1. Φωκάς: «τύραννος» και όχι «βασιλεύς»
Η τυραννίδα του Φωκά (23 Νοεμβρίου 602 – 4 Οκτωβρίου 610) αποτελεί μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες περιόδους της βυζαντινής ιστορίας, καθώς από τη μια πλευρά οι σύγχρονοι και μεταγενέστεροι των γεγονότων Βυζαντινοί ιστορικοί και λόγιοι καταφέρονται με πρωτοφανές μένος εναντίον του σφετεριστή Φωκά, από την άλλη, όμως, αποτελεί αξίωμα ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές· και νικητής το 610 –οκτώ έτη από τη στιγμή που ο Φωκάς είχε καταλάβει την εξουσία, ανατρέποντας τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582-602)– αναδείχθηκε ο Ηράκλειος (610-641), ο οποίος με τη σειρά του έριξε το Φωκά από το θρόνο και ίδρυσε μια νέα δυναστεία. Έτσι, μολονότι και άλλοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες θα κατακτούσαν την εξουσία με αιματηρό τρόπο –ενδεικτικά, βλ. Βασίλειος Α΄ (867-886)– αυτό που τελικά έκρινε το Φωκά ήταν όχι τόσο το γένος του, ο τρόπος που ανήλθε στην εξουσία ή η πολιτική του, αλλά το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να κρατηθεί στο θρόνο.
Ο Φωκάς αποκαλείται στις βυζαντινές πηγές τύραννος, όρος στον οποίο εμπεριέχεται τόσο η βυζαντινή έννοια «σφετεριστής», όσο και η αρχαία-ρωμαϊκή σημασία της λέξης, που ταυτίζεται με τη σημερινή.1 Ενδεικτικό στοιχείο της στάσης που τήρησαν απέναντι στον τύραννο οι Βυζαντινοί ιστορικοί και λόγιοι είναι ότι ο Γεώργιος Πισίδης († περ. 631-634) παρομοιάζει τον έκπτωτο Φωκά με θαλάσσιο τέρας και με τη Γοργώ, μεταξύ άλλων,2 ενώ ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (γενν. ύστερο 6ο αιώνα) τον χαρακτηρίζει μιξοβάρβαρο, Κύκλωπα και Κένταυρο.3 Ακόμα και μεταγενέστεροι ιστορικοί, όπως ο Θεοφάνης (περ. 760-817), ο Νικηφόρος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (806-815), αλλά και ο Γεώργιος Κεδρηνός (12ος αιώνας) κατηγορούν αποκλειστικά το Φωκά για τα δεινά που αντιμετώπισε η αυτοκρατορία από τη βασιλεία του και έπειτα.4 Εντούτοις, υπάρχουν συριακά κείμενα που καταγράφουν σημαντικά γεγονότα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φωκά (τα οποία δεν αναφέρονται στις ελληνικές πηγές)5 και καθιστούν απαραίτητη την αναθεώρηση μέρους της εικόνας που έχουμε σχηματίσει για τη βασιλεία του. 2. Η επανάσταση του 602
Η κρίσιμη κατάσταση στα Βαλκάνια υπήρξε μία από τις συνιστώσες που συνέβαλαν στην πτώση του αυτοκράτορα Μαυρικίου. Ο Μαυρίκιος είχε προσπαθήσει κατά τη διάρκεια της βασιλείας του να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των αβαροσλαβικών επιδρομών. Το 600, μετά από πολύχρονους αγώνες, κατάφερε να συνάψει ειρήνη με τους Αβάρους και ο Δούναβης ορίστηκε ως το σύνορο μεταξύ αυτών και της αυτοκρατορίας.6 Οι Βυζαντινοί, προκειμένου να αποτρέψουν τους Αβάρους και τους Σλάβους να διαβούν ξανά το Δούναβη, διατηρούσαν μεγάλη στρατιωτική δύναμη στις όχθες του. Ο στρατός όμως ήταν δυσαρεστημένος από τη συνεχή ταλαιπωρία και τους αδιάκοπους πολέμους, ενώ υπήρχε γενικότερη λαϊκή δυσαρέσκεια εξαιτίας των δαπανηρών εκστρατειών και των υπέρογκων χορηγιών που δίνονταν σε Αβάρους και Φράγκους, προκειμένου να διατηρηθούν τα σύνορα των ανακτήσεων του Ιουστινιανού (527-565).7
