1. Ετυμολογία
Η λέξη Βοιωτία μεταγράφεται ποικιλοτρόπως στα Αγγλικά: Boiοtia (απευθείας από τα Ελληνικά), Boeotia (από τα Λατινικά) ή Bœotia(παρωχημένος τύπος). Το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους, Βοιωτοί, είναι ένα ελληνικό όνομα φυλών γνωστού τύπου, από το οποίο προήλθε αργότερα το τοπωνύμιο Βοιωτία. Η προέλευσή του παραμένει άγνωστη. Οι αρχαιοελληνικές ετυμολογίες του ονόματος από τα βοοειδή, ιδιαίτερα τους «βόες Κάδμου», ή από έναν επώνυμο πρόγονο με το όνομα Βοιωτός, δεν είναι χειρότερες από τη σύγχρονη άποψη ότι το όνομα προέρχεται από το όρος Βόιον στην Ήπειρο και τη Μακεδονία. Κυκλοφορεί ακόμη και η μη πειστική άποψη ότι προέρχεται από το όρος Βόιον στη Δωρίδα.
2. Καταγωγή
Όλες οι παραδόσεις συμφωνούν ότι οι Βοιωτοί ζούσαν στην περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Θεσσαλία, κοντά στην θέση Άρνη, το σημείο της οποίας ακόμη δεν έχει προσδιοριστεί. Από εκεί, μετακινήθηκαν προς τη Βοιωτία. Οι Βοιωτοί σήμερα θεωρούνται ότι αποτελούν συνδυασμό ντόπιων από την Άρνη και ενός μεταναστευτικού φύλου, που κάποιες φορές ταυτίζεται με τους Καδμείους (Ηρόδ. 1.56, Έφορος, FGrH 70 F119), άλλες φορές με κάποια άλλη ομάδα, όπως τους Πελασγούς (Ελλάνικος, FGrH 4 F4) ή τους Αθαμάνες (Ηρόδ. 7.197, Ελλάνικος, FGrH 4 F126). Οι Καδμείοι στις μέρες μας γενικά απορρίπτονται ως ύστερο δημιούργημα, το οποίο μιμείται την επιστροφή των Ηρακλειδών. Παρόλα αυτά, στοιχεία από σύγχρονες μελέτες της διαλέκτου υποδεικνύουν ότι κάτι υπάρχει πίσω από την παράδοση της συγχώνευσης.
3. Διάλεκτος
Η Βοιωτική διάλεκτος των Αρχαϊκών και Κλασικών επιγραφών, που μπορεί να εξετάσει κανείς στο έργο Inscriptiones Graecae 7, παρουσιάζει χαρακτηριστικά τόσο Αιολικών διαλέκτων όσο και διαλέκτων της Βορειοδυτικής Ελλάδας. Είναι εξαιρετικά ομοιόμορφη σε όλη τη Βοιωτία κι ως τώρα δεν έχουν ανακαλυφτεί κατά τόπους διαφοροποιήσεις. Μια απλή εξήγηση που δίνεται είναι ότι η διάλεκτος αυτή εξελίχτηκε πριν μετακινηθούν οι Βοιωτοί στο μέρος που ονομάζεται σήμερα Βοιωτία, όταν οι ντόπιοι που μιλούσαν την Αιολική διάλεκτο στην Άρνη συγχωνεύτηκαν με ένα μεταναστευτικό φύλο που χρησιμοποιούσε τη διάλεκτο της βορειοδυτικής Ελλάδας.
