάθετες ταινιωτές λαβές και ένα πόδι συνήθως διακοσμημένο με αλλεπάλληλους πλαστικούς δακτυλίους. Μια μικρότερη παραλλαγή του έχει στενότερο πόδι και καλαθόσχημες λαβές στηριγμένες κάθετα στο χείλος. Οι κάνθαροι, το δεύτερο πιο χαρακτηριστικό σχήμα, είναι ευρύστομα αγγεία μεσαίου μεγέθους με δυο κάθετες ταινιωτές λαβες. Κλειστά σχήματα, όπως οι αμφορίσκοι και οι πρόχοι εμφανίζονται προς το τέλος της περιόδου.
Η αμαυρόχρωμη κεραμική που είναι περισσότερο διαδεδομένη στην Αργολίδα και την Αίγινα απαντά σε μικρότερες ποσότητες και ίσως ένα μέρος της να είναι επηρρεασμένο ή και εισηγμένο από αυτές τις περιοχές. Μικρό επίσης είναι το ποσοστό της κεραμικής με κόκκινο λαμπερό επίχρισμα. Η τοπική αμαυρόχρωμη κεραμική φαίνεται να είναι ένα είδος γραπτής μινυακής, αρχικά με μονόχρωμη και κατόπιν με δίχρωμη διακόσμηση σε κίτρινο ή κοκκινωπό βάθος. Αντίθετα με τις ιδιομορφίες της λεπτότεχνης κεραμικής παραγωγής που επιτρέπουν μια λεπτομερέστερη χρονολόγηση, η χονδροειδής κεραμική δεν διαφέρει πολύ από εκείνη της Πρωτοελλαδικής περιόδου. Τα πιθάρια διακοσμούνται με ανάγλυφη σχοινοειδή και σπανιότερα με αμαυρόχρωμη διακόσμηση. Τα μικρότερα χονδροειδή αγγεία φέρουν μερικές φορές εγχάρακτη διακόσμηση ψαροκκόκαλου.
Εκτός απο τη ντόπια παραγωγή στο μεσοελλαδικό ρεπερτόριο παρατηρούνται και κατηγορίες που έχουν διαπιστωμένη παραγωγή ή μεγαλύτερη διάδοση σε άλλες περιοχές. Οι εισαγωγές αυτές που είναι εντονότερες στους παραλιακούς οικισμούς ή σε αυτούς που έχουν καλύτερη πρόσβαση στη θάλασσα, μαρτυρούν τις σχέσεις των βοιωτικών οικισμών με άλλες περιοχές. Στενότες είναι οι επαφές με την Αίγινα, την Αργολίδα και τις Κυκλάδες, ενώ δεν λείπουν οι μαρτυρίες για επαφές με μακρυνότερες περιοχές όπως δείχνει ένα Μεσομινωικό ΙΑ όστρακο που βρέθηκε στον Ορχομενό.
Τα μεσοελλαδικά εργαλεία δεν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές απο εκείνα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Συνεχίζεται η χρήση εργαλείων από οψιανό για κατασκευή λεπίδων, ενώ αυτή την εποχή εμφανίζεται ένας οδοντωτός τύπος δρεπανιού απο πυριτόλιθο. Συνηθισμένα εργαλεία είναι τα υφαντικά σφονδύλια και τα υφαντικά βάρη. Στα αντικείμενα χωρίς ακριβή προσδιορισμό και κατάταξη ανήκουν οι μεγάλες πήλινες χάντρες που βρέθηκαν σε οικιστικά σύνολα του Ορχομενού και της Εύτρησης.
5. Ταφικά έθιμα
Μία ιδιομορφία της Μεσοελλαδικής εποχής είναι η ανεύρεση τάφων μέσα στα όρια των οικιστικού χώρου. Το γεγονός αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να εξετάσουμε πολύ καλύτερα τα ταφικά έθιμα της εποχής απ' ό,τι κατά τις περιόδους που οι νεκροί θάβονταν σε απομακρυσμένα από τον οικισμό νεκροταφεία. Η γενική εικόνα που σχηματίζεται είναι ότι οι τάφοι ανοίχθηκαν ανάμεσα στα κτήρια, στα δάπεδα των σπιτιών ακόμα και μέσα στους τοίχους. Δεν είναι όμως πάντα δυνατόν να διαπιστωθεί, αν οι τάφοι ανοίχθηκαν κατά τη διάρκεια χρήσης των κτηρίων ή μετά την καταστροφή και εγκατάλειψή τους. Στην Εύτρηση σχεδόν όλοι οι τάφοι ενηλίκων είναι επάνω από τα κτήρια, ενώ έχουν εντοπιστεί παιδικοί τάφοι μέσα σε τοίχους. Στον Ορχομενό φαίνεται ότι είναι ανοιγμένοι μετά την εγκατάλειψη των τελευταίων μεσοελλαδικών κτηρίων. Στη Θήβα όπου παλαιότερα είχαν βρεθεί τάφοι μέσα σε κτηριακά συγκροτήματα εντοπίστηκαν τρεις διαφορετικές περιοχές οργανωμένων μεσοελλαδικών νεκροταφείων μέσα στην Καδμεία, μικρότερες διάσπαρτες συστάδες τάφων αλλά και μεμονωμένοι τάφοι.