Έτσι, όταν το 602 ο στρατός έλαβε τη διαταγή να διαχειμάσει για άλλη μια φορά στις θέσεις του πέρα από το Δούναβη, επαναστάτησε και ανακήρυξε αυτοκράτορα το Φωκά, έναν απλό εκατόνταρχο. Η εξεγερμένη στρατιά κινήθηκε προς την πρωτεύουσα, όπου στο μεταξύ ξέσπασε και εκεί επανάσταση. Μάλιστα οι Πράσινοι και οι Βένετοι, οι δήμοι της Κωνσταντινούπολης,αρνήθηκαν να συμμορφωθούν στη διαταγή να αμυνθούν στα τείχη. Ο Φωκάς πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στην πρωτεύουσα, όπου έγινε δεκτός με λαϊκούς πανηγυρισμούς, ενώ ο Μαυρίκιος και οι γιοι του συνελήφθησαν και στη συνέχεια εκτελέστηκαν.8
3. Η βασιλεία του Φωκά Η αρχή της βασιλείας του Φωκά, κάθε άλλο παρά τυραννίδα θεωρήθηκε, όπως δείχνει όχι μόνο η λαϊκή αποδοχή προς το πρόσωπό του κατά την αρχή της βασιλείας του, αλλά και η υποστήριξη του πάπα Γρηγορίου Α΄ (590-604) προς αυτόν.9 Εντούτοις, ο νέος αυτοκράτορας, αδυνατώντας να επικαλεστεί δυναστικούς δεσμούς με προηγούμενους αυτοκράτορες, έπρεπε να εδραιώσει την εξουσία του, γεγονός που αφ’ ενός οδήγησε στην επιβολή κλίματος τρομοκρατίας στο εσωτερικό με κύριο αποδέκτη τη συγκλητική αριστοκρατία για την αποφυγή συνωμοτικών ενεργειών10 και αφ’ ετέρου στην επιδίωξη της ειρήνης στο εξωτερικό. Ο Φωκάς σύναψε ειρήνη με τους Λογγοβάρδους στην Ιταλία, υποδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό την παραίτησή του από την ιουστινιάνεια ανακτητική πολιτική. Επίσης, έθεσε τέρμα στη διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ του πάπα Γρηγορίου Α΄ και των Πατριαρχών Ιωάννη Νηστευτή (582-595) και Κυριακού (596-606) περί του δικαιώματος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να αποκαλείται «οικουμενικός». Ο Φωκάς ικανοποίησε την παπική πλευρά, στέλνοντας το 607 ένα διάταγμα στον πάπα Βονιφάτιο Γ΄ (607), με το οποίο αναγνώριζε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία ως κεφαλή των Εκκλησιών.11 Ωστόσο, τη βίαιη πτώση του Μαυρικίου έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Πέρσης ηγεμόνας Χοσρόης Β΄ (590-628), ο οποίος είχε παλινορθωθεί στον περσικό θρόνο χάρη στο δολοφονημένο αυτοκράτορα. Κατόπιν συνεννοήσεως με το στρατηγό Ναρσή, ο οποίος είχε εξεγερθεί στην Έδεσσα του Ευφράτη το 603, ο Χοσρόης παρουσιάστηκε ως εκδικητής του Μαυρικίου και εισέβαλε στα βυζαντινά εδάφη το 604. Ο Φωκάς αδυνατώντας να αναλάβει διμέτωπο αγώνα, μετέφερε το στρατό από την Ευρώπη στην Ασία, αυξάνοντας παράλληλα την ετήσια χορηγία στους Αβάρους.