4. Η ιστορία σύμφωνα με τις πηγές
Σύμφωνα με τις περισσότερες παραδόσεις, οι Βοιωτοί εκδιώχθηκαν από τη Θεσσαλία από ένα φύλο προερχόμενο από την Ήπειρο, πάνω από την Πίνδο, τους Θεσσαλούς, από τους οποίους η περιοχή πήρε και το όνομά της. Οι παραδόσεις βέβαια περιπλέκονται όσον αφορά το πότε ακριβώς αυτό συνέβη, δηλαδή πριν ή μετά τον Τρωικό πόλεμο. Ο Θουκυδίδης (1.12) προσπάθησε να βάλει μια τάξη υποστηρίζοντας ότι ένα κομμάτι περιήλθε στη Βοιωτία πριν τον πόλεμο. Στο Βιβλίο 2 της Ιλιάδας περιλαμβάνεται ο Νεών Κατάλογος, ο οποίος παρουσιάζει τον κατάλογο των πλοίων των Ελληνικών αγημάτων που πολιόρκησαν την Τροία. Οι Βοιωτοί πρωταγωνιστούν με σημαντική δύναμη υπό τις διαταγές διαφόρων διοικητών από πολλές γνωστές πόλεις κι από κάποιες λιγότερο γνωστές. Ο Κατάλογος παρουσιάζει ξεκάθαρα τους Βοιωτούς να εισέρχονται στη Βοιωτία πριν από τον Τρωικό Πόλεμο. Όμως, άλλες παραδόσεις τοποθετούν την Βοιωτική εισβολή μετά από τον πόλεμο (αρκετές προέρχονται από τον Ελλάνικο, [Gomme, Comm. onThuc. 1.117 on 1.12] και τον Έφορο [FGrH 70 F119]), συνήθως μια ή δύο γενιές αφότου καταλήφθηκε η Τροία. Υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που καθιστούν προτιμότερη την εκδοχή ότι η Βοιωτία κατοικήθηκε από τους Βοιωτούς μετά τον Τρωικό πόλεμο, όπως οι πόλεμοι του Οιδίποδα, του Αθαμάντα, του Εργίνου κι άλλων βασιλιάδων στη Βοιωτία πριν τον ερχομό των Βοιωτών, επίσης οι Επτά και οι Επίγονοι καθώς και η παρακμή της Θήβας. Όλα αυτά απαιτούσαν χρόνο και δεν ταιριάζουν με την πιθανότητα της βοιωτικής εισβολής πριν τον Τρωικό πόλεμο. Ο αποκαλούμενος Μικρός Κατάλογος της Ιλιάδας (13.685-700) συνδέει τους Βοιωτούς με διάφορες ομάδες από τη Θεσσαλία, όπως και με Ίωνες (προγενέστεροι κάτοικοι της Βοιωτίας;) και Αθηναίους. Ο «Μικρός Κατάλογος» ίσως καλώς έχει υποδείξει μια θεσσαλική πατρίδα για τους Βοιωτούς. Ο Κατάλογος του Βιβλίου 2 με τους Βοιωτούς να είναι ήδη στη Βοιωτία πρέπει να αποτελεί τροποποίηση των Μυκηναϊκών παραδόσεων που δημιουργήθηκαν κατά τα ύστερα μυκηναϊκά χρόνια ώστε να συμφωνούν με την πραγματικότητα της ύστερης Μυκηναϊκής περιόδου.
Δύο ή τρεις γενιές μετά τον Τρωικό Πόλεμο οι Βοιωτοί εισέβαλαν στην περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Βοιωτία. Το σημείο εισόδου είναι κοινό σε όλες τις παραδόσεις: κοντά στη Χαιρώνεια με κατεύθυνση προς τον Ορχομενό, σύνηθες μέρος για επιθέσεις. Αφού έθεσαν υπό έλεγχο τη δυτική Βοιωτία, οι Βοιωτοί, σύμφωνα με όλες τις παραδόσεις, έκαναν παύση για χρονικό διάστημα δύο γενεών πριν κινηθούν ενάντια στην ανατολική Βοιωτία και τη Θήβα. Η τοποθέτηση του ιερού της Ιτωνίας Αθηνάς κοντά στην Κορώνεια και ο εορτασμός των Παμβοιώτιων εκεί ενισχύουν την άποψη ότι η δυτική Βοιωτία ήταν η περιοχή όπου οι Βοιωτοί εγκαταστάθηκαν αρχικά. Φαίνεται επίσης ότι η Κορώνεια αποτέλεσε το κέντρο για τόσο μεγάλο διάστημα ώστε οι περιοχές θρησκευτικής σημασίας να ιεροποιηθούν τόσο που ήταν δύσκολο να μετακινηθούν. Είναι αρκετά πιθανό πως οι δύο γενιές αποτελούν σημαντική υποτίμηση του πραγματικού χρόνου διαμονής πριν οι Βοιωτοί κινηθούν ανατολικά.
Όταν τελικά ξανάρχισαν την προέλασή τους, προφανώς κινήθηκαν τόσο βόρεια όσο και νότια της Λίμνης Κωπαΐδας. Η βόρεια πτέρυγα έφτασε τελικά στην Ανθηδόνα ενώ η νότια έφτασε ως τη Θήβα και τις Θεσπιές. Αργότερα, μετά από ακόμη μια παύση, οι Βοιωτοί προωθήθηκαν προς την κοιλάδα του Ασωπού και λίγο παραπέρα, όπου και σταμάτησαν. Ένας τοπικός θρύλος (Στράβων 9.1.7) θέλει τους Αθηναίους υπό το βασιλιά Μέλανθο σε μάχη εκ παρατάξεως ενάντια στους Βοιωτούς υπό το βασιλιά Ξάνθο, κατά την οποία ο Ξάνθος σκοτώθηκε. Με το θάνατό του το βοιωτικό βασίλειο αφανίστηκε και οι Βοιωτοί δεν έκαναν άλλες σημαντικές προελάσεις.
Η μοίρα των προγενέστερων κατοίκωνμπορεί να ανιχνευτεί σε ένα ευρύ πεδίο. Κάποιοι αποτραβήχτηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια. Άλλοι αποτραβήχτηκαν στις ορεινές περιοχές της Φωκίδας. Κάποιοι άλλοι πήγαν στην Αθήνα ενώ κάποιοι πήγαν μέσω Αθήνας στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα στην Αιολική περιοχή· μερικές οικογένειες ενώθηκαν με τους Βοιωτούς· ακόμη και τον 5ο αι. π.Χ. υπήρχαν κομμάτια γης μεταξύ Βοιωτίας και Αττικής, το νομικό πλαίσιο των οποίων παρέμενε αβέβαιο (Θουκ. 5.42). Οι περισσότεροι κάτοικοι μιλούσαν μια μη αττική αλλά ιωνική διάλεκτο, με αυτή του Ωρωπού να είναι η πιο γνωστή και να έχει αναλυθεί σε βάθος. Σχετικά γρήγορη πρέπει να ήταν και η ένταξη των νεοφερμένων στις παλιές οικογένειεςτων Θεσπιών, αν η άποψη του Wilamowitz είναι σωστή, ότι δηλαδή ο μύθος του άθλου του Ηρακλή με τις πενήντα κόρες του Θέσπη υποδεικνύει επιγαμίες μεταξύ παλαιών και νέων οικογενειών και τη διατήρηση της περιουσίας των παλιών οικογενειών.
5. Τα αρχαιολογικά στοιχεία
Οι κατά την παράδοση χρονολογίες 1124 π.Χ. για την είσοδο στη Βοιωτία και 1064 π.Χ. για το θάνατο του Ξάνθου δεν βοηθούν, και τα αρχαιολογικά στοιχεία είναι διάσπαρτα και περιορισμένα. Τα σπουδαία Μυκηναϊκά ανάκτορα που έχουν ανασκαφεί ως τώρα στη Ελλάδα είχαν ήδη καταστραφεί πριν το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ περιόδου (περί το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα π.Χ., χρονολογημένο με άνθρακα 14)· η πλειοψηφία των οικισμών στην Ελλάδα (περίπου το 90%), συμπεριλαμβανόμενης της Βοιωτίας, επίσης εγκαταλείπονται στο τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ. Οι προσεκτικές επιφανειακές έρευνες των Fossey και Bintliff δείχνουν ότι η πτώση του αριθμού των οικισμών συνεχίζεται κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ καιτην Υπο-Μυκηναϊκή περίοδο και σταματά στο ξεκίνημα της Πρωτογεωμετρικής περιόδου. Ο αριθμός των οικισμών και του πληθυσμού δεν επανήλθε στα επίπεδα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ περιόδου μέχρι τη Μέση Γεωμετρική Περίοδο (περίπου 850-800 π.Χ.).
Οι μελετητές της κατάρρευσης των σύνθετων κοινωνιών, όπως ο JosephTainter, φαίνεται να έχουν υιοθετήσει την άποψη του RhysCarpenter (1966) ότι κλιματικές αλλαγές οδήγησαν σε μεγάλο μέρος της ανατολικής Μεσογείου σε λοιμούς, μείωση του πληθυσμού και μετανάστευση, μια άποψη που υποστηρίζεται κι από μερικούς κλιματολόγους, όπως ο R.A. Bryson. Οι Βοιωτοί υπό την πίεση των πεινασμένων Ηπειρωτών αλλά και δικών τους δυσκολιών, πρέπει να μετακινήθηκαν χαμηλότερα σε μια ακατοίκητη ή σχεδόν ακατοίκητη περιοχή. Έμειναν για ένα διάστημα στο δυτικό μέρος, ιδρύοντας ιερούς χώρους και θρησκευτικούς αγώνεςμέχρι που η αύξηση του πληθυσμού τους, καθώς και πιθανές ενισχύσεις από τη Θεσσαλία, τους οδήγησαν σε περαιτέρω επέκταση. Έπειτα, εγκαταστάθηκαν ως τη Θήβα, αργότερα ως την κοιλάδα του Ασωπού, στη συνέχεια λίγο πιο πέρα και σταμάτησαν (ή τους σταμάτησαν) πάνω από τις Πλαταιές.
6. Η κοινωνική και πολιτική οργάνωση κατά την Αρχαϊκή και Κλασική περίοδο
Οι Βοιωτοί δεν άφησαν κανένα στοιχείο για την ύπαρξη φυλών ή φατριών οπότε προφανώς δεν είχαν υπομονάδεςμε βάση την οικογένεια. Όταν κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου, γύρω στο 700 π.Χ., παρουσιάστηκαν ο οπλισμός του οπλίτη και η οπλιτική φάλαγγα, οι μεγαλύτερες πόλεις μπορούσαν, χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, να ενσωματώνουν οπλίτες από γειτονικά χωριά σε μεγαλύτερες τοπικές φάλαγγες χωρίς να είναι αναγκαστική η επανεγκατάσταση των χωρικών, κάτι που αναμφίβολα προκαλούσε αμοιβαία ικανοποίηση. Αυτές οι μεγαλύτερες μονάδες αποτέλεσαν αργότερα τη βάση του στρατού του Βοιωτικού Κοινού.
Όμως, στο μεγαλύτερο μέρος της Αρχαϊκής περιόδου, οι Βοιωτοί ήταν κάθε άλλο παρά ενωμένοι ή ακόμη και φιλικοί ο ένας προς τον άλλο. Οι μεγάλες τοπικές φάλαγγες τελειοποιούσαν τις ικανότητές τους πάνω σε γειτονικές φάλαγγες. Ο Ορχομενός, για παράδειγμα, αφιέρωσε στην Ολύμπία το 550 π.Χ. περίπου (SEG 11. 1205) για τη νίκη του επί της Κορώνειας
Η εισβολή από τη Θεσσαλία όμως έφερε μια αλλαγή. Οι Θεσσαλοί είχαν κατακτήσει τη Φωκίδα λίγο νωρίτερα, αλλά αν κρίνουμε από τους τύπους του νομίσματος του Κοινού των Βοιωτών κατά την πρώιμη περίοδό του, δεν επιτέθηκαν στη Βοιωτία μέχρι το 525 πΧ περίπου. Ύστερα σχηματίστηκε και ο πυρήνας του Κοινού. Μετά από μια σκληρή μάχη στην Κερησσό, το σημείο της οποίας ακόμη δεν έχει εντοπιστεί, το Κοινό νίκησε, οι Θεσσαλοί αποσύρθηκαν και τα κύρια μέλη του Κοινού προσπάθησαν να φέρουν όλους τους Βοιωτούς με το μέρος τους.Οι Πλαταιές αρνήθηκαν και μαζί με τον Ωρωπό έγιναν μόνιμοι σύμμαχοι της Αθήνας και κέρδισαν μια σύντομη μάχη ενάντια στο Κοινό των Βοιωτών. Το Κοινό υπό τον έλεγχο των Βοιωταρχών συνέχισε μέχρι τουλάχιστον το τέλος των Περσικών Πολέμων (479 π.Χ.).