Οι μεσοελλαδικοί τάφοι δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο προσανατολισμό. Τα κατασκευαστικά τους στοιχεία παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Άλλοτε είναι κιβωτιόσχημοι, επενδυμένοι με μεγάλες επίπεδες πλάκες, άλλοτε κτισμένοι με μικρότερες πέτρες ή πλήθρες και άλλοτε απλοί λάκκοι. Σκεπάζονταν συνήθως με μεγάλες καλυπτήριες πλάκες, αλλά έχουν βρεθεί και πολλοί ασκέπαστοι. Συνηθισμένο είναι επίσης και το φαινόμενο ταφής σε πίθους ή σε μεγάλα τμήματα αγγείων. Τα κοινά στοιχεία τους είναι το σχετικά μικρό μέγεθος και η πλάγια συνεσταλμένη στάση των νεκρών. Σε άλλες περιοχές έχει παρατηρηθεί ότι οι γυναίκες τοποθετούνταν στο αριστερό και οι άνδρες στο δεξί πλευρό τους, δεν γνωρίζουμε όμως αν αυτό ισχύει και για τους τάφους της Βοιωτίας, εφόσον λείπουν μέχρι τώρα ειδικές μελέτες των σκελετών. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι τάφοι δεν είναι κτερισμένοι ή περιέχουν το πολύ ένα ή δυο αγγεία. Όπως έχει παρατηρηθεί και σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας τα αγγεία αυτά αποτελούν μια ιδιαίτερη σύνθεση που παραπέμπει στα ταφικά έθιμα της εποχής. Ο συνηθέστερος συνδυασμός είναι μια πρόχους και ένα μικρό αγγείο πόσης. Μερικές φορές βρίσκονται αγγεία και έξω από τον τάφο, πράγμα που δείχνει ότι οι προσφορές στους νεκρούς συνεχίζονταν εθιμοτυπικά και μετά τη διαδικασία της ταφής.
Ριζικές αλλαγές στα ταφικά έθιμα παρατηρούνται κατά το τελος της Μεσοελλαδικής, κατά τη λεγόμενη ''εποχή των λακκοειδών τάφων''. Οι τάφοι έχουν τώρα μεγαλύτερες διαστάσεις και οι νεκροί τοποθετούνται σε μια πιο εκτεταμένη ή και ύπτια στάση. Τα κτερίσματα είναι περισσότερα και μερικές φορές εκτός από τα αγγεία περιλαμβάνουν και κοσμήματα από πολύτιμα υλικά. Το φαινόμενο αυτό αντικατοπτρίζει μια αυξημένη συγκέντρωση πλεονάσματος, ίσως μια εντονότερη κοινωνική διαστρωμάτωση, ενώ αφήνει να διαφανούν οι ανακατατάξεις, οι οποίες θα οδηγήσουν στο σχηματισμό της μυκηναϊκής κοινωνίας. Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κατηγορία αποτελούν οι λεγόμενοι τάφοι των πολεμιστών από τη Θήβα. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι νεκροί θάβονταν πλούσια κτερισμένοι με αγγεία και με τον πολεμικό τους εξοπλισμό, όπως οδοντόφρακτα κράνη, ξίφη και αιχμές δοράτων. Αν και τα συνευρήματα κατατάσσουν μερικούς από αυτούς στην εποχή των λακκοειδών τάφων, ένας αντίστοιχος πρωιμότερος τάφος στην Αίγινα δείχνει ότι το έθιμο απόθεσης των όπλων σε τάφους μιας εξέχουσας ομάδας αρχίζει μάλλον από τα μέσα της Μέσης Χαλκοκρατίας. Οι τάφοι των πολεμιστών δίνουν τη σαφή εικόνα μιας σταδιακά ανερχόμενης κοινωνικής τάξης που χρησιμοποιεί τον πλούτο και τη μνημειακότητα στα ταφικά έθιμα για δημιουργήσει και να αναπαραγάγει τα σύμβολα μιάς ηρωικής εποχής.
Χωρίς να είναι ακόμη γνωστές οι αιτίες που απομάκρυναν αρχικά τη βοιωτική μεσοελλαδική κοινωνία από την οργάνωση και τις τεχνολογίες της Πρώιμης Χαλκοκρατίας και παρατηρώντας τα φαινόμενα της δημογραφικής πυκνότητας, της σταθερής ανάπτυξης και της τελικής γέννεσης κοινωνικών στρωμάτων, η Μεσοελλαδική εξετάζεται σήμερα περισσότερο ως μια περίοδος ανάπτυξης παρά οπισθοδρόμησης με τη δική της δυναμική και όχι πλέον ως ένα σκοτεινό προοΐμιο του Μυκηναϊκού πολιτισμού.