Η νέα βυζαντινο-περσική σύγκρουση θα απέβαινε τελικά εις βάρος των Βυζαντινών, με τους Πέρσες να προελαύνουν στις ανατολικές επαρχίες, αν και υπάρχουν επαρχιακές πηγές, κυρίως συριακές, που αποκαλύπτουν ότι τα πρώτα χρόνια της σύγκρουσης οι Βυζαντινοί πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση. Αυτό που φαίνεται να μείωσε στη συνέχεια την αποτελεσματικότητα της βυζαντινής άμυνας ήταν η προσπάθεια να αντιμετωπιστεί, απορροφώντας δυνάμεις από το μέτωπο, η εξέγερση που εξαπλώθηκε από το εξαρχάτο της Αφρικής στην Αίγυπτο, όπως θα φανεί στη συνέχεια.12 Η εξέγερση του Ναρσή σε συνδυασμό με την περσική εισβολή ενέτειναν την καχυποψία του νεόκοπου καθεστώτος του Φωκά, που αντέδρασε βίαια. Το 605 εκτελέστηκε μεγάλη ομάδα συγκλητικών και αριστοκρατών, ενώ ένα χρόνο αργότερα θανατώθηκε με την κατηγορία της συνωμοσίας η έκπτωτη αυτοκράτειρα Κωνσταντίνα, η χήρα του Μαυρικίου, μαζί με τις κόρες της.13 4. Η πτώση
Η συγκλητική αριστοκρατία, που είχε δεχτεί ισχυρό πλήγμα από τις διώξεις του πρώην εκατόνταρχου, αποφάσισε να αντιδράσει και ήρθε σε επαφή με τον έξαρχο Αφρικής Ηράκλειο –πατέρα του ομώνυμου μετέπειτα αυτοκράτορα–, τον οποίο παρότρυνε να αναλάβει δράση κατά του Φωκά. Πράγματι, ο Ηράκλειος ο πρεσβύτερος από το 608 σταμάτησε την αποστολή της καθιερωμένης ετήσιας νηοπομπής με σιτηρά από την Καρχηδόνα προς την πρωτεύουσα, ενώ συγχρόνως άρχισε να συγκεντρώνει στρατό και στόλο. Ο στρατός των επαναστατών υπό το Νικήτα, ανιψιό του εξάρχου, κατευθύνθηκε στην Αίγυπτο, την οποία και κατέλαβε, και από εκεί δια ξηράς στην Κωνσταντινούπολη, ενώ την ηγεσία του στόλου ανέλαβε ο γιος του εξάρχου, Ηράκλειος o νεότερος.14 Στο μεταξύ η κατάσταση στην πρωτεύουσα ήταν κρίσιμη, ο λαός είχε αρχίσει να δυσφορεί και σε αυτό συνέβαλε η έλλειψη άρτου. Ο Ηράκλειος o νεότερος, επικεφαλής του στόλου των επαναστατών, έφτασε στα Δαρδανέλια το Σεπτέμβριο του 610. Στην Άβυδο μάλιστα τον υποδέχθηκε πλήθος εξόριστων από το Φωκά αρχόντων και μερίδα του κλήρου. Στις 3 Οκτωβρίου ο στόλος προσορμίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά σχεδόν κανείς δεν πρόβαλε αντίσταση –ούτε η φρουρά ούτε οι δήμοι ούτε ο λαός–, με αποτέλεσμα ο Ηράκλειος να γίνει εύκολα κύριος της πρωτεύουσας.15 Ο Φωκάς συνελήφθη, εκτελέστηκε και το σώμα του κάηκε στην αγορά του Βοός, ενώ διάφοροι στενοί συνεργάτες του βρήκαν το θάνατο στα χέρια του λαού.16 Στις 5 Οκτωβρίου του 610, ο Ηράκλειος έλαβε το αυτοκρατορικό στέμμα από τον Πατριάρχη και εγκαθίδρυσε μία νέα δυναστεία, επιτυγχάνοντας εκεί που ο προκάτοχός του είχε αποτύχει.
