Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Νομισματοκοπείο Κωνσταντινούπολης

Συγγραφή : Βαλασιάδης Χρύσανθος (30/9/2007)

Για παραπομπή: Βαλασιάδης Χρύσανθος, «Νομισματοκοπείο Κωνσταντινούπολης», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10938>

Νομισματοκοπείο Κωνσταντινούπολης (29/9/2011 v.1) Constantinople Mint (29/6/2007 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

ασσάριον
Ρωμαϊκό νόμισμα πολύ μικρής αξίας. Το όνομα χρησιμοποιήθηκε ξανά για το μικρό χάλκινο νόμισμα των 2 γρ. που έκοψε ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328).

βεστιάριον, το
Αρχικά σήμαινε το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, από το οποίο μεταξύ άλλων εξοπλίζονταν ο στρατός και ο στόλος. Από τον 12ο αιώνα είναι το κατεξοχήν κρατικό θησυροφυλάκιο, στο οποίο αναφέρεται και ο όρος ταμείον.

διακριτικό του νομισματοκοπείου, το
Γράμμα ή σύμβολο που απεικονίζεται στο νόμισμα, προκειμένου να δηλώσει τον τόπο κοπής του. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο πρόκειται συνήθως για συντομευμένη εκδοχή του ονόματος του νομισματοκοπείου.

εργαστήριο, το (λατ. officina)
Τμήμα ρωμαϊκού ή βυζαντινού νομισματοκοπείου.

λογοθέτης, ο
Όρος που στη Βυζαντινή περίοδο δήλωνε υψηλόβαθμους υπαλλήλους, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς, με οικονομικού κυρίως χαρακτήρα αρμοδιότητες. Το αξίωμα του λογοθέτη του Πατριαρχείου απέκτησε ιδιαίτερη σημασία μετά το 12ο αιώνα. Οι λογοθέτες των μητροπόλεων, τέλος, φαίνεται ότι είχαν και δικαστικές αρμοδιότητες.

σακελλάριος, ο – σακέλλιον, το
(και σακελλάριος, ο, σακέλλη ή σακέλλα, η) Βυζαντινός διοικητικός όρος με δύο βασικές σημασίες: 1. Το αυτοκρατορικό ταμείο. Σημαντικός θεσμός στη διοίκηση και τη διάθεση πόρων. Σχετικά με αυτό είναι τα αξιώματα σακελλάριος (αρχικά), χαρτουλάριος της σακέλλης (από τον 9ο αιώνα), το σέκρετο του σεκελλίου, ο επί σακκελίου (ο αρμόδιος για το θεσμό από τον 11ο-12ο αιώνα). Ο «σακελλάριος» αποτέλεσε, το πιθανότερο, τη μεσαιωνική ονομασία του «ταμία των βασιλικών χρημάτων». 2. Το ταμείο της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, ήτοι της Αγίας Σοφίας. Στην πατριαρχική σακέλλη φυλάσσονταν έγγραφα που πιστοποιούσαν τα περιουσιακά δικαιώματα του Πατριαρχείου. Στα μοναστήρια και στους μικρότερους ναούς το αντίστοιχο αρμόδιο αξίωμα είναι μέγας σακελλάριος ή ο σακελλίου.

σέκρετον, το
Βυζαντινός διοικητικός όρος που χρησιμοποιείται για δημόσιες υπηρεσίες και γραφεία γενικότερα. Εμφανίζεται ως όρος secretarium από το 303 και αρχικά απέδιδε κάποιο δικαστικό σώμα. Απαντά καθ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο και αναφέρεται σε διάφορους κρατικούς τομείς: σέκρετον της θαλάσσης, λογοθέσιο των σεκρέτων, καθολικόν σέκρετον κ.λπ. Ως εκκλησιαστικός όρος εμφανίζεται περί τον 7ο αιώνα και αρχικά σημαίνει το γραφείο του χαρτοφύλακος, ενώ αργότερα η χρήση του γενικεύεται.

τραχύ νόμισμα
Κοίλο νόμισμα, από ήλεκτρο, χαλκό ή κράματα, υποδιαίρεση του υπέρπυρου (περίπου 1/3 της αξίας του). Τραχέα κόβονταν και κυκλοφορούσαν μεταξύ 11ου και 14ου αιώνα, και στην παλαιότερη βιβλιογραφία καταγράφονταν συχνά ως σκυφάτα.

τριμίσσιον
Μικρό χρυσό νόμισμα, υποδιαίρεση (1/3) του σόλιδου. Εισήχθη επί Θεοδοσίου Α΄, αλλά μέχρι τα τέλη του 9ου αιώνα είχε πάψει να κόβεται και να κυκλοφορεί.

υπέρπυρο, το
Βυζαντινό κοιλόκυρτο χρυσό νόμισμα 4,3 γραμμαρίων και 20,5 καρατιών, που εισήχθη το 1092 από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Διατηρήθηκε σε χρήση μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με μεγάλες αλλαγές στην περιεκτικότητα σε χρυσό.

χαρτουλάριος, ο
Από τη λέξη «χάρτης», με τη σημασία του επίσημου εγγράφου. 1. Βυζαντινό διοικητικό αξίωμα με ποικίλες κατά περιόδους αρμοδιότητες. Στην πρώιμη εποχή οι χαρτουλάριοι υπηρετούν στις μεγάλες διοικητικές υπηρεσίες, όπως του επάρχου του πραιτορίου, και είναι υπεύθυνοι για την τήρηση του αρχείου. Στα Mεσοβυζαντινά χρόνια αναλαμβάνουν διάφορα πόστα στην κεντρική ή την επαρχιακή διοίκηση. Εμφανίζεται και το αξίωμα του μεγάλου χαρτουλαρίου ως επικεφαλής σεκρέτων. Από το 12ο αιώνα αναφέρονται και με στρατιωτικές αρμοδιότητες, ενώ το 13ο αιώνα ο μέγας χαρτουλάριος είναι ένα από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στην αυλή. 2. Εκκλησιαστικός αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση του αρχείου, εμφανίζει πολλά κοινά και πολλές φορές συγχέεται ως προς την αρμοδιότητά του με το χαρτοφύλακα.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>