1. Hunger, Η., Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών Β΄: Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση, Κόλιας, Τ. – Συνέλλη, Κ. – Μακρής, Γ.Χ. – Βάσσης, Ι. (μτφρ.) (Αθήνα 1992), σελ. 109. 2. Γεώργιος Πισίδης, Ἡρακλειάς, Β΄, Pertusi, A. (επιμ.), Giorgio di Pisidia Poemi I: Panegirici epici (Ettal 1959), σελ. 251.5-252.11. 3. Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ἱστορίαι, Διάλογος 4, de Boor, C. (επιμ.), Theophylacti Simocattae Historiae (Lipsiae 1887), σελ. 20.15-19. 4. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia I (Lipsiae 1883), σελ. 290.12-14· Νικηφόρος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ἱστορία σύντομος 1, Mango, C. (επιμ. και αγγλ. μτφρ.), Nikephoros Patriarch of Constantinople, Short History (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 13, Washington, D.C. 1990), σελ. 34.3-6· Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις ἱστοριῶν, Bekker, Ι. (επιμ.), Georgius Cedrenus Historiarum compendium I (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1838), σελ. 708.5-6. 5. Για τις πηγές αυτές, βλ. Olster, D.M., The Politics of Usurpation in the Seventh Century: Rhetoric and Revolution in Byzantium (Amsterdam 1993), σελ. 11-19. 6. Καραγιαννόπουλος, Ι., Το Βυζαντινό κράτος4 (Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 125-126. 7. Λουγγής, Τ.Κ., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας2 Α΄ (324-1204) (Μελέτες ΚΜΕ, Αθήνα 1998), σελ. 142-143. 8. Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ἱστορίαι, 8.6 κ.ε., de Boor, C. (επιμ.), Theophylacti Simocattae Historiae (Lipsiae 1887), σελ. 293 κ.ε. Πρβ. και Goubert, P. , “Autour de la révolution de 602”, Orientalia Christiana Periodica 33 (1967), σελ. 604-619· Χριστοφιλοπούλου, Α., Βυζαντινή Ιστορία 2 Α΄: 324-610 (Θεσσαλονίκη1996), σελ. 322-327. 9. Λουγγής, Τ.Κ., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας2 Α΄ (324-1204), Μελέτες ΚΜΕ, Αθήνα 1998), σελ. 146. 10. Πρβ. Λουγγής, Τ.Κ., «Δοκίμιο για την κοινωνική εξέλιξη στη διάρκεια των λεγόμενων “σκοτεινών αιώνων”», Σύμμεικτα 6 (1985), σελ. 139-222, ιδ. σελ. 140 κ.ε. 11. Dölger, F., Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von 565-1453 1: Regesten von 565-1025 (München – Berlin 1924), αρ. 155. 12. Olster, D.M., The Politics of Usurpation in the Seventh Century: Rhetoric and Revolution in Byzantium (Amsterdam 1993), σελ. 81-97. 13. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Α., Βυζαντινή Ιστορία2 Α΄: 324-610 (Θεσσαλονίκη 1996), σελ. 328-329· Λουγγής, Τ.Κ., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας2 Α΄ (324-1204) (Μελέτες ΚΜΕ, Αθήνα 1998), σελ. 146-147. 14. Kaegi, W.E., Ηράκλειος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντινάκου, Δ. (μτφρ.), Τσαούση, Μ. (επιμ.) (Αθήνα 2007), σελ. 68 κ.ε. 15. Βλ. Χριστοφιλοπούλου, Α., Βυζαντινή Ιστορία 2 Α΄: 324-610 (Θεσσαλονίκη1996), σελ. 329-331· Λουγγής, Τ.Κ., Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας2 Α΄ (324-1204) (Μελέτες ΚΜΕ, Αθήνα 1998), σελ. 147-148. 16. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia I (Lipsiae 1883), σελ. 299.7-8· Νικηφόρος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ἱστορία σύντομος 1, Mango, C. (επιμ. και αγγλ. μτφρ.), Nikephoros Patriarch of Constantinople, Short History (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 13, Washington, D.C. 1990), σελ. 36.43-50.
|
